Απροστάτευτοι δικαστικά βρίσκονται πολίτες, που διεκδικούν αποζημιώσεις από δημόσιο, γιατρούς, νοσοκομεία, οργανισμούς (ΔΕΗ, ΟΤΑ κλπ.), συκοφάντες ή τροχαία ατυχήματα και εργατικά ατυχήματα, καθώς αδυνατούν να πληρώσουν το δικαστικό ένσημο προκειμένου να διεξαχθεί η δίκη.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΤΖΩΡΤΖΙΑ ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ
Σε όλα τα δικαστήρια της χώρας ματαιώνονται δικαστικές υποθέσεις που αφορούν ζημιές που έχουν υποστεί οι πολίτες, γιατί το κράτος τους υποχρεώνει να καταβάλλουν 1% από την χρηματική απαίτηση που διεκδικούν. Το ποσοστό αυτό, σε απαιτήσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, άνω των 250.000 ανέρχεται σε 2.500 ευρώ, ποσό εξαιρετικά μεγάλο για εκατοντάδες πολίτες που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη ζητώντας δικαστική προστασία.
“Βουνό τα έξοδα” για το Δικαστικό ένσημο
Πολίτες, που υπέστησαν ανεπανόρθωτη βλάβη στην υγεία τους από ιατρικά λάθη αναγκάζονται να αποσύρουν τις αγωγές τους ή να μειώσουν τις απαιτήσεις τους στο ελάχιστο γιατί αδυνατούν να πληρώσουν το δικαστικό ένσημο. Περιπτώσεις αποζημιώσεων από κακοτεχνίες των ΟΤΑ ή Οργανισμών, όπως ή ΔΕΗ, που είχαν συνέπεια να καταστραφούν περιουσίες και οικίες απλών ανθρώπων δεν μπορούν να δικαστούν γιατί οι ζημιωθέντες είναι αδύνατον να πληρώσουν προκαταβολικά το δικαστικό ένσημο των απαιτήσεων τους. Έτσι αποκλείονται από τη δικαστική προστασία, την οποία το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει σε όλους.
Δύο δικαστήρια της χώρας, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Πάτρας έχουν κρίνει ότι η απαίτηση αυτή είναι αντισυνταγματική καθώς αποτρέπει τους οικονομικά αδύναμους να ασκήσουν αγωγές, πληρώνοντας προκαταβολικά και μάλιστα χωρίς να έχει αναγνωρισθεί το δικαίωμα τους για ικανοποίηση. Δηλαδή, να έχει κριθεί εάν δικαιούνται αποζημιώσεως ή όχι. Σε αντίθεση με τους οικονομικά ισχυρούς που είναι σε θέση να αναλάβουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης.
Δικαστικό ένσημο: Επανήλθε επί Ν.Δ.
Το λεγόμενο δικαστικό ένσημο σε ( αναγνωριστικές ) αγωγές με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, το οποίο αφορά, κατά κανόνα υποθέσεις με σοβαρές συνέπειες για έναν πολίτη, θεσπίστηκε για πρώτη φορά του 2012 με το δεύτερο μνημόνιο. Στη συνέχεια καταργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και επανήλθε στα τέλη του 2019 από τη Ν.Δ. Και μάλιστα επιβάλλεται και σε αγωγές που είχαν κατατεθεί πριν από την εφαρμογή του νέου νόμου. Η Ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας έχει επανειλημμένως ζητήσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης να καταργήσει τη σχετική διάταξη, ενώ οι δικηγόροι είχαν πραγματοποιήσει τον περασμένο Φεβρουάριο και αποχή από τα καθήκοντα τους για το θέμα αυτό. Ακόμη και σήμερα το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν δείχνει πρόθυμο να καταργήσει τη διάταξη, παρά το γεγονός ότι έχει κριθεί αντισυνταγματική, εμποδιζόμενο, όπως αφήνουν να φημολογείται, από το υπουργείο Οικονομικών.
Αντισυνταγματικότητες
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Πάτρας, με μία απολύτως εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκτός από την αντισυνταγματικότητα, αναφέρει ότι η σχετική ρύθμιση αντίκειται και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Συγκεκριμένα έχει κρίνει: «Η προκαταβολική, όμως, είσπραξη του τέλους με τον ν. 4640/2019 εκ μέρους του Δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζομένου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των αρθρ. 20παρ.1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου.
“Αδικία για τους οικονομικά αδύναμους”
Είναι σαφές, ότι η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο, πριν την αναγνώριση του δικαιώματος του δηλαδή σε ένα επισφαλέστατο για τον ίδιο στάδιο της διαδικασίας, μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης. Η επιβολή του δικαστικού ενσήμου σε πρώιμο και επισφαλές για τον διάδικο στάδιο δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας».
Στην αναδρομικότητα της επιβολής δικαστικού ενσήμου σε εκκρεμείς υποθέσεις εστιάζει η απόφαση του Πολυμελούς Θεσσαλονίκης, επισημαίνοντας των αντισυνταγματικότητα της. Ειδικότερα κρίθηκε: «Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 ου ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α’ 240) ,αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων , καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.»
Τι λέει το δικαστήριο
Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία καταψηφιστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του ν. 4640/2019 και την έτρεψε , ολικά ή εν μέρει, σε αναγνωριστική κατά τη συζήτησή της που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος, διότι αφενός εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να ασκήσουν εξαρχής αναγνωριστική αγωγή και όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή με πρόθεση, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους παρείχε ο νόμος, να την τρέψουν εγκαίρως σε αναγνωριστική, αφετέρου δυσχεραίνει το δικαίωμα τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα (βλ. για τα ανωτέρω ΠΠρΑθ 2554/2014, ΕλλΔνη 2015, σελ 882, ΠΠρΝαυπλ 150/2013 ΕλλΔνη 2013, σελ 542). Εξάλλου, η υιοθέτηση αυτής της λύσης αντιβαίνει ευθέως στον πάγιο νομολογιακό κανόνα ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 1418/2018 σε ΝΟΜΟΣ).».