Η ανεξαρτησία της Δικαστικής Εξουσίας από την Πολιτική Εξουσία (Νομοθετική και Εκτελεστική) είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας Δημοκρατικής Πολιτείας. Ανεξαρτήτως των αντιρρήσεων που μπορεί να έχει κανείς σε θεωρητικό επίπεδο, για το αν αυτή η ανεξαρτησία είναι εφικτή, δεν θα βρούμε απόψεις που να μην την θεωρούν επιθυμητή και αναγκαία, για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.
Στην Ελλάδα έχουμε αυξημένες εγγυήσεις αυτής της ανεξαρτησίας που κατοχυρώνονται με σαφείς διατάξεις του Συντάγματος (προϋποθέσεις εισόδου, εξέλιξης και αποχώρησης από το Δικαστικό Σώμα, αποδοχές, κλπ.), σε βαθμό που δεν υπάρχουν αυτές σε άλλες δημοκρατικές Χώρες. Ο λόγος έγκειται στην βεβαρημένη πολιτική ιστορία της Χώρας και της έλλειψης εμπιστοσύνης (δικαιολογημένα) στον κοινό νομοθέτη (Κυβερνητική πλειοψηφία) ότι θα ρυθμίσει αυτά τα θέματα με τον κατάλληλο τρόπο. Σημαντικός εκτελεστικός νόμος που αφορά όλα τα ανωτέρω ζητήματα είναι ο λεγόμενος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988). Φυσικά και αυτός ο νόμος έχει υποστεί παρεμβάσεις τα τελευταία χρόνια της νομοθετικής πλημμυρίδας, με ρυθμίσεις συνήθως μη επιτυχείς (π.χ. ν. 4055/2012) και συχνά ανεφάρμοστες. Ο λόγος είναι ότι οι εκάστοτε Υπουργοί Δικαιοσύνης, μη διαθέτοντας τους αναγκαίους πόρους για την επίλυση προβλημάτων κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών, επιδιώκουν να εμφανίσουν “έργο” μέσα από την ψήφιση νόμων, χωρίς, όμως, την αναγκαία προηγούμενη διαβούλευση με τις Δικαστικές Ενώσεις και τους Δικηγορικούς Συλλόγους και χωρίς ευρύτερη πολιτική συναίνεση που θα εξασφάλιζε την μακροημέρευση των σχετικών ρυθμίσεων.
Μία πολύ σημαντική διάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι η υλοποίηση των υπηρεσιακών μας μεταβολών (προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις, άδειες, επιθεώρηση, πειθαρχικός έλεγχος) από Δικαστικά Συμβούλια που αποτελούνται μόνο από μέλη των αντίστοιχων Ανωτάτων Δικαστηρίων του κάθε κλάδου της Δικαιοσύνης (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο,) χωρίς την δυνατότητα συμμετοχής “υπηρεσιακών παραγόντων” ή του Υπουργού Δικαιοσύνης, που έχει μόνο δικαίωμα προσφυγής στην αντίστοιχη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία είναι και ο τελικός κριτής των τυχόν ανακυπτουσών διαφορών. Δύο είναι εδώ τα σημαντικά ζητήματα: α) Να ορίζονται τα μέλη αυτών των Συμβουλίων με διαφανή τρόπο (κλήρωση) από όλα τα μέλη του Δικαστηρίου που έχουν την σχετική προϋπηρεσία στον βαθμό τους (2 έτη), όπως προβλέπεται ήδη, καθώς, ο ορισμός από την Ολομέλεια μεταξύ “προθύμων” που θα “εκπαιδεύονται καταλλήλως”, όπως προτείνεται από κάποιους, θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα αυτών των προσώπων. β) Ότι τα δικαιώματα των κρινομένων να προσφύγουν σε ανώτερα όργανα ή στην Ολομέλεια για άστοχες κρίσεις δεν θα παραβλεφθούν.
Τέλος, ως προς την προαγωγή των Δικαστικών Λειτουργών σε ανώτερους βαθμούς με βάση την “αξιοσύνη” και όχι την “επετηρίδα”, όπως ακούγεται δολίως από κάποιους, ως διάσταση της ανεξαρτησίας, δεν έχουμε παρά να αντιπαραβάλλουμε την κατάσταση στην Δικαιοσύνη με άλλους τομείς του Κρατικού μηχανισμού. Ο κομματισμός, η αναξιοκρατία και η έλλειψη κινήτρων που συνοδεύονται με την μειωμένη εμπιστοσύνη προς τους Προϊσταμένων πολλών Υπηρεσιών, δεν συναντώνται στον χώρο της Δικαιοσύνης. Ας σκεφτούν λοιπόν πολύ σοβαρά κάποιοι αν έχουμε ανάγκη από Δικαστές που θα επιτελούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους ή από αυτούς που θα “υποβάλλουν τα σέβη τους”, για να μην λησμονηθούν την “Ημέρα της Κρίσεως”.
*Ο Παναγιώτης Δανιάς είναι Εφέτης Δ.Δ., Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών (όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα τα ΝΕΑ)