Η εγκληματικότητα θεωρείται ως ένα ανώμαλο κοινωνικά φαινόμενο που συναντάται μόνιμα και σταθερά σε κάθε κοινωνία. Ενώ το έγκλημα είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στη ζωή του ατόμου και βρίσκεται σε συνάρτηση με ορισμένο τρόπο κοινωνικής διαβίωσης, η εγκληματικότητα στερείται ατομικότητας και δεν είναι παρά ένα σύνολο στατιστικών στοιχείων. Η σύνδεση της εγκληματικότητας με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ή φυλετικά ή εθνικά χαρακτηριστικά, είναι μία προσέγγιση αυθαίρετη, ιδεοληπτική και επικίνδυνη.
Εάν π.χ, κάποιος αποδίδει την έξαρση των εγκλημάτων βίας στη μετανάστευση, τότε θα πρέπει να εξηγήσει πώς δράστες εξαιρετικά ειδεχθών εγκλημάτων είναι Έλληνες (βλ. π.χ. την υπόθεση Τοπαλούδη). Επίσης θα πρέπει να έχει στη διάθεση του κατ’ ελάχιστον στατιστικά στοιχεία για να στηρίξει τη θέση του. Αλλά και στατιστικά στοιχεία να διέθετε από τα οποία θα προέκυπτε ότι π.χ. η πλειονότητα των δραστών ληστειών το τελευταίο έτος είναι αλλοδαποί και πάλι αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού η πρώτη σκέψη που ακολουθεί είναι ότι συχνά διαπράττει εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας όποιος στερείται τα βασικά για τη διαβίωση του, φαινόμενο που κατεξοχήν παρατηρείται στους αλλοδαπούς που αδυνατούν να ανεύρουν εργασία, όπως επίσης εξηγείται και το γεγονός – χωρίς προφανώς να δικαιολογείται – ότι όσο διακυβεύεται η δική του επιβίωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κορύφωση της επιθετικότητας του ή η τάση του να γίνει βίαιος. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά προφανώς δεν συνδέονται με την καταγωγή του δράστη ή τη κουλτούρα της χώρας από τη οποία προέρχεται, αλλά με τις συνθήκες κοινωνικής του διαβίωσης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα μπορούσε ευχερώς χαρακτηριστεί ξενοφοβική και ακραία.
Το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος διαφυλάσσει την προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας οποιουδήποτε βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η παραπάνω θεμελιώδης αρχή αποτελεί πηγή και κριτήριο ερμηνείας των γενικών αρχών, με τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίσει τη τήρηση των βασικών αξιών που στηρίζουν την έννομη τάξη αλλά και την κοινωνική συνύπαρξη των πολιτών. Ως θεμελιώδες δικαίωμα προστατεύεται απόλυτα στο πυρήνα του και ισχύει για κάθε συγκεκριμένο υποκείμενο του δικαιώματος ως προς κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που το αφορά. Η πρωταρχική δε εγγύηση για την προστασία του είναι η δικαστική εγγύηση. Ο εφαρμοστής του δικαίου σε οποιοδήποτε δικονομικό στάδιο, οφείλει να τηρεί τη παραπάνω αρχή.
Τούτο πρακτικά σημαίνει, ειδικά για τον εφαρμοστή του ποινικού δικαίου, πως ο εγκληματίας κρίνεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει και όχι για την εθνικότητα, τη φυλή του, τη γλώσσα του ή τις πεποιθήσεις του. Η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να ασκείται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση αυθαίρετες κατατάξεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις ιδεολογικής υφής. Αυτό δεν είναι ένας ευσεβής πόθος ενός ευνομούμενου κράτους ή ενός πολιτισμένου λαού. Δεν είναι καν θέμα κουλτούρας. Είναι συνταγματική υποχρέωση. Και είναι απολύτως απαγορευτική η παραμικρή σύνδεση του Δικαστή που κρίνει με οποιαδήποτε ιδεοληψία ή προκατάληψη.
Της Αικατερίνης Μάτση, Αντεισαγγελέα Εφετών, Αντιπροέδρου Β’ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακραία ξενοφοβικές δηλώσεις από την πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων