Την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του με την κόρη του ζητά ο προφυλακισμένος πλέον πατέρας της 19χρονης από την Ηλιούπολη, που στο απολογητικό του υπόμνημα αρνείται όλες τις κατηγορίες.
Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι δήλωσε την εξαφάνιση της κόρης του στο αστυνομικό τμήμα Αργυρουπόλεως, γνωρίζοντας ότι θα τον καταγγείλει για βιασμό, καθώς -όπως υποστηρίζει- τον είχε απειλήσει. Μάλιστα, κατηγορεί και τη σύζυγο του ότι του απέκρυπτε πληροφορίες, λέγοντας ότι «η σύζυγός μου αν και γνώριζε τις κινήσεις της, φρόντιζε εντέχνως να με παραπλανά και να μου αποκρύψει την αλήθεια».
Οι βασικοί του ισχυρισμοί σχετικά με την κατηγορία του βιασμού είναι οι εξής:
Είναι αδιανόητο, πραγματικά και νομικά αδύνατο να βιάζεται η κόρη μου από τα 11 έτη και να μην έχει εξομολογηθεί το τραυματικό και κακοποιητικό γεγονός είτε στην μητέρα της, είτε στο δίδυμο αδερφό της είτε στη λογοθεραπεύτρια της, είτε σε κάποια φίλη της, είτε σε δημόσια αρχή ή δομή.
Τυγχάνει αδιανόητο το γεγονός να ενθυμείται τον βιασμό της από τον πατέρα της στα πλαίσια διερευνώμενης υπόθεσης για εμπορία ανθρώπων.
Είναι δεδομένο ότι ως πατέρας επιχειρούσα να έχω τον έλεγχο των εφήβων παιδιών μου, ετύγχανα αυστηρός αλλά ουδέποτε μετείλθα σωματικής βίας σε βάρος τους και ουδέποτε υπήρξα βιαστής, άλλως πατέρας – τέρας όπως παρουσιάζομαι.
Η εν λόγω καταγγελία είναι πασιφανώς εκβιαστική και εκπορεύεται από σκοτεινά κίνητρα Και θεωρώ ότι ο ρόλος της συζύγου μου τυγχάνει πολλαπλώς ύποπτος, αφού αυτή είχε στενές επαφές με τον προαγωγό της κόρης μου αστυνομικό και σε κάθε περίπτωση αν δεν υπεθαλπτε έκνομες ενέργειες, είχε γνώμης αυτών.
Η κατάθεση της 19χρονης
«Πριν ενάμιση μήνα περίπου γνώρισα τον αστυνομικό Δ. Μπ. μέσω ενός κοινού γνωστού μας ο οποίος δουλεύει ως ντελιβεράς σε μία καφετέρια. Με τον Δ είχαμε ερωτική σχέση και τις πρώτες μέρες τα πηγαίναμε πολύ καλά και συγκατοικήσαμε μετά από μία βδομάδα περίπου αφού γνωριστήκαμε στο σπίτι του στην Ηλιούπολη. Εγώ ενημέρωσα τη μητέρα μου ότι θα πάω να μείνω μαζί του. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες αφού πήγα στο σπίτι του, του είπα ότι ήθελα να βρω κάποια δουλειά για παράδειγμα σε καφετέρια. Αυτός όμως μου είπε ότι η μητέρα ενός φίλου του, του Γ. Λ. έχει οίκους ανοχής στην Αθήνα και ένα site για να κλείνεις ερωτικά ραντεβού με κοπέλες το κατονομάζει και μου πρότεινε να εργαστώ και εγώ για αυτήν. Ο Δ. και ο Λ. δουλεύουν χωρίς να φαίνονται για τη μητέρα του Λ., την οποία φωνάζουν στη δουλειά Μ. χωρίς να γνωρίζω ποιό είναι το πραγματικό της όνομα. Αυτοί ουσιαστικά είναι τα αφεντικά και κανονίζουν τις δουλειές και διαχειρίζονται το site (το κατονομάζει). Όταν μου έγινε η πρόταση από το Δ. να εργαστώ μαζί τους, εγώ αρχικά το αρνήθηκα όμως αυτός με απείλησε ότι θα με σκοτώσει και ότι θα κάνει κακό στην οικογένειά μου και έτσι εξαναγκάστηκα να δουλέψω μαζί τους» φέρεται να είπε η 19χρονη στους αστυνομικούς.
Μάλιστα, περιέγραψε λεπτομερώς όσα πέρασε τον ένα μήνα που διατηρούσε σχέση με τον αστυνομικό, δίνοντας ονόματα ξενοδοχείων και σπιτιών που θυμάται ότι επισκέφθηκε, ενώ αναφέρει και τα ονόματα άλλων γυναικών που επίσης έκαναν την ίδια «δουλειά» και οι οποίες βρίσκονταν για κάποια διαστήματα στο σπίτι του κατηγορούμενου αστυνομικού, κάνοντας ορισμένες εξ αυτών χρήση ναρκωτικών ουσιών.
«Ο Δ. μου είπε ότι θα πηγαίνω σε ραντεβού με διάφορα άτομα με τα οποία θα ερχόμαστε σε συνουσία και από τα χρήματα που θα δίνουν ως αντάλλαγμα, τα οποία ήταν συνήθως 160 €, εγώ θα έπαιρνα τα 80. Έτσι, ο Δ. έφτιαξε και δικό μου προφίλ στο site με ψεύτικα στοιχεία (τα αναφέρει) βάζοντας φωτογραφίες και βίντεο μου χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό μου, ώστε να μπορούν οι πελάτες να κλείσουνε ραντεβού μαζί μου. Στο site αυτό, αναγράφονται δύο τηλέφωνα στα οποία απαντάει μια τηλεφωνήτρια η οποία κανονίζει τα ραντεβού με τις κοπέλες οι οποίες υπάρχουν στο site. Ακόμα ο Δ. μου είπε να διαγράψω τα προφίλ και τις φωτογραφίες μου στο ίνσταγκραμ και στο facebook καθώς και όλες τις επαφές μου στο κινητό εκτός της μητέρας μου, πράγμα το οποίο έκανα. Η διαδικασία που ακολουθούσαμε αφού έκλειναν ραντεβού οι πελάτες είχε ως εξής: Ερχόταν από το σπίτι του Δ. με ένα αυτοκίνητο χρώματος μπλε, ένα άτομο οποίος μου είπε ότι λεγόταν Γ. και ότι είναι στρατιωτικός. Αυτός με έπαιρνε με το αυτοκίνητο και με πήγαινε στα ραντεβού τα οποία γινόταν σε διάφορα ξενοδοχεία και σπίτια, με άφηνε εκεί και περίμενε απέξω στο αυτοκίνητο μέχρι να τελειώσω με το ραντεβού ώστε να με ξαναπάρει και να με πάει πίσω στο σπίτι του Δ. Εγώ ερχόμουν σε συνουσία με τα άτομα στα οποία με πήγαινε ο οδηγός, έπαιρνα τα λεφτά τα οποία μου έδιναν τα οποία ήταν 160 € την ώρα και τα έδινα στον Δ. μόλις γύρισα πίσω. Ο Δ. μόνο τους πρώτους δύο φορές μου έδωσε 50 € και τις υπόλοιπες φορές έπαιρνε όλα τα λεφτά που μου έδιναν οι πελάτες».
Το κορίτσι περιέγραψε συνέχεια ξυλοδαρμούς από τον αστυνομικό, που -σύμφωνα με όσα καταγγέλει- την χτυπούσε αδιάκοπα. «Εγώ δεν ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά και όταν το έλεγα στον Δ. αυτός με χτυπούσε σε όλα τα μέρη του σώματος μου με κλωτσιές και μπουνιές και συνέχισε να με απειλεί. Στο σπίτι του ερχόταν σε διάφορες ώρες και υπόλοιπες κοπέλες, τα προφίλ των οποίων είναι στο ίδιο site. (…) Ο Δ. με χτυπούσε συνεχώς το χρονικό διάστημα που ήμουνα σπίτι του ακόμα και για τους πιο απλούς λόγους όπως ότι δεν έκανα σωστά τις δουλειές του σπιτιού. Στις αρχές με χτυπούσε με ένα κομμάτι ξύλο. Επίσης με βίαζε τον τελευταίο καιρό διότι εγώ δεν ήθελα να κάνω σεξ μαζί του και αυτός με απειλούσε ότι θα με σκοτώσει και με χτυπούσε εξαναγκάζοντάς με έτσι να κάνω σεξ μαζί του. Τελευταία φορά που με βίασε ήταν χθες το βράδυ και τελευταία φορά που με χτύπησε ήταν σήμερα το μεσημέρι. Επίσης με χτύπησε χθες και προχθές στο πρόσωπο και στα πόδια με κλωτσιές και μπουνιές, ενώ μου έκοψε τα μαλλιά και έχυσε επάνω μου ένα μπουκάλι στοματικό διάλυμα».
Ο 39χρονος αστυνομικός που κρίθηκε προφυλακιστέος φέρεται να κρατούσε αιχμάλωτη την 19χρονη, την οποία παρακολουθούσε με κάθε πιθανο μέσο και τρόπο. «Μου είχε βάλει μια εφαρμογή στο κινητό μέσω της οποίας με άκουγε και έβλεπε κάθε στιγμή που ήμουν. Ακόμα ο Δ. δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι του παρά μόνο για να πάω στο περίπτερο και για να πάρω καφέ σε μια καφετέρια δίπλα και μόνο όταν ήταν κι αυτός εκεί. Όταν έφευγε από το σπίτι κλείδωνε την πόρτα και με άφηνε μέσα. Η μάνα μου είχε έρθει δύο φορες στο σπίτι και την μία από αυτές μαζί με τον αδερφό μου. Αυτοί δεν γνώριζαν για όλη αυτήν την κατάσταση διότι εγώ δεν τους είχα πει τίποτα και όταν ερχόταν σπίτι ο Δ. το έπαιζε καλός και έκανε αστεία», αναφέρει η 19χρονη που κατάφερε στις 10 Ιουλίου να διαφύγει από το διαμέρισμα, ήταν χτύπησε το κινητό του αστυνομικού κι εκείνη έτρεξε στην πόρτα. «Χτύπησε το κινητό του Δ. και καθώς αυτός μίλαγε σε αυτό, εγώ κατάφερα να τρέξω προς την πόρτα και να βγω έξω. Έπειτα πήγα κατευθείαν στην κοπέλα η οποία μόλις της είπα τι έγινε ενημέρωσε την αστυνομία. Εγώ με την κοπέλα πήγαμε με το αυτοκίνητο της στην αστυνομία».
Το θύμα στο τέλος της κατάθεσής του αποκάλυψε στους αστυνομικούς ότι ο πατέρας της την βίασε για πρώτη φορά στα 11 της χρόνια, πράξη που έκανε επανειλημμένα μέχρι τα 17 της, όταν τον σταμάτησε η καραντίνα και η παρουσία της υπόλοιπης οικογένειας στο σπίτι.