28η Φεβρουαρίου 2023: Μία εθνική τραγωδία και ένας νομικός προβληματισμός

Σπαρτιάτες

Μια ημερομηνία που πρέπει να μείνει χαραγμένη στο μυαλό μας σαν ένα σημάδι στο σώμα μας, που δεν πρόκειται ποτέ να φύγει. Και εσκεμμένα αναφέρω στο μυαλό και όχι στη μνήμη, καθώς αυτή ενέχει το στοιχείο της λήθης και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει και δεν του επιτρέπεται να ξεχάσει το συγκεκριμένο συμβάν. Με αφορμή λοιπόν αυτή την εθνική τραγωδία σκέφτηκα να μοιραστώ τις ακόλουθες σκέψεις-προβληματισμούς.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, διαπιστώνω σε παρόμοια τραγικά συμβάντα, ότι οι κατώτεροι στην ιεραρχία αναλαμβάνουν αμιγώς οποιαδήποτε νομική ευθύνη (ποινική ή αστική ή και αμφότερες), ενώ οι φέροντες το εκάστοτε χαρτοφυλάκιο υπουργοί και οι θεσμικοί προϊστάμενοι αυτών (πρωθυπουργοί) έχουν ουσιαστικά και πρακτικά απλώς τη λεγόμενη «πολιτική ευθύνη». Το  επίμαχο άρθρο 86 του Συντάγματος προβλέπει αυτή την «τριπλή» ευθύνη των μελών της κυβέρνησης (πολιτική, ποινική, αστική). Ωστόσο στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθώ με την αστική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, για την οποία ισχύουν καταρχήν οι γενικές διατάξεις που προβλέπονται στον Αστικό μας Κώδικα περί αδικοπραξιών και αποζημιώσεων, όπου βάσει αυτών  σε περίπτωση παράνομων πράξεων ή παραλείψεων μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού, για την αποκατάσταση της ζημίας ευθύνονται «εις ολόκληρον» το Δημόσιο και ο ίδιος, δηλαδή ευθύνονται αμφότεροι ως προς την αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας. Στην προκειμένη περίπτωση θα ευθύνονται για αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των συγγενών των θυμάτων, μέσω καταβολής αποζημιώσεων. Ουσιαστικά όμως, αν αποδοθεί τέτοια αστική ευθύνη στην Κυβέρνηση, τα ποσά που θα επιδικαστούν προς αποζημίωση θα καταβληθούν από το Δημόσιο, ήτοι από τους Έλληνες πολίτες. Για αυτό λοιπόν στο παρόν άρθρο δεν υπεισέρχομαι στην αστική ευθύνη, αλλά κυρίως στην ποινική και στην πολιτική. Αλήθεια τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για «πολιτική ευθύνη»; Πρόκειται για το πολιτικό κόστος, που αναλαμβάνουν τα πολιτικά πρόσωπα όταν συμβαίνουν τέτοια αλγεινή περιστατικά και η μόνη κύρωση που μπορεί να έχουν είναι η παραίτηση λόγω ευθιξίας, η αρνητική ή η εκδικητική ψήφος ή η ψήφος διαμαρτυρίας από την πλευρά του εκλογικού σώματος, όπως και η κοινωνική κατακραυγή.

Προβαίνοντας σε μία Αριστοτελική, τελολογική ερμηνεία όμως της πολιτικής ευθύνης, τέτοιου είδους ευθύνη, την φέρει εξ ορισμού οποιοσδήποτε Έλληνας, φέρων την ιδιότητα του πολίτη. Εδώ πρέπει, λοιπόν, να γίνει μια διάκριση, να υπάρξει ειδοποιός διαφορά, μεταξύ των πολιτών γενικότερα και των πολιτών εκείνων που ζητούν να αναλάβουν τις τύχες των υπολοίπων, αντιπροσωπεύοντάς τους και εκπροσωπώντας τους. Αυτοί οι αιτούντες την εξουσία πολίτες, οι οποίοι εκλέγονται από τους υπόλοιπους, οι οποίοι τους αναθέτουν τη διακυβέρνηση της χώρας, πρέπει πέραν της πολιτικής ευθύνης να υπέχουν και κάποια νομική ευθύνη απέναντι στους εντολείς-αντιπροσωπευομένους τους και δη ποινική, κάτι που βάσει του ισχύοντος νομικού μας πλαισίου υφίσταται καταρχήν, αλλά νομικά άνισα. Μήπως λοιπόν αυτό πρέπει να αλλάξει αυτοβοεί;

Το αίτημα ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας συμπεριλαμβάνει τη διασφάλιση, την προστασία της ανθρώπινης ζωής, ως υπέρτατου αγαθού. Εν προκειμένω, περιλαμβάνει τη διασφάλιση της ασφάλειας στις μεταφορές. Πρόκειται για την υπέρτατη υποχρέωση και ευθύνη συνάμα των αντιπροσώπων απέναντι στους αντιπροσωπευόμενους. Η ανάληψη της εξουσίας δεν συνιστά κάποιου είδους τιμητικό τίτλο, κάποιου είδους τιμητική διάκριση, όπως την εκλαμβάνουν και την αντιμετωπίζουν τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά ιερή και υπέρτατη υποχρέωση, την οποία ζητούν ουσιαστικά οι ίδιοι να αναλάβουν. Αν δεν δύνανται να την επωμιστούν με ό,τι αυτή συνεπάγεται, ή αν την εννοούν ως μια απλή υπόθεση, να μην το κάνουν.

Ας πάρουμε το τραγικό συμβάν της 28ης Φεβρουαρίου και ας αναρωτηθούμε. Οι ευρισκόμενοι στο ανώτατο επίπεδο της κρατικής πυραμίδας (υπουργός μεταφορών εν προκειμένω αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός) υπέχουν καταρχήν προσωπική ποινική ευθύνη, αλλά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο τους αφήνει με έναν έμμεσο τρόπο στο απυρόβλητο. Με άλλα λόγια, ενώ μπορεί καταρχήν ένας πολίτης να στραφεί νομικά εναντίον ενός μέλους της Κυβέρνησης, μέσω της καταχώρισης αναφοράς σε αρμόδιο εισαγγελέα, εντούτοις η τακτική δικαιοσύνη δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα, αφ’ ης στιγμής η ίδια η Βουλή θα αποφανθεί για το αν τελικά θα παραπέμψει το μέλος αυτό στη δικαιοσύνη.  Αυτή η καλλιεργηθείσα αντίληψη, η οποία με τα χρόνια μετουσιώθη σε κουλτούρα του πολιτικού κόσμου, ότι τα μέλη της κυβέρνησης βρίσκονται ουσιαστικά στο απυρόβλητο, αφού δεν μπορεί ουσιαστικά να τους «αγγίξει κανείς», δημιούργησε ένα πρόβλημα ποιότητας της δημοκρατίας μας, ένα καθεστώς ατιμωρησίας και ένα αίσθημα στον Έλληνα πολίτη ανισονομίας. Αν όμως η δικαστική λειτουργία, μέσω των ανωτάτων εισαγγελέων της, είχε τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης δίωξης, μετά από αναφορά πολίτη ή ομάδας πολιτών (υπογεγραμμένη από ομάδα πολιτών), χωρίς την παροχή έγκρισης από την ίδια τη Βουλή, τότε η ποινική ευθύνη του εκάστοτε υπουργού θα είχε κάποιο νόημα και θα υπείχε όχι μόνο την ηθική αλλά και την νομική υποχρέωση και ευθύνη απέναντι στον Έλληνα πολίτη, ώστε να είναι πολύ πιο προσεκτικός ως προς την επιλογή του ανθρωπίνου δυναμικού και θα αποκλείετο ή τουλάχιστον θα περιοριζόταν δραστικά ο διορισμός προσώπων και η ανάληψη υπεύθυνων και καθοριστικών θέσεων μέσω πελατειακών σχέσεων, διαφθοράς και διαπλοκής. Με τον τρόπο αυτό θα φρόντιζε ώστε έμπρακτα να διασφαλίζεται η ζωή, η σωματική ακεραιότητα των πολιτών και η ασφάλειά τους γενικότερα στις μεταφορές. Φυσικά και οι πιθανότητες ενός ατυχήματος ή ακόμα και δυστυχήματος δεν μπορούν εις ουδεμία των περιπτώσεων να μηδενιστούν, ωστόσο μπορούν να περιοριστούν δραστικά και αν συμβεί το μοιραίο, αυτό να είναι αποτέλεσμα μόνο εξαιτίας κάποιου τυχαίου και απρόβλεπτου γεγονότος και όχι εξαιτίας ανθρώπινης απερισκεψίας, αδιαφορίας, βαριάς αμέλειας ή ακόμα και ενδεχόμενου δόλου. Αυτά όλα, βάσει του ισχύοντος ποινικού κώδικα, λογίζονται ως στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων (mens rea) και βάσει αυτών καταλογίζονται στον δράστη πράξεις ή παραλείψεις που τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα.

Ίσως, ο αντίλογος, ο οποίος είναι απολύτως σεβαστός, να είναι ότι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν πρέπει οι ανώτατοι αξιωματούχοι να λειτουργούν υπό οποιοδήποτε καθεστώς φόβου, που αναντίρρητα δημιουργεί η ποινική ευθύνη όπως κατεγράφη ανωτέρω. Μήπως όμως τελικά αυτό ακριβώς έχει ανάγκη η δημοκρατίας μας; Μήπως μέσω αυτής της θεσμικής αλλαγής η δημοκρατία μας καταστεί ποιοτικότερη; Ο υφιστάμενος υπέρτατος νόμος της χώρας, το Σύνταγμα, στο άρθρο 62 καθιερώνει την ασυλία και το ακαταδίωκτο των βουλευτών, ωστόσο το πνεύμα το συντακτικού νομοθέτη, κάνοντας μια ιστορική αλλά και νομική ερμηνεία ήταν να προστατεύσει τον βουλευτή κυρίως από τη γνώμη ή την ψήφο που θα παράσχει, ώστε να διασφαλιστεί η ελευθερία της έκφρασής του και όχι να καλύπτεται και να προστατεύεται για οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη. Προσέτι η σχετική διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ποινικής ευθύνης των υπουργών που περιβάλλει τα μέλη της κυβέρνησης με ένα δίχτυ προστασίας και προβλέπει ένα ειδικό καθεστώς για αυτά, λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση, προκειμένου να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να παρεμποδίζονται από προσχηματικές διώξεις εναντίον τους. Στην τραγική όμως περίπτωση της 28ης Φεβρουαρίου δεν υπάρχει καμία προσχηματική δίωξη από κάποιον πολιτικό αντίπαλο λ.χ. Υπάρχει ένα γεγονός, ένα αποτέλεσμα το οποίο μεταφράζεται σε ένα νούμερο, έναν αριθμό χαμένων ανθρώπινων ζωών.

Ο νόμος είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα και αυτή τη στιγμή η κοινωνία έχει ανάγκη να απονεμηθεί δικαιοσύνη, δεν ζητά εκδίκηση. Μήπως λοιπόν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου της πλήρους ισότητας απέναντι στο νόμο, ώστε να μην βρίσκεται ουδείς στο απυρόβλητο;

Οι Έλληνες πολίτες δύνανται να εγκαλέσουν τα μέλη της Κυβέρνησης για πράξεις ή και για παραλείψεις τους, ωστόσο χωρίς την σχετική άδεια της Βουλής δεν μπορούν να τεθούν ενώπιον της δικαιοσύνης.

Πέραν της ατομικής ή ομαδικής-συλλογικής δυνατότητας των πολιτών να προσφεύγουν εναντίον των μελών της κυβέρνησης, θα μπορούσε να θεσπιστεί η πρόβλεψη όχι μίας δυνητικής αλλά υποχρεωτικής σύστασης γνωμοδοτικού συμβουλίου, αποτελούμενο από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και από τουλάχιστον 2 αντιεισαγγελείς, ώστε να διερευνούν τυχόν ποινικές ευθύνες των μελών της Κυβέρνησης, οι οποίες, αν τελικά στοιχειοθετηθούν, να δύναται το συμβούλιο αυτό να προχωρήσει αμελλητί σε ποινική δίωξη χωρίς την παροχή άδειας και έγκρισης από τη Βουλή.

Επιπλέον μήπως θα έπρεπε να απαλειφθεί η προβλεπόμενη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του Συντάγματος ως προς την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, η οποία ως έχει μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ατιμωρησία και αντί αυτής να οριστεί ένα όριο σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις περί παραγραφής;

Φυσικά αν προχωρήσουμε σε μία τέτοια αλλαγή, αυτή θα ισχύει μόνο για το μέλλον, καθώς αναδρομική εφαρμογή νόμου, που αφορά σε ποινικά ζητήματα, δεν υφίσταται. Ωστόσο, η αλλαγή αυτή θα σημάνει έναν θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θεωρώ ότι θα έχει έναν θετικό αντίκτυπο στο μέλλον.

Αυτή η ελπίδα του «ποτέ ξανά», δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο δεν αλλάζει η νομοθεσία και η κοινωνία έχει ανάγκη αυτή την αλλαγή, κάτι που το αποδεικνύουν οι μεγάλες διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις των Ελλήνων. Να μην ζητάμε, λοιπόν, την αλλαγή, αλλά και να την επιφέρουμε.

Νίκος Γ. Σταύρου

Δικηγόρος & Πολιτικός Επιστήμων

Υποψήφιος Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τέμπη: Η μοιραία βλάβη στον Παλαιοφάρσαλο και τα θανάσιμα λάθη που ακολούθησαν!

Βασίλης Νουλέζας: Η τρομερή έκρηξη προκάλεσε κυρίως τον θάνατο των επιβατών στα 3 πρώτα βαγόνια στα Τέμπη;

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις