Η Leila Robinson υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή ως μέλος στον Δικηγορικό Σύλλογο της Μασαχουσέτης το 1882. Ήδη από τότε είχε θέσει το ερώτημα: «είναι εφικτό για μια γυναίκα να εκπληρώσει με επιτυχία τα καθήκοντα της μητέρας και της δικηγόρου ταυτόχρονα;». Στην αναχρονιστική Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα και για πολλά χρόνια αργότερα, δεν υπήρχε τέτοιο ερώτημα, αλλά μία και μοναδική κρατούσα αντίληψη: «Αι γυναίκες είνε προωρισμέναι, κατ’ εκλογήν των και προ παντός καθ’ ικανότητα, ή να γίνουν μητέρες ή να μείνουν γυναίκες. Ή σπίτι ή «Καπρίς». Μέσος όρος δεν υπάρχει, όπως μεταξύ άρρενος και θήλεος δεν υπάρχει τρίτον φύλον» (Νιρβάνας, Παύλος , «Η δικηγορίνα», Εστία, 1/3/1926) (Πηγή: Protagon.gr.).
Ωστόσο, η απόφαση για μία γυναίκα να σπουδάσει την νομική επιστήμη και εν συνεχεία να εργαστεί ως μαχόμενη δικηγόρος ουδέποτε υπήρξε μία τυχαία και επιπόλαιη επιλογή. Μάλιστα, η επιλογή αυτή δεν αναιρεί συχνά και την απόφαση δημιουργίας οικογένειας και απόκτησης τέκνων. Οι δύο αυτές αποφάσεις όταν συμπίπτουν χρονικά, τίθενται αυτόματα σε έναν «μηχανικό ζυγό» και επαναφέρουν το ερώτημα: μπορεί στο ζυγό αυτό να υπάρξει ισορροπία; μπορούν να συμβαδίσουν η επαγγελματική και η οικογενειακή εξέλιξη και αν ναι με ποιο τίμημα;
Έτσι, στη μία πλάστιγγα του ζυγού τίθεται η μαχόμενη δικηγορία. Απαιτεί πολύωρη ενασχόληση με τις υποθέσεις, καθημερινό τρέξιμο σε δικαστήρια, κλπ., αδιάκοπη εγρήγορση για προθεσμίες και ανελαστικές ημερομηνίες, απόλυτη συγκέντρωση για σύνταξη σωστών δικογράφων και λοιπών εγγράφων και συνεχή ανταπόκριση σε επικοινωνία με οιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Στην άλλη πλάστιγγα του ζυγού, τίθεται η μαχόμενη μητρότητα. Απαιτεί πολύωρη ενασχόληση με τα παιδιά, καθημερινό τρέξιμο σε σχολεία, δραστηριότητες κλπ., αδιάκοπη εγρήγορση για τυχόν αναφυόμενα προβλήματα εντός ή εκτός σχολικού περιβάλλοντος, απόλυτη συγκέντρωση και κατανόηση αυτών και συνεχή ανταπόκριση στις ψυχοπαιδαγωγικές τους ανάγκες. Αναμφισβήτητη ομοιότητα των δύο ρόλων της μητέρας– δικηγόρου, αποτελεί η ανάγκη αφοσίωσης σε κάθε ιδιότητα.
Δυστυχώς, αναπόφευκτο τίμημα όλων αυτών αποτελεί συχνά, ο κλονισμός της υγείας μας. Η παγίδα ότι λόγω της γυναικείας φύσης, δυνάμεθα να διαχειριστούμε τα πάντα, συχνά επιφέρει καταπόνηση του οργανισμού και ασθένειες σωματικές ή ψυχικές. Η ελληνίδα μητέρα – δικηγόρος δεν διαθέτει ούτε μαγικά χαρίσματα, ούτε την ιδιότητα του «σούπερ ήρωα», όπως πολλούς βολεύει να της προσδίδουν.
Επιπρόσθετα, η ανωτέρω ταυτόχρονη συνύπαρξη των δύο ρόλων μας, γεννά πλείστα ερωτήματα, ως προς τις αναφυόμενες δυσχέρειες:
- Πώς θα πάει στο δικαστήριο η μητέρα δικηγόρος που το παιδί της ξυπνάει το πρωί άρρωστο;
- Πώς θα διεκπεραιώσει τις υποθέσεις της η μητέρα δικηγόρος κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης (όταν υπάρχουν αποδεδειγμένα σοβαρά προβλήματα στην κύηση) ή κατά τη περίοδο της λοχείας;
- Πώς θα εργαστεί η μητέρα δικηγόρος στο χρονικό διάστημα των κλειστών σχολείων, είτε λόγω αργιών, είτε λόγω απεργιών, είτε λόγω διακοπών, είτε λόγω ανωτέρας βίας (π.χ. πρόσφατα, λόγω covid);
- Πώς θα αντιμετωπίσει η μητέρα δικηγόρος τις σεξιστικές διακρίσεις που γεννιούνται σε εργοδότες ή συναδέλφους εξαιτίας της μητρότητας;
- Πώς θα καταφέρει η μητέρα δικηγόρος να είναι παρούσα τόσο στις επαγγελματικές, όσο και στις οικογενειακές της υποχρεώσεις, δεδομένου ότι αμφότερες δεν έχουν ωράριο;
Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα έχει μεν εξελιχθεί θετικά για την μαχόμενη μητέρα -δικηγόρο, σε σχέση με τις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν παύει να σκοντάφτει στην έλλειψη αυτονόητων πρωτοβουλιών της πολιτείας και όλων των αρμόδιων φορέων. Ο «εξοντωτικός συνδυασμός» των δύο ιδιοτήτων (μητέρα – δικηγόρος), χρήζει άμεσα νομοθετικής πρωτοβουλίας εμπεριέχουσα οικονομικά προνόμια, πρακτικές διευκολύνσεις και εναλλακτικές δυνατότητες άσκησης του επαγγέλματος, ώστε να πάψει να βιώνεται από εμάς, ως ασυμβίβαστος.
Η παράταξη «ΑΜΙΣΘΟΙ ΜΑΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ» με την οποία συμπορεύομαι ως υποψήφια Σύμβουλος στις επερχόμενες εκλογές του ΔΣΑ (Νοέμβριος 2021) προτείνει ενδεικτικά μεταξύ άλλων:
«10) ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΕΣ ΕΓΚΥΟΥΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΒΡΕΦΩΝ :
Δικαστηριακή υποστήριξη των αυτοαπασχολούμενων εγκυμονουσών συναδέλφων, με αυτονόητη πρόταξη των υποθέσεων για τις οποίες παρίστανται, ανάληψη υποχρέωσης από συναδέλφους για υποβολή αιτημάτων αναβολής σε περιπτώσεις επισφαλούς εγκυμοσύνης καθώς και προώθηση δημιουργίας χώρου εντός των δικαστηρίων όπου θα μπορούν οι θηλάζουσες συνάδελφοι να θηλάζουν τα μωρά τους ή να αντλούν το γάλα».
Όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, φρονώ ότι η προνομιούχα «σε συγκεκριμένες καταστάσεις» μεταχείριση ημών των μητέρων – δικηγόρων έναντι των λοιπών συναδέλφων, αποτελεί μοναδικό τρόπο επαγγελματικής εξίσωσής μας, ενώ συγχρόνως διασφαλίζει την προστασία της μητρότητας και προστατεύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, μιας ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας.