Τι πραγματικά σημαίνει για 70.000 δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο.
Ρεπορτάζ: Τζώρτζια Κοντράρου
Απόφαση κόλαφος για τον Αρειο Πάγο υπέρ των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο εξέδωσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ την ίδια ώρα κύκλοι τραπεζών επιχείρησαν να ερμηνεύσουν υπέρ τους την απόφαση διασπείροντας fake news στα ελληνικά ΜΜΕ, προκειμένου να δημιουργήσουν κλίμα σε βάρος των πολιτών, με απώτερο στόχο την ευνοϊκή γι αυτούς κρίση των ελληνικών δικαστηρίων, που θα επανεξετάσουν το θέμα, υπό το πρίσμα της απόφασης του ΔΕΕ.
Η κεντρική ιδέα της εξαιρετικά σημαντικής απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εστιάζεται στην προστασία του καταναλωτή, η οποία ενισχύεται από την ευρωπαϊκή οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες, ενώ σε μία από τις σκέψεις καταλήγει ότι σε καμία περίπτωση Εθνικό Δικαστήριο δεν μπορεί εμμέσως να στηριχθεί σε άλλες διατάξεις της οδηγίας που δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο, με συνέπεια να αποβούν σε βάρος των καταναλωτών.
Η δυσκολία της κατανόησης της επίμαχης, σημαντικής απόφασης του ΔΕΕ, για το ευρύ κοινό, άφησε περιθώρια σε κύκλους των τραπεζών να διοχετεύσουν στα ΜΜΕ παραποιημένα στοιχεία της απόφασης, καθώς έχουν δώσει μάχη στα εθνικά δικαστήρια σε βάρος των περίπου 70.000 δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο, όταν πολλές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Ισπανία Σερβία κλπ.) τους έχουν δικαιώσει.
Το «Δικαστικό Ρεπορτάζ» παραθέτει μία πρώτη αναλυτική και σαφή εκτίμηση της απόφασης, όπως αναρτήθηκε στο site του επιστημονικού Ινστιτούτου «Ευνομία» και υπογράφεται από τη δικηγόρο Αριάδνη Νούκα, η οποία ήταν νομική παραστάτης σε υπόθεση που εκδικάστηκε στον Αρειο Πάγο, σε ολομέλεια, και όπως προκύπτει από το ΔΕΕ, στηρίχτηκε σε εσφαλμένες παραδοχές.
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η απόφαση του ΔΕΕ εκδόθηκε ύστερα από προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν από κατώτερο δικαστήριο, όπως το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ενώ ο Αρειος Πάγος περιορίστηκε στην….αυθεντία του, υιοθετώντας τις απόψεις των τραπεζών.
<Εκδόθηκε την 21-12-2021 η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-243/20, η οποία απάντησε σε συγκεκριμένα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε υπόθεση δανείου σε ελβετικό φράγκο.
Σημειώνεται ότι , το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών συντάχθηκε με την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην απόφαση υπ΄αριθμό. 4/2019 και αποφάσισε την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων εκφράζοντας επιφυλάξεις για την ορθότητα της κρίσης της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του ΑΠ .
Το ΔΕΕ με τις σκέψεις και τις απαντήσεις του και πάντα στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων που τέθηκαν ενώπιον του, αφενός αποφαίνεται ότι, ερμηνεία και κρίση, όπως αυτή της απόφαση της ΟλΑΠ 4/2019 είναι εσφαλμένη και αφετέρου επιβεβαιώνει την δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και σε περιπτώσεις καταχρηστικών ρητρών , οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.
Ειδικότερα :
Α. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΑΠ 4/2019
1. H απόφαση της Ολ ΑΠ 4/2019 έκρινε ότι η εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, παρά το γεγονός ότι δεν μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη, εντούτοις ενσωματώθηκε εμμέσως σ΄αυτήν, δεχόμενη επί λέξει ότι:
«.. παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εντούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στην ρύθμιση του άρθρου 2 παρ 6 του νόμου 2251/1994, βάση μιας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας »
Το ΔΕΕ απεφάνθη ότι μία τέτοια κρίση εθνικού δικαστηρίου είναι μη ορθή αναφέροντας επί λέξει στην σκέψη 49 ότι :
«στην περίπτωση που το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το οποίο έχει ως σκοπό να ορίσει το πεδίο εφαρμογής της, δεν έχει μεταφερθεί τυπικά, μέσω ρητής και ειδικής διάταξης, στην έννομη τάξη του κράτους μέλους, τα δικαστήριά του δεν μπορούν να κρίνουν ότι η διάταξη αυτή ενσωματώθηκε εμμέσως στην έννομη τάξη μέσω της μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα οποία δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο.»
Επομένως, σύμφωνα με την ως άνω παραδοχή του ΔΕΕ, η ΟλΑΠ4/2019 δεν μπορούσε να αχθεί στην ανωτέρω κρίση , η οποία για τον λόγο αυτό καθίσταται μη ορθή. .
Δοθέντων τούτων, οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με αυτό το σκεπτικό επίσης δεν είναι ορθές και όσες εκδοθούν στο μέλλον δεν μπορούν να στηρίζονται στην νομολογία που δημιούργησε μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ , ως προς αυτό το ζήτημα στην απόφαση ΟλΑΠ 4/2019.
2. H απόφαση της ΟλΑΠ 4/2019 επίσης δέχτηκε ότι:
« … κατά την Οδηγία 93/13 συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μίας χώρας – μέλους, εξ΄ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, ως γενικοί όροι συναλλαγών»
Το ΔΕΕ, εν προκειμένω, επισημαίνει αρχικά, ότι όροι που απηχούν διατάξεις εθνικού δικαίου εξαιρούνται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας. Ωστόσο, υπενθυμίζει ότι, τα εθνικά Δικαστήρια πρέπει να εφαρμόζουν μία σειρά κριτηρίων, τα οποία παραθέτει, προκειμένου να ελέγξουν προκειμένου να καταλήξουν σε κρίση, εάν ένας ΓΟΣ απηχεί ή όχι διάταξη εθνικού δικαίου, δηλαδή εάν ένας ΓΟΣ είναι πράγματι δηλωτικός ή φαινομενικά δηλωτικός.
Συγκεκριμένα στις σκέψεις 37 και 39 εδ α κρίνει επί λέξει ότι :
σκ 37 «Εναπόκειται στα επιλαμβανόμενα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν αν η συγκεκριμένη ρήτρα εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 με γνώμονα τα κριτήρια που έχει καθορίσει το Δικαστήριο, ήτοι λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την όλη οικονομία και τους όρους των οικείων συμβάσεων δανείου, καθώς και το νομικό και το πραγματικό πλαίσιο, στο οποίο αυτές εντάσσονται, αλλά και συνεκτιμώντας παράλληλα ότι, δεδομένου του σκοπού προστασίας των καταναλωτών τον οποίο επιδιώκει η οδηγία, η εξαίρεση του άρθρου της 1, παράγραφος 2, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψεις 30 και 31)».
και
σκ. 39 εδ α «Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει, εφαρμόζοντας τα κριτήρια που εκτίθενται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, αν οι αμφισβητούμενες ενωπιόν του ρήτρες πράγματι απηχούν, στο σύνολο τους, διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, δεδομένου ότι, από τις ρήτρες αυτές, εκείνες που δεν εμπίπτουν σε αυτόν τον χαρακτηρισμό δεν μπορούν να εξαιρεθούν εξ αυτού του λόγου από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας …….»
Επομένως, η απόφαση της ΟλΑΠ 4/2019, η οποία δεν προέβει σε ελέγχο του ΓΟΣ με γνώμονα τα κριτήρια που το ΔΕΕ απαιτεί, δεν συμπορεύθηκε με την νομολογία του ΔΕΕ. Αρκέστηκε να κρίνει ότι, εξ ορισμού ο ως άνω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Δεν έλεγξε με γνώμονα τα κριτήρια που έθεσε το ΔΕΕ, αν πρόκειται για πράγματι δηλωτικό και όχι για «φαινομενικά δηλωτικό» όρο.
Δοθέντων τούτων, οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί χωρίς να εφαρμόσουν τα κριτήρια που θέτει η απόφαση του ΔΕΕ έρχονται σε αντίθεση με την νομολογία του και όσες εκδοθούν στο μέλλον πρέπει δεσμευτικά να προβαίνουν σε εφαρμογή των ανωτέρω κριτηρίων κατά την εξέταση του δηλωτικού χαρακτήρα των αμφισβητούμενων ΓΟΣ, προκειμένου να μην αποκλίνουν από τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτει το ΔΕΕ.
Β. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ
Το ΔΕΕ επισήμανε καταρχήν ότι, δεν μεταβάλλεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 που είναι ενιαίο για όλα τα κράτη μέλη από το γεγονός, ότι δεν έχει μεταφερθεί τυπικά σε εθνικό δίκαιο η διάταξη της οδηγίας που προβλέπει την εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας, εντούτοις διευκρίνισε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξακολουθούν να διατηρούν την δυνατότητα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον η εφαρμογή αυτή συμπορεύεται με τους σκοπούς που επιδιώκει η Οδηγία και οι Συνθήκες, παρέχοντας κατ’ αυτό τον τρόπο υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή.
Η κρίση αυτή του ΔΕΕ αποτυπώνεται στις σκέψεις 45 και 62, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
σκ 45 :«Πράγματι, η μη μεταφορά της διάταξης αυτής δεν μπορεί να μεταβάλει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, το οποίο πρέπει κατ’ αρχήν να είναι το ίδιο σε όλα τα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη των προσαρμογών που επιτρέπει το δίκαιο της Ένωσης. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη διατηρούν, ειδικότερα, τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας, ως κανόνες του εσωτερικού δικαίου, σε περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον η εφαρμογή αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία και με τις Συνθήκες (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Condominio di Milano, via Meda, C‑329/19, EU:C:2020:263, σκέψεις 32 έως 38)».
και
σκ 62 : «…. πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας σε περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον η εφαρμογή αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία και με τις Συνθήκες (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Condominio di Milano, via Meda, C‑329/19, EU:C:2020:263, σκέψη 37)».
Μάλιστα το ΔΕΕ παραπέμπει για την άνω θέση του σε πρόσφατη προγενέστερη απόφαση του, (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Condominio di Milano, via Meda, C‑329/19, EU:C:2020:263, σκέψη 37) βάση της οποίας κρίθηκε ότι, εθνικό δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει τις προστατευτικές διατάξεις της Οδηγίας 93/13 ακόμη και σε πρόσωπο που εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της, επειδή δεν εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή, για τον λόγο ότι το εθνικό δικαστήριο κρίνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο, συμπορεύεται με τους σκοπούς της Οδηγίας και δεν αντιτίθεται στις διατάξεις της που αφορά το πεδίο εφαρμογής της.
Ως εκ τούτων, από τις παραπάνω παραδοχές του ΔΕΕ, προκύπτει ότι, είναι ανοικτός ο δρόμος και δεν εμποδίζονται τα εθνικά δικαστήρια, ερμηνεύοντας την εθνική νομοθεσία (ν. 2251/1994), να προχωρήσουν σε έλεγχο καταχρηστικότητας των δηλωτικών όρων παρ’ ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, διότι τούτο δεν αντιτίθεται στην Οδηγία και συμπορεύεται με τους σκοπούς της και κατατείνει στην διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών> .