Είναι πρόδηλο ότι η ψήφιση του μέχρι τούδε εν ισχύι, του Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α’ /18-11-2019) Ποινικού Κώδικα, έχει επιφέρει τεκτονικές μεταβολές προς τις εκκρεμούσες υποθέσεις, δεδομένου ότι η μετάβαση εφαρμογής των καινοφανών διατάξεων δεν έχουν εμπεδωθεί συνεπεία της ενσκηψάσης πανδημίας.
Ενόψει και του νέου οικογενειακού δικαίου (Ν. 4.800/2021 (ΦΕΚ Α’ 81/21-05-2021), άξιο μνείας είναι η μετάπτωση τρόπον τινά του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αφορά την παραβίαση δικαστικής αποφάσεως, όπου δια της νέας διατυπώσεως, της νομοτυπικής μορφής του αδικήματος, εις την ρηξικέλευθη διάταξη του άρθρου 169Α, τίθεται εκποδών, η παραβίαση της δικαστικής αποφάσεως η οποία επιβάλλει στον διάδικο πράξη, παράλειψή, ανοχή, η οποία δεν γίνεται από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από την βούλησή του, με αποτέλεσμα πολλές εν εκκρεμοδικία υποθέσεις, οι οποίες ερείδονταν εις την παραβίαση δικαστικής αποφάσεως περί της παρεμποδίσεως της επικοινωνίας να κριθούν ανέγκλητες, ήτοι, να εξαλειφθεί ο αξιόποινος χαρακτήρας της πράξης, καθότι δεν θεμελιώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.
Με την νέα διατύπωση, ο παραβάτης της δικαστικής αποφάσεως τιμωρείται ποινικώς, υπαγόμενος εις την προβλεπόμενη ποινική κύρωση εφόσον εις το διατακτικό της δικαστικής αποφάσεως περί της επικοινωνίας γονέα με τέκνο περιέχεται εκτελεστή καταψηφιστική διάταξη, άλλως η πράξις, παραμένει ατιμώρητη και ο θιγόμενος δύναται να ικανοποιηθεί αποκλειστικά από την έμμεση εκτέλεση από τα Πολιτικά δικαστήρια κατ’ εφαρμογή του άρθρου 946 και 947 του Κ.Πολ.Δ.
Επί του συγκεκριμένου, δηλαδή, εις την νέα διάταξη του άρθρου 169 Α, ελλείψει της διατύπωσης αυτής, πολλές εν εκκρεμοδικία περιπτώσεις, με ασκηθείσα ποινική δίωξη του άρθρου 232Α, για πράξη ή παράλειψη προς τον διάδικο κτλ, παραμένουν ατιμώρητες λόγω της πιο στενά νομικής διατύπωσης όπου περιορίζεται ο ποινικός κολασμός ορισμένων πράξεων, ειδικά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις.
Φρονώ ότι ενόψει της αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου, δέον όπως συνεκτιμηθεί και ληφθεί υπόψη και η ως άνω ποινική διάταξη ίνα αντιληφθούμε, όχι μόνον θεωρητικά τις αλλαγές στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί την έννοια της γονικής μέριμνας και της επιμελείας, αλλά κατ’ αναλογία και την ύπαρξη η μή τη προσήκουσας ποινικής κυρώσεως, εις περίπτωση παραβίασης μίας δικαστικής αποφάσεως, και δη της ακανθώδους παρεμποδίσεως της επικοινωνίας, με βάσει τα ως άνω, διεξοδικώς εκτεθέντα , δηλονότι η νομοτυπική μορφής του άρθρου 169Α , μετατοπίζει ευθέως, την τιμωρία του παραβάτη, αμιγώς προς τα αστικά δικαστήρια, με ό,τι τούτο συνεπάγεται από άποψη χρόνου αλλά και δικαστικών εξόδων δια τον θιγόμενο, με συνέπεια να τίθεται εν αμφιβόλω το τελέσφορο της ρυθμίσεως καθ’ εαυτής.
Εν συμπεράσματι, η διελκυστίνδα και το επισφαλές εκκρεμές την νομοθεσίας, δέον όπως αποβλέπει αντικειμενικά και ολιστικά εις το αληθές υπέρτερο, κατά φύσιν, συμφέρον του τέκνου, διατηρώντας ίσες αποστάσεις εξ αμφοτέρων των γονέων και όχι να αποτελεί πρόσκαιρο εργαλείο, οιονεί «κερκόπορτα» μεροληψίας συγκεκριμένου εσμού μικροπολιτικών συμφερόντων ή ιδεολογικών σκοπιμοτήτων, διότι εν κατακλείδι και προϊόντος του χρόνου, θυματοποιείται αναπόδραστα το ίδιο το παιδί, ως παθητικός δέκτης ορισμένων δυσχερών αναστρέψιμων θεσμικών αβελτηριών, νυν και εις το διηνεκές.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω