Η επέτειος του Ολοκαυτώματος, μ’ έφερε ενώπιον προσωπικής και οικογενειακής ευθύνης.
Είναι γνωστός στην τοπική κοινωνία ο βαρύς φόρος αίματος της οικογένειάς μου. Αναφέρομαι στην επάρατη 13η Σεπτεμβρίου 1943 όπου στη Λυγιά της Βιάννου, τα στρατεύματα κατοχής των Ναζί εκτέλεσαν την Αικατερίνη Μηλιαράκη (αδελφή του πατέρα μου), τον Εμμανουήλ Μηλιαράκη (αδελφό του πατέρα μου, που διασώθηκε εφόσον οι τρεις σφαίρες που δέχθηκε δεν έπληξαν ζωτικό όργανο), καθώς και άλλα δέκα τέσσερα (14) μέλη της στενής οικογένειας.
Του Πέτρου Μηλιαράκη*
Το πλήγμα στην οικογένειά μου αφορά συνολικώς σε δέκα έξι (16) εκτελεσθέντες, ενώ η πατρική μου οικία, δεν τέθηκε απλώς στη γέεννα του πυρός, αλλά επειδή βρέθηκαν γαλλικά και αγγλικά βιβλία ανατινάχθηκε εκ θεμελίων.
ΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΛΥΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΑΝΝΟ
Ας επανέλθουμε όμως στο εκτελεστικό απόσπασμα της 13ης Σεπτεμβρίου 1943, όπου πρώτη εξαδέλφη του πατέρα μου, επτά μηνών έγκυος δέχθηκε τη ριπή του πολυβόλου. Η ριπή αυτή προκάλεσε διάρρηξη της κοιλιακής χώρας με συνέπεια «να έλθει στον κόσμο» ένας άνθρωπος, για να ζήσει δευτερόλεπτα ανάμεσα στην Κόλαση και στον Παράδεισο!..
Στο ίδιο εκτελεστικό απόσπασμα επέζησε επίσης και ο Θάνος Παπαδημητρόπουλος. Είναι ο σύζυγος της προαναφερόμενης πρώτης εξαδέλφης του πατέρα μου, του διασωθέντος θείου μου, και της εκτελεσθείσας θείας μου. Υπ’όψιν ότι στο συγκεκριμένο εκτελεστικό απόσπασμα της Λυγιάς είναι δύο οι διασωθέντες: ο Εμμανουήλ Μηλιαράκης και ο Θάνος Παπαδημητρόπουλος.
Οι Γερμανοί προς ώρας απομακρύνθηκαν, οπότε η γενναία Νοδαράκαινα από τον Άγιο Βασίλειο που από μακριά παρακολουθούσε την εκτέλεση, προσέτρεξε και περιέσωσε το θείο μου Εμμανουήλ Μηλιαράκη απομακρύνοντάς τον (η τσικουδιά-ρακί ήταν το αντιβιοτικό για τις πληγές). Ο Θάνος Παπαδημητρόπουλος μετά από λίγα λεπτά συνήλθε από λιποθυμία και ελαφρύ τραυματισμό.
Οι Γερμανοί που επέστρεψαν γελώντας και γευματίζοντας, συνέλαβαν το Θάνο Παπαδημητρόπουλο τον οποίο ανέμενε στη συνέχεια το φρικιαστικό Μαουτχάουζεν.
Στο Μαουτχάουζεν συνυπήρξε επίσης με το θείο μου Σήφη Μηλιαράκη. Την ιστορία γνωρίζω πολύ καλά από αξιόπιστες αφηγήσεις, καθόσον: ο πατέρας μου Ιωάννης Μηλιαράκης (που διασώθηκε τελώντας υπό την προστασία ένοπλων καλόγερων της Ιεράς Μονής Επανωσήφη), ο θείος μου Εμμανουήλ Μηλιαράκης, αλλά και ο Θάνος Παπαδημητρόπουλος, και οι τρεις ήταν νομικοί, ενώ ο θείος μου Σήφης Μηλιαράκης ήταν χημικός. Αναφέρομαι σε επιστήμονες, και προσωπικότητες με παιδεία και ατομικό κύρος.
Ωστόσο πριν περίπου έναν χρόνο στα χέρια μου έπεσε ένα βιβλίο του οποίου την επιμέλεια είχε αναλάβει ο ιστορικός Αντώνης Κ. Σανουδάκης. Το βιβλίο αυτό επιγράφεται: ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ-ΣΗΦΗ ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ
Το βιβλίο αυτό, στις 133 σελίδες του, αφορά αφήγηση του θείου μου Σήφη Μηλιαράκη, ενώ στο «επίμετρο», υπάρχει πλούσιο υλικό ιστορικού ενδιαφέροντος. Λόγω χώρου, δεν μπορεί να γίνει αναπαραγωγή σημαντικών αποσπασμάτων του κειμένου, ενώ πράγματι προβληματίζει «ποια» αποσπάσματα μπορεί να είναι τα πιο χαρακτηριστικά-αντιπροσωπευτικά.
Αντιγράφω λοιπόν από το προαναφερόμενο βιβλίο τα παρακάτω, προφανώς αδικώντας την υπόλοιπη αφήγηση:
ΟΙ ΕΞΗΝΤΑ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο Σήφης Μηλιαράκης αφηγείται για τους Εξήντα Δύο Μάρτυρες και το σαμποτάζ του αεροδρομίου του Ηρακλείου, τα εξής:
«Τον Ιούνιο του χίλια εννιακόσια σαράντα δύο έγινε σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου και κατεστράφησαν πολλά αεροπλάνα γερμανικά, τα οποία ήσαν εκεί.
Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ. Το οποίο οφείλονταν κυρίως σε Άγγλους στρατιώτες, Γάλλους και στον Κωστή τον Πετράκη.
Σαν αντίποινα ήταν η εκτέλεση των εξήντα δύο Μαρτύρων. Η αντίστασις του πληθυσμού, τα χίλια εννιακόσια σαράντα τρία έχει φθάσει στο ζενίθ.
Οι Γερμανοί έχουν γίνει έξαλλοι και προβαίνουν σε αντίποινα και συλλήψεις διαφορών πολιτών-πατριωτών οι οποίοι εθωρούντο ως ύποπτοι.
Έτσι και μένα με συνέλαβαν στις δεκαπέντε Ιουνίου του χίλια εννιακόσια σαράντα τρία μαζί με άλλους.»…
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ
Οι λεπτομέρειες που αφορούν στη σύλληψη του Σήφη Μηλιαράκη και η περιπέτεια της «διαδρομής» του ως το Μαουτχάουζεν, μου επιτρέπουν το παρακάτω απόσπασμα:
«Φύγαμε λοιπόν βράδυ ήτανε. Φύγαμε και όταν μπήκαμε μέσα στο σερβικό έδαφος, μέσω Σερβίας ταξιδεύαμε, σταματάει το τρένο και ακούω τη φράση
-Μπαντίτ Μηλιαράκης!!
Δηλαδή ληστής.
-Να βγει έξω!
Ανοίγουν όλα, με βρίσκουν, με βγάζουνε έξω. Στρατιώτης Γερμανός ήτανε. Μου λέει:
-Γκέε!
Και μ’ έσπρωχνε προς τα χωράφια μέσα και μου ‘βαλε το όπλο πίσω, την κάννη του όπλου στην πλάτη.
Περίμενα, βέβαια, από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο την εκπυρσοκρότηση. Αλλά τίποτ’ απ’ αυτό δεν έγινε.
Με προχώρησε καμιά δεκαπενταριά, είκοσι μέτρα, κι ύστερα μου λέει:
-Τσουρίκ!
Πίσω!»…
ΕΔΩ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ!
«Πρώτη Νοεμβρίου, έφθασα στο Μαουτχάουζεν. Όλο το διάστημα μείναμε στο Ζεμούν.
Εκεί δεν μας πειράζαν μας, αλλά τρώγαμε μια σούπα κάθε μέρα, τίποτ’ άλλο και λίγο ψωμί. Δεν περνούσαμε καλά, βέβαια. Λίγο ψωμί μας δίνανε το βράδυ, λίγο λίπος μ’ ένα κομμάτι ψωμί. Το μεσημέρι ήταν σούπα.
Τα τρόφιμα δεν ήταν αρκετά. Αλλά εκεί είδαμε πάρα πολλά εγκλήματα των Γερμανών. Τα εγκλήματα, τα οποία είναι άνευ προηγουμένου.
Μια μέρα εφεραν να κρεμάσουν μερικούς και έγινε ολόκληρη τελετή. Μας συνέταξαν, σταθήκαμε προσοχή να παρακολουθήσουμε το κρέμασμα…
Προτού μπούμε στο στρατόπεδο μέσα, το οποίον ήταν περιτειχισμένο με ηλεκτροφόρα σύρματα, δεξιά ήταν ένας λόφος. Δεξιά, έσω από το στρατόπεδο ήταν οι παράγκες των Ες-Ες, της φρουράς.»…
Ο ΘΑΛΑΜΟΣ ΤΩΝ ΑΕΡΙΩΝ
Τα φρικιαστικά που διηγείται ο Σήφης Μηλιαράκης για το Μαουτχάουζεν, αντί πολλών εστιάζουν και στα εξής:
«Είδα μια ράβδο, με την οποία μετρούσαν το ύψος των ανθρώπων και εκεί από κάτω η ράβδος αυτή είχε μια βελόνα, η οποία έπεφτε προς τα κάτω, μέσα στον εγκέφαλο του δήθεν υπό παρατήρησιν και τον πέθαινε. Η βελόνα δηλαδή έμπαινε μέσα στον εγκέφαλο και εφόνευε τον άνθρωπο. Αυτό είδα, μετά την απελευθέρωση βέβαια που πήγα και είδα τα πόστα, τα εργαλεία.
Επίσης είδα τον θάλαμο των αερίων. Ήταν πλακάκια όλος έως απάνω. Είχε καταιονητήρες αερίων, ανοίγανε το υδροκυάνιο και τους πεθαίνανε, αερίζανε κατόπιν τον θάλαμο, τους παίρναν αποκεί. Δηλαδή ήταν ο φούρνος που τους καίγανε. Για να λύσουν το πρόβλημα τους, τι θα κάνουν τους νεκρούς. Για σκέψου πόσα χωράφια; Η Γερμανία δεν θα’φθανε όλη για να κάμουνε τάφους.»…
Η ΣΚΑΛΑ Η ΠΛΑΤΙΑ- ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ
Ο Σήφης Μηλιαράκης αφηγείται για την περίφημη «Σκάλα την Πλατιά» τα εξής:
«Κάποτε μας πήγαν τους νοσοκόμους όλους σε ένα μέρος για να πάρομε εισερχόμενους ασθενείς και κατεβήκαμε από μια σκάλα με εκατόν ογδόντα σκαλοπάτια που εκεί κάτω περνούσε το τρένο, η γραμμή τρένου, προς τη Βιέννη.»…
Ωστόσο, στο σημείο αυτό δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ποίηση του επίσης κρατούμενου στο Μαουτχάουζεν Ιάκωβου Καμπανέλλη, που έχει μελοποιηθεί από το Μίκη Θεοδωράκη και που αναφέρεται στον «Αντώνη», όπου:
«Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου…»
«Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδω
βράχο διπλό κουβάλα»…
ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ
Όπως αφηγείται και ο θείος μου Σήφης Μηλιαράκης, στο Μαουτχάουζεν γινόταν απαλλοτρίωση όλων των τιμαλφών-προσωπικών αντικειμένων, που είχαν μαζί τους οι κρατούμενοι του στρατοπέδου. Άγνωστο «τι» ελάμβανε χώρα στη συνέχεια, συνεπεία αυτής της απαλλοτρίωσης.
Όμως όταν με την απελευθέρωση επέστρεψαν στο Μαουτχάουζεν ο Σήφης Μηλιαράκης και ο Θάνος Παπαδημητρόπουλος, ψάχνοντας να εντοπίσουν εάν τα προσωπικά τους αντικείμενα είχαν διασωθεί, ο Σήφης Μηλιαράκης αφηγείται: «ο μόνος που βρήκε κάτι εκεί ήταν ο Παπαδημητρόπουλος, τη βέρα του.» Η βέρα που φορούσε ο Θάνος Παπαδημητρόπουλος, και που βρέθηκε εκεί αναλλοίωτη, ήταν η βέρα της αδικοσκοτωμένης συζύγου του και μητέρας του κυοφορούμενου τέκνου του!..
Ζητώ συγνώμη από τον αναγνώστη για τη συναισθηματική φόρτιση που χαρακτηρίζει το παρόν κείμενό μου. Να υποσχεθούμε όλοι: ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια ναζισμός!