«Το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης είναι υπαρκτό και μεγάλο, απαξιώνει την Ελληνική Δικαιοσύνη και είναι και διεθνώς διεγνωσμένο από το πλέον αρμόδιο όργανο, το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και επομένως, άρνηση ή συγκάλυψή του δεν νοείται», υπογράμμισε ο γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθανάσιος Ράντος στην ημερίδα της «Κίνησης Επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης», με θέμα: «Τρεις δικαστές και εισαγγελείς συζητούν για τη βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης». Κατά τις εργασίες της ημερίδας, που διεξήχθη στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, ομιλητές ήταν, εκτός του κ. Ράντου, ο επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Μαρκής και ο επίτιμος αρεοπαγίτης και πρόεδρος της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών Ιωάννης Χαμηλοθώρης, ενώ χαιρετισμό απηύθυναν ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Κώτσηρας και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων του κράτους και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός. Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάκης Τσιμπούκης, ενώ μεταδόθηκε από το protothema.gr και το dikastiko.gr.
Στον χαιρετισμό του ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Κώτσηρας, μεταξύ άλλων επισήμανε: «Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και τιμή που απευθύνω χαιρετισμό στη σημερινή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση της σημαντικής πρωτοβουλίας “Κίνηση Επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης (Κ.Ε.Δ.)” που ιδρύθηκε με σκοπό να συνδράμει με ποικίλους τρόπους στην αντιμετώπιση ενός υπαρκτού προβλήματος για την άμβλυνση του οποίου έχουν ομολογουμένως αναληφθεί σημαντικές προσπάθειες τα τελευταία έτη. Η κατάρτιση, το κύρος και η μακρόχρονη εμπειρία των ομιλητών αποτελούν εγγύηση για την εξαγωγή συμπερασμάτων τα οποία θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν από την Πολιτεία κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών του. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να συγχαρώ τον Παναγιώτη Τσιμπούκη για την πρωτοβουλία και τη συνεχή προσπάθειά του για την ανάδειξη των θεμάτων της Δικαιοσύνης στο δημόσιο διάλογο».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία», σημείωσε «πως η ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί ένα ζήτημα πολυπαραγοντικό, πολυδιάστατο με αίτια εξωγενή και ενδογενή, συνδεόμενο με διαχρονικές παθογένειες. Αδιαμφισβήτητα κάθε πρωτοβουλία που συμβάλλει στη βελτίωση του χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης έχει πολλαπλά οφέλη μιας και ενισχύει στη συνείδηση των πολιτών τον θεσμό της Δικαιοσύνης, συντελεί στην ενίσχυση της ανάπτυξης, αλλά και ανυψώνει το διεθνές κύρος της χώρας ως κράτους δικαίου».
Ο κ. Κώτσηρας συνέχισε λέγοντας ότι «οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο χώρος της Δικαιοσύνης είναι χώρος ευαίσθητος και οι πρωτοβουλίες εκ μέρους της Πολιτείας πρέπει να είναι στοχευμένες, προσεκτικές και αποτελεσματικές.Στην απονομή Δικαιοσύνης συμβάλλουν άμεσα και έμμεσα πλήθος παραγόντων, με άμεση εν τέλει επιρροή στην ίδια την κοινωνία, και για τον λόγο αυτό οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για την επιτάχυνση απονομής της θα επιτύχει όταν γίνεται με όρους συλλογικού και εμπροσθοβαρούς εγχειρήματος, με εξωστρέφεια, καλόπιστη αντιμετώπιση του προβλήματος και ουσιώδη βούληση για βελτίωση του περιβάλλοντος εντός του οποίου πραγματώνεται η ιερή διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης». «Αντιλαμβανόμενο πλήρως τα παραπάνω, το υπουργείο Δικαιοσύνης ως ο κύριος μοχλός πρωτοβουλιών εκ μέρους της Πολιτείας με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Τσιάρα έχει προχωρήσει σε σημαντικές πρωτοβουλίες και η πρόοδος που έχει σημειωθεί αποτυπώνεται και στην ετήσια έκθεση για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα του έτους 2020-2021», είπε και συμπλήρωσε: «Σε αυτήν απεικονίζονται σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στην ψηφιοποίηση και κατ΄ επέκταση στην επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης κατά το 2020. Επίσης, γίνεται αναφορά στη βελτίωση του μέσου όρου εμπιστοσύνης των πολιτών και των επιχειρήσεων στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης καθώς και στη δημιουργία ειδικών τμημάτων δικαστηρίων. Δεδομένου ότι οι προκλήσεις παραμένουν, το υπουργείο Δικαιοσύνης συνέχισε την προσπάθεια λαμβάνοντας πρωτοβουλίες και προχωρώντας σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης ταχύτερο και πιο αποτελεσματικό».
Από την πλευρά του ο γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθανάσιος Ράντος, μεταξύ των άλλων, επισήμανε: «Το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης είναι υπαρκτό και μεγάλο, απαξιώνει την Ελληνική Δικαιοσύνη και είναι και διεθνώς διεγνωσμένο από το πλέον αρμόδιο όργανο, το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και επομένως, άρνηση ή συγκάλυψή του δεν νοείται», προσθέτοντας: «Το πρόβλημα είναι δομικό, βαθύ, έχει πολλά αίτια και δεν λύνεται αμέσως, «με ένα νόμο και ένα άρθρο»». Υπογραμμίζοντας στην συνέχεια: «Λύση είναι μόνον εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις και κυρίως αλλαγή νοοτροπίας δικηγόρων και δικαστών. Χωρίς αλλαγή νοοτροπίας, και «περιμένοντας την κάθε μεταρρύθμιση στη γωνία», αφού έχουμε με κάθε δυνατό τρόπο υπονομεύσει την εφαρμογή της, για να ξαναφέρουμε στην πρώτη δυσκολία το παλιό, αποτυχημένο μεν σύστημα που όμως μας διευκόλυνε, τίποτε δεν μπορεί να γίνει».
Παράλληλα, ο κ. Ράντος πρότεινε, μεταξύ των άλλων, συνδυαστικά να υλοποιηθούν:
-Αλλαγές στους κανονισμούς των δικαστηρίων και αύξηση συζητουμένων υποθέσεων
-Ανακατανομές αρμοδιοτήτων μεταξύ δικαστηρίων
-Περιορισμός των ενδίκων μέσων
-Μείωση πολυμελών συνθέσεων
-Περιορισμός επ΄ ακροατηρίου διαδικασιών (και αντικατάσταση με συμβούλια)
-Ο διάδικος ο οποίος ανυπαίτια σύρεται στα δικαστήρια να του επιδικάζεται η αμοιβή του αντιδίκου δικηγόρου (εκτός των παραβόλων)
– Όχι πάντως στην σημαντική αύξηση του αριθμού των δικαστών, στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλος αριθμός δικαστών σε σχέση με τις λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες
– Νομοθετικός περιορισμός των αναβολών (π.χ. στο ΣτΕ έως 6 αναβολές), «δεν νοείται απεριόριστος αριθμός αναβολών»
– Όχι καταχρεώσεις υποθέσεων, είναι «θάνατος για τη Δικαιοσύνη»
-Κυρώσεις ευέλικτες και έξυπνες σε αμελείς δικαστές, όχι όμως άμεσες απολύσεις, αλλά παρακράτηση αποδοχών, κ.λπ.
-Επιτήρηση και άσκηση ελέγχου από κάθε προϊστάμενο Τμήματος (χρεώσεις και εκδόσεις αποφάσεων, κ.λπ.)
-Θετικός ο θεσμός των βοηθών δικαστών (επίκουροι δικαστές)
Ακόμη, ο κ. Ράντος τόνισε: «Θα είμαι σκληρός: Δικαστές και δικηγόροι και δικαστικοί υπάλληλοι συμπεριφέρονται ενίοτε σαν επαγγελματικές ομάδες, των οποίων μόνο μέλημα είναι η διασφάλιση των «δικαιωμάτων», δηλαδή συμφερόντων, των μελών, με πλήρη αδιαφορία για τα συμφέροντα της κοινωνίας και των διαδίκων, του πολίτη, χάριν των οποίων εν τούτοις υπάρχουν. και που, στο κάτω – κάτω της γραφής, τους (μας) «πληρώνουν»: (Δικηγόροι: περιλάλητη δικηγορική ύλη, πολλές δίκες σε πολλούς βαθμούς, αμοιβές. Δικαστές: μεγαλύτερες αμοιβές, περισσότεροι διορισμοί, με λιγότερη κατά το δυνατόν απασχόληση, αδιαφορία για τον χρόνο διεκπεραίωσης μιάς υποθέσεως). Δεν νοείται, πλέον, η άρνηση του ζητήματος. Ούτε αρκεί μόνον η λεκτική παραδοχή του χωρίς πρόταση μέτρων αλλά, κυρίως, δεν μπορεί να προβάλλεται μεν αορίστως η ανάγκη λήψης μέτρων, με παράλληλη όμως άρνηση κάθε προτεινόμενου μέτρου ως αντισυνταγματικού, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα. Μεγαλύτερη αντισυνταγματικότητα από την μη απονομή δικαιοσύνης δεν υπάρχει. Τα εύκολα μέτρα έχουν ληφθεί από χρόνια. Απομένουν μπροστά μας μόνον τα δύσκολα… Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει την άκριτη αποδοχή κάθε υποβαλλόμενης προτάσεως ούτε την εξαναγκασμένη παραδοχή της συνταγματικότητας διατάξεων που είναι όντως αντισυνταγματικές».
Ο επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Μαρκής, μεταξύ των άλλων, αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετώπισε κατά τις ανά την Ελλάδα επιθεωρήσεις που διεξήγαγε κατά την εισαγγελική του πορεία και επισήμανε την αναγκαιότητα αλλαγής του τρόπου επιθεώρησης των δικαστών και εισαγγελέων. Παράλληλα, ανέφερε ότι για να επιτευχθεί επίσπευσης της Δικαιοσύνης, πρέπει να πληρωθούν τα κενά των δικαστικών υπαλλήλων. Σε άλλο σημείο επισήμανε ο κ. Μαρκής, ότι για να επέλθει επιτάχυνση στην Δικαιοσύνη, πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα των ενδίκων μέσων, έτσι ώστε να υπάρξει κάποιος φραγμός και να τεθούν κάποια κριτήρια προκειμένου να μη φθάνουν όλες οι υποθέσεις στον Άρειο Πάγο. Κλείνοντας, ο κ. Μαρκής δήλωσε μη αισιόδοξος για την επίλυση του προβλήματος επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «έτσι θα συνεχίσουμε να σερνόμαστε» και προσέθεσε: «Τα πράγματα χειροτερεύουν και πολύ φοβάμαι ότι και θα εξακολουθήσουν να χειροτερεύουν».
Ο επίτιμος αρεοπαγίτης και πρόεδρος της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών Ιωάννης Χαμηλοθώρης κατ΄ αρχάς επισήμανε ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη είναι σε υψηλό επίπεδο, αλλά υπάρχει μια μειοψηφία δικαστών που χαλάει την εικόνα της Δικαιοσύνης, προσθέτοντας ότι οι καθυστερήσεις οδηγούν σε αρνησιδικία. Ακόμη, εξέφρασε την άποψη ότι μερικά από τα προβλήματα που συμβάλουν στην καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης είναι το ωράριο των δικαστηρίων, καθώς οι δικαστικοί υπάλληλοι 3 μ.μ. κατεβαίνουν από την έδρα, η συνεχείς αύξηση των θέσεων των δικαστών (ο αριθμός των Ελλήνων δικαστών είναι στην πρώτη τριάδα Ευρωπαϊκών χωρών) και ο μεγάλος αριθμός των δικηγόρων. Την ίδια στιγμή, τάχθηκε κατά της πρότασης για αύξηση των παραβόλων και δικαστικών εξόδων, καθώς λειτουργεί σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, ενώ τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ειδικών Τμημάτων που θα ασχολούνται με συγκεκριμένα αντικείμενα.
Παράλληλα, ο κ. Χαμηλοθώρης έκανε μια καινοτόμο πρόταση. Την σύσταση του «Παρατηρητηρίου της Δικαιοσύνης» που θα λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή και θα παρακολουθεί την λειτουργία της Δικαιοσύνης σε όλο το φάσμά της, θα συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία και δεν θα έχει δικαίωμα παρέμβασης στην λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός τόνισε ότι «οι καθυστερήσεις στην Δικαιοσύνη δεν αποτελούν απλώς εσωτερικό πρόβλημα του δικαστικού συστήματος, έχουν μείζονες συνέπειες στην κοινωνία, την οικονομία και το κράτος δικαίου. Όταν η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται ή απονέμεται με υπερβολική καθυστέρηση, κλονίζεται η ασφάλεια δικαίου και δοκιμάζεται η κοινωνική ειρήνη. Οι συνέπειες είναι φανερές σε όλους τους δικαιοδοτικούς κλάδους. Στην ποινική δικαιοσύνη η τιμωρία του θύτη καθίσταται ανεπίκαιρη και ταλαιπωρούνται αδικαιολόγητα τα θύματα. Στη διοικητική δικαιοσύνη εκτός από τα συμφέροντα του πολίτη, θίγονται ταυτόχρονα και η αποτελεσματικότητα, καθώς και την αξιοπιστία της διοίκησης, και εν τέλει το δημόσιο συμφέρον, που επιτάσσει την ταχεία εκκαθάριση των διοικητικών εκκρεμοτήτων και τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων».
Ακόμη, ο πρόεδρος του ΔΣΑ επισήμανε: «Η βραδεία απονομή της δικαιοσύνης ανάγεται σε δύο κυρίως λόγους: α) στις τεράστιες καθυστερήσεις στον προσδιορισμό δικασίμων ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων (π.χ. νέα τακτική διαδικασία, διοικητικές διαφορές ουσίας, ποινικές υποθέσεις) και β) στην καθυστέρηση έκδοσης των αποφάσεων από ορισμένους (ευτυχώς λίγους) δικαστές. Δυστυχώς τα προβλήματα αυτά επισημαίνει εδώ και πολλά χρόνια με τον πλέον εμφαντικό τρόπο το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση όσον αφορά τις καταδίκες από για παραβίαση του “εύλογου χρόνου” απονομής της δικαιοσύνης, μετά την Ιταλία και την Τουρκία».
Επιπλέον δεν παρέλειψε να αναφέρει πως « Πράγματι, πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στη χώρα μας, όταν: ο προσδιορισμός των εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων γίνεται για το 2025 και των ανακοπών για το 2027; Η δικαστική απόφαση, την οποία εναγωνίως αναμένει ο πολίτης, εκδίδεται μετά από 20 ή και πλέον μήνες, ακόμα και σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων; Για να εκδοθεί η απόφαση έχει προηγηθεί αποχρέωση και επαναχρέωση σε άλλους δικαστές για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε; Στην ποινική Δικαιοσύνη οι προκαταρκτικές εξετάσεις και η διαδικασία των συμβουλίων διαρκούν επί έτη και οι υποθέσεις φθάνουν να δικάζονται στο όριο της παραγραφής, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται ήδη από την προδικασία, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου; Οι αγωγές αρμοδιότητας Διοικητικού Πρωτοδικείου προσδιορίζονται μετά από 3-4 χρόνια και εκδίδονται επ’ αυτών αμετάκλητες εκτελεστές αποφάσεις μετά από 10-15».