Πρόταση Εισαγγελέως: Να μην γίνει κατηγορία στους 15 κατηγορούμενους για τα επιδόματα σε «μαϊμού τυφλούς»

πισίνα

Στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου εισήχθη την Πέμπτη προς εξέταση με απαλλακτική Εισαγγελική εισήγηση για το σύνολο των κατηγορουμένων η δικογραφία για την πολύκροτη υπόθεση της χορήγησης επιδομάτων τυφλότητας σε μη δικαιούχους -«μαϊμού τυφλούς»- με ελεγχόμενη, μεταξύ άλλων, μια πρώην ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου.

Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου που χειρίστηκε την υπόθεση εισηγείται ειδικότερα να μη γίνει κατηγορία εις βάρος της ιατρού για τις επιμέρους πράξεις της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση και της συνέργειας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση, καθ’ ό μέρος αυτές αφορούν στη χορήγηση πιστοποιητικού σε 5 ημεδαπούς και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος της για τη χορήγηση πιστοποιητικού σε 6 άτομα λόγω παραγραφής.

Επιπλέον εισηγείται να μη γίνει κατηγορία σε βάρος 4 κατοίκων Αρχαγγέλου και μιας κατοίκου Αφάντου για την πράξη της απάτης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εις βάρος 5 ατόμων για την ίδια πράξη λόγω παραγραφής.
Επίσης εισηγείται να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος 3 ατόμων λόγω δεδικασμένου.

Η ιατρός, που έχει απασχολήσει και στο παρελθόν τις αρχές, έχει παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου και έχει αθωωθεί με δικηγόρο τον κ. Γιάννη Χριστοδούλου ο οποίος την εκπροσώπησε και στη νέα έρευνα.

Από την Εισαγγελική έρευνα προέκυψαν τα εξής:

Κατά το χρονικό διάστημα από το 2000 έως το 2012 η πρώτη κατηγορουμένη εργαζόταν ως οφθαλμίατρος στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου φέροντας την ιδιότητα της Διευθύντριας (Επιμελήτριας) της Οφθαλμολογικής Κλινικής.

Εντός των καθηκόντων της ήταν η, κατόπιν εξέτασης των ασθενών, χορήγηση
πιστοποιητικού τυφλότητας. Ειδικότερα ήταν η μόνη οφθαλμίατρος που στα καθήκοντά της ανάγονταν η εξέταση των οφθαλμολογικών ασθενών και η χορήγηση του Ειδικού Εντύπου Ιατρικού Πιστοποιητικού στο οποίο βεβαίωνε την οπτική οξύτητα εκάστου οφθαλμού των ασθενών και γνωμάτευε αναφορικά με το εάν έκαστος εξ αυτών ήταν ή δεν ήταν τυφλός.

Για να χαρακτηριστεί δε ως τυφλός ένας ασθενής έπρεπε να διαπιστωθεί ότι η οπτική οξύτητα του κάθε οφθαλμού του ήταν μικρότερη του 1/20 της φυσιολογικής οπτικής οξύτητας.

Ο ασθενής όταν ελάμβανε από την πρώτη κατηγορουμένη το πιστοποιητικό με τη γνωμάτευση ότι είναι τυφλός, υπέβαλλε σχετική αίτηση με επισυναπτόμενο αναγκαίο έγγραφο, μεταξύ των άλλων, αυτό και κατόπιν αποφάσεως του Τμήματος Πρόνοιας της Διεύθυνσης Υγείας Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου ελάμβανε επίδομα τυφλότητας για το χρονικό διάστημα που όριζε η απόφαση (ορισμένο ή εφ’ όρου ζωής).

Στις 26 με 28.6.2013 η Υγειονομική Επιτροπή του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) πραγματοποίησε επανέλεγχο, που περιελάμβανε και την επανεξέταση των επιδοματούχων τυφλότητας στη Ρόδο. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το από 19.7.2013 Δελτίο Τύπου του Γραφείου Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) εξετάστηκαν 125 ασθενείς εκ των οποίων διαπιστώθηκε ότι 116 ήταν τυφλοί ενώ σε 9 ασθενείς (ποσοστό 7,2%) διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν αποκλίσεις μεταξύ του χορηγηθέντος από την πρώτη κατηγορουμένη πιστοποιητικού και του αποτελέσματος της εξέτασης των ιατρών της Υγειονομικής Επιτροπής.

Έξι ασθενείς δεν προσήλθαν για επανεξέταση. Περαιτέρω, από τις ενέργειες των αρμοδίων φορέων διαπιστώθηκε ότι υπήρχε απόκλιση μεταξύ των αποτελεσμάτων των εξετάσεων που βεβαιώθηκαν από την πρώτη κατηγορουμένη και της Επιτροπής και συνεπώς δεν δικαιούνταν επίδομα τυφλότητας συνολικά 15 πρόσωπα.

Μετά τις ανωτέρω διαπιστώσεις το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας εξέδωσε νέα απόφαση για έκαστο των προρρηθέντων ασθενών, δυνάμει της οποίας αποφασίστηκε η διακοπή του επιδόματος τυφλότητας με την αιτιολογία «ΛΟΓΩ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΠΑ».
Τέσσερις εκ των ανωτέρω ασφαλισμένων προσέφυγαν κατά των αποφάσεων διακοπής επιδόματος που τους αφορούσαν και μετά από επανεξέταση κρίθηκαν ως «τυφλοί». Το γεγονός επομένως ότι τα μέλη της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΚΕ.Π.Α. γνωμάτευσαν και βεβαίωσαν τα όσα και η πρώτη κατηγορουμένη βεβαίωσε δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες αναφορικά με το εάν τελέστηκε η αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από την ίδια.

Η Εισαγγελέας καταλήγει αφού εξετάζει το σύνολο των επίμαχων περιπτώσεων ότι δεν στοιχειοθετείται, ούτε σε επίπεδο ενδείξεων, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης, κατ’ εξακολούθηση.

Πηγή:dimokratiki.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις