- Ως απολύτως επαρκή προκειμένου να βεβαιωθεί η δολοφονία (μέσω ασφυξίας) της Μαλένας και της Ίριδας χαρακτηρίζουν τα στοιχεία του συνόλου της δικογραφίας οι δικαστές του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου που παρέπεμψε την κατηγορούμενη μητέρα από την Πάτρα. Στο σκεπτικό του βουλεύματος, το οποίο αποκαλύπτει η «Μ», επισημαίνεται ότι η κατηγορουμένη ούσα σε ψύχραιμη ψυχική κατάσταση αποφάσισε να προκαλέσει τον φρικτό θάνατο στα ίδια τα παιδιά της, διασφαλίζοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσουν και προσπαθώντας στη συνέχεια να συγκαλύψει την εγκληματική δράση της.Του ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ
Κόλαφος για την κατηγορουμένη το σκεπτικό των δικαστών: «Ήξερε τον ακριβή χρόνο που χρειαζόταν για να καταλήξουν τα θύματά της, προσπάθησε να συγκαλύψει το έγκλημα»
Οι κακώσεις που αγνόησαν οι ιατροδικαστές Χρ. Τσάκωνα και Αγγ. Τσιόλα και ο κομβικός ρόλος της θείας των παιδιών
Τα όσα καταγράφονται προκαλούν σοκ και δέος, καθώς όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται για τη Μαλένα η υπόδικη γυναίκα -η οποία φυσικά χαίρει του τεκμηρίου της αθωότητας- τη δολοφόνησε ενώ κοιμόταν, γνωρίζοντας ότι «ουδεμία αντίσταση δύνατο να προβάλει για την αυτοπροστασία της, καταλήγοντας σχεδόν άμεσα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά, σύμφωνα με τους δικαστές, καθυστέρησε να ειδοποιήσει επί 20 λεπτά το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
«…Με δεδομένες τις γνώσεις της κατηγορουμένης (βασικές γνώσεις νοσηλευτικής και πρώτων βοηθειών, με φοίτηση στο ΤΕΕ Πατρών) ήξερε μετά βεβαιότητας και σε τι κατάσταση ήταν η ανήλικη, πόσο χρόνο χρειαζόταν για να καταλήξει αβοήθητη, έως και ακόμη σε ποια σημεία να ασκήσει πίεση για να επιφέρει το θανατηφόρο αποτέλεσμα με το λιγότερο δυνατόν αποτύπωμα», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Ομοίως για την περίπτωση δολοφονίας της Ίριδας το Δικαστικό Συμβούλιο κάνει λόγο για εν ψυχρώ δολοφονία και για προφανείς κακώσεις στο πρόσωπο του βρέφους που αγνόησε η προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, Αγγελική Τσιόλα, αλλά παρατήρησε ακόμη και η αδελφή της κατηγορουμένης, Δήμητρα Πισπιρίγκου, η οποία ακούσια μετατράπηκε σε ουσιώδη μάρτυρα.
Στο πολυσέλιδο έγγραφο αποδομούνται πλήρως οι αιτιάσεις των ιατροδικαστών οι οποίοι συντάχθηκαν με την πλευρά της υπεράσπισης (Χρ. Τσάκωνα, Αγγ. Τσιόλα, Ουρ. Δημακοπούλου, Χρ. Κραββαρίτης, Συ. Μεσογίτης), ενώ αντιθέτως υιοθετείται η επιστημονική άποψη των κ. Καρακούκη και Καλόγρηα οι οποίοι αποκάλυψαν την εγκληματική ενέργεια.
«…Ωστόσο και παρά τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις κάποιων ιατροδικαστών και τις επιμέρους ενστάσεις, προβληθείσες αιτιάσεις, διαφορετικές διατυπώσεις, επιστημονικές ακροβασίες και ιατρικές γνωματεύσεις, δεν δύναται να διαλάθει της προσοχής ότι από το σύνολο της οικείας δικογραφίας διαπιστώνεται πως ο θάνατος των δύο κοριτσιών ήταν αναπάντεχος, μη αναμενόμενος και επισυνέβη παρουσία του ανθρώπου που τα είχε υπό την προστασία και την εποπτεία του, η οποία μάλιστα διασφάλισε με κάθε τρόπο τον επελθόντα θάνατο με καθυστέρηση ειδοποίησης των αρμόδιων φορέων (ιατρικού προσωπικού – ΕΚΑΒ), ενώ και στη συνέχεια προέβη σε ενέργειες προς συγκάλυψη της εγκληματικής της δράσης και της εξασφάλισης μη σύνδεσής της με τους τραγικούς θανάτους των ανήλικων, αδύναμων και απροστάτευτων θυγατέρων της», αναφέρεται χαρακτηριστικά!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Δίκη Πισπιρίγκου – “Αδειάζει” δικαστές, γιατρούς και νοσηλευτές ο Ιατροδικαστής Σ. Μπουζιάνης: “Για τη χορήγηση κεταμίνης στην Τζωρτζίνα δεν ευθύνεται η κατηγορούμενη!”
Δίκη Πισπιρίγκου: Επεισόδιο με την ιατροδικαστή Χριστίνα Τσάκωνα
Μαλένα
Στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρεται ότι στην περίπτωση της Μαλένας παρότι η ιατροδικαστής Χριστίνα Τσάκωνα έδωσε ως αιτία θανάτου την ηπατική ανεπάρκεια, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να έχει συμβεί καθώς δεν διαπιστώθηκε από τη διάρκεια της νοσηλείας της.
Αντίθετα, όλοι οι θεράποντες ιατροί της ήταν κατηγορηματικοί πως η ανήλικη είχε πολύ καλή εξέλιξη στην πορεία της υγείας της, ήταν ευδιάθετη, είχε πολύ καλή πρόγνωση για την αποκατάστασή της κ.λπ. Παράλληλα επισημαίνεται ότι «ενώ είχε μόλις λάβει την πρώτη δόση ενέσιμης χημειοθεραπείας προ ολίγων ωρών, η οποία δεν είχε καν προλάβει να μεταβολιστεί και ως εκ τούτου δεν δύνατο αντικειμενικά να προκαλέσει κάποια ανήκεστο βλάβη στο ήπαρ, η οποία και σε κάθε περίπτωση και αν προκαλείτο θα είχε αντικειμενικά ευρήματα (στην όψη, στη διάθεση, στις εξετάσεις της ανήλικης, στις οποίες καθημερινά υποβαλλόταν), γεγονός που δεν επισυνέβη». Ραπίζοντας ουσιαστικά την κρατική ιατροδικαστή οι δικαστές του αρμόδιου συμβουλίου αναφέρουν ότι «δεν δύναται να γίνει λόγος για κεραυνοβόλο εξέλιξη της εν λόγω νόσου (ηπατικής ανεπάρκειας – η οποία άλλωστε, κατά τα γνωστά ακόμη και σε μη ειδικούς, δεν δύναται να αναφερθεί ως αιτία θανάτου, αφού πρόκειται για κλινικό όρο εν ζωή ασθενή και όχι για νεκροτομιακό εύρημα) και μάλιστα εντός ολίγων λεπτών ή ωρών, χωρίς έστω ο ασθενής (εν προκειμένω νεαρής ηλικίας) να μεταβεί σε κατάσταση κώματος (ηπατικό κώμα) ή εν πάση περιπτώσει να δείξει σημάδια αλλαγής στην κλινική του εικόνα, τα οποία ουδόλως επιβεβαιώθηκαν».
Και συνεχίζουν: «Ακόμη και η προσπάθεια να αποδοθεί η εκτεταμένη ηπατική βλάβη ως εκτεταμένη κενοτοπιώδης εκφύλιση ηπατικών κυττάρων σε έδαφος υποξίας, με την υποξία να έχει αδιευκρίνιστη αιτία πρόκλησης, ήτοι ποικίλους παράγοντες που συντέλεσαν και δεν ανιχνεύθηκαν γιατί δεν αναζητήθηκαν κατά τον χρόνο του θανάτου (βλ. συνδυαστικά ένορκες εξετάσεις ανακριτικά της Χ. Τσάκωνα και Ουρ. Δημακοπούλου), δεν δύναται να αναιρέσει τη γενικότερη κλινική εικόνα της θανούσης ανήλικης (που ήταν κάτι παραπάνω από θετική), αλλά ούτε και εξηγήθηκε επαρκώς επιστημονικά, παρά τέθηκε καταρχήν με τη σκέψη ότι η θανούσα νοσηλευόταν με διάγνωση ‘‘οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία β΄ προέλευσης’’ και λάμβανε χημειοθεραπεία, η οποία έστρεψε την προσοχή κυρίως στο ήπαρ και δευτερευόντως σε έτερα όργανα, εν συνεχεία δε καθόσον δεν δύνατο να εξηγηθεί με αυστηρά παθολογικά ευρήματα ο θάνατός της. Και βεβαίως οι βλάβες στο εν λόγω όργανο (ήπαρ) επιβεβαιώνονται πλήρως από άπαντες τους εμπλεκόμενους ιατρούς, πλην, όμως, ουδόλως εξηγούνται από την κλινική εικόνα της εν λόγω ανήλικης, ενώ και σε κάθε περίπτωση δεν είναι οι μόνες, καθόσον διαπιστώθηκε και έντονο πνευμονικό οίδημα και έντονη πνευμονική συμφόρηση, ήτοι αλλοιώσεις που ευθέως παρατηρούνται σε καταστάσεις έλλειψης οξυγόνωσης του οργανισμού».
Σημάδια
Στο βούλευμα, πέραν όλων των άλλων, γίνεται λόγος και για την αξιολόγηση των κακώσεων στο πρόσωπο της Μαλένας που είχε αποκαλύψει η «Μ» και αξιολογήθηκαν από τους ιατροδικαστές Καρακούκη – Καλόγρηα, αλλά όχι από την κ. Τσάκωνα, η οποία ως γνωστόν στην ιατροδικαστική της έκθεση… ξέχασε να καταγράψει και το εντύπωμα στο δεξί μάγουλο του νηπίου. «…Παράλληλα έφερε δύο μικροεκδορές στη ρινική χώρα, στην περιοχή της βάσης της ράχης της ρινός – μεσόφρυο, οι οποίες έχουν φορά λοξή/διαγώνια ως προς τον επιμήκη άξονα της ρινός και έχουν τη μορφολογία μικρών γραμμοειδών εκδορών (αμυχών) και είναι συμβατές με τη δράση ονύχων – γυμνών χεριών (βλ. από 20.6.2022 ιατροδικαστική γνωμοδότηση των Ν. Καρακούκη – Ν. Καλόγρηα), ως και ερυθρότητα/εντύπωμα κατά τη δεξιά παρειά (βλ. επίσης οικείες φωτογραφίες της ΔΕΕ, που δεν αμφισβητήθηκαν από τους ειδικούς επιστήμονες), αλλά και κυάνωση ονύχων χειρών – ευρήματα συμβατά με απόφραξη αεροφόρων οδών και εντέλει ασφυκτικό θάνατο, ο οποίος, ως προεκτέθηκε, συνέβη παρουσία αυτής και μόνης της μητέρας της θανούσης και νυν κατηγορουμένης».
Μάλιστα μέσω του βουλεύματος επιβεβαιώνεται ότι οι εν λόγω εκδορές έχουν σαφή ερυθρά χροιά, δηλαδή ήταν προθανάτιες, χωρίς στοιχεία απορρόφησης και δεν μπορούν να αποδοθούν στο ίδιο το παιδί, καθότι είχε κοντά κομμένα νύχια, αλλά ούτε και «μπορούσαν να προκληθούν κατά την ανάνηψη, καθώς το παιδί ήταν ήδη χωρίς ζωτικά σημεία κατά το στάδιο αυτό, μη δυνάμενο να αιμορραγήσει ενόψει της μη κυκλοφορίας του αίματος, ενώ δεν δύναται να αξιολογηθεί εναντίον του ευρήματος αυτού (ως και του ερυθρού εντυπώματος στην παρειά του) η μη αναφορά του από τους ιατρούς, που έκαναν προσπάθεια ανάνηψης του ήδη (περίπου από μισαώρου από της άφιξής τους) αποθανόντος τέκνου». Αντίθετα, ενισχυτικό του γεγονότος ότι αυτές (εκδορές έως και εντύπωμα) ήταν προθανάτιες, πέραν του πρόδηλου εκ του χαρακτήρα τους – αιμορραγικής διήθησης, είναι το ότι εάν αυτές είχαν γίνει κάποια στιγμή σε προγενέστερο στάδιο, «θα είχαν εντοπιστεί από το νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο εξονυχιστικά εξέταζε την ανήλικη και φρόντιζε την υγιεινή της για να μη δύναται να μολυνθεί από εξωτερικούς παράγοντες, ως είθισται σε αντίστοιχες περιπτώσεις νοσηλείας τέκνων για τέτοιας μορφής νόσους».
Ως εκ τούτου οι δικαστές αποφαίνονται ότι η άτυχη Μαλένα κατέληξε από ασφυκτικό θάνατο που προκλήθηκε από την κατηγορουμένη μητέρα της με απόφραξη των αεροφόρων οδών της, ενώ «ευρισκόταν σε κατάσταση ύπνου (ανήλικη), και, για τον λόγο αυτό, ενόψει και της ηλικίας της (μόλις 3,5 ετών), ως και της ευάλωτης στιγμής στην οποία βρέθηκε, ουδεμία αντίσταση δύνατο να προβάλει για την αυτοπροστασία της, καταλήγοντας σχεδόν άμεσα. Προς διασφάλιση δε του ότι η εν λόγω ανήλικη δεν θα επανερχόταν στη ζωή, η κατηγορουμένη καθυστέρησε να ειδοποιήσει το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, τουλάχιστον επί 20λεπτο, ενώ δεν δύναται να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός πως σε νοσοκομείο Παίδων αναζητούσε επί ματαίω κάποιον να τη βοηθήσει και δεν έβρισκε και μόλις είδε κάποιον στον διάδρομο, ειδοποίησε προς βοήθεια της ανήλικης. Με δεδομένες δε τις γνώσεις της κατηγορουμένης (βασικές γνώσεις νοσηλευτικής και πρώτων βοηθειών, με φοίτηση σε ΤΕΕ Πατρών) ήξερε μετά βεβαιότητας και σε τι κατάσταση ήταν η ανήλικη, πόσο χρόνο χρειαζόταν για να καταλήξει αβοήθητη, ως και ακόμη σε ποια σημεία να ασκήσει πίεση για να επιφέρει το θανατηφόρο αποτέλεσμα με το λιγότερο δυνατόν αποτύπωμα».
Μάλιστα σημειώνουν ότι η κατηγορουμένη προσπάθησε να καθοδηγήσει τους εμπλεκομένους στην ιατροδικαστική έρευνα, με καταγεγραμμένη από τον Εμμ. Αγαπητό της προσπάθειάς της να τον κατευθύνει σε έτερη αιτία θανάτου (αγενεσία φλεβόκομβου), όπως φερόταν να διαπιστώνεται για το έτερο τέκνο της οικογένειας, την αβάπτιστη Δασκαλάκη, κάτι που επίσης είχε αποκαλύψει η «Μ»!
Ίριδα και Τσιόλα
Σε ό,τι αφορά την Ίριδα, στο βούλευμα αναφέρεται ότι ατυχώς η ιατροδικαστής Αγγελική Τσιόλα υιοθέτησε αυτοτελώς την ιστολογική εξέταση της παθολογοανατόμου Αντιγόνης Μητσέλου που έκανε λόγο για «υποπλασία – αγενεσία ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς, πνευμονικό οίδημα».
Είναι ενδεικτικό ότι η αγενεσία συνιστά πάθηση ασύμβατη με τη ζωή, ενώ η υποπλασία θα ήταν οπωσδήποτε αντιληπτή και εμφανής σε οποιονδήποτε καρδιολογικό έλεγχο, καθώς θα δημιουργούσε προβλήματα στην καθημερινότητα του βρέφους. «Σημειωτέον πως η ανήλικη είχε μόλις δύο μήνες πριν από τον θάνατό της εξετασθεί καρδιολογικά (πέραν των παιδιατρικών ελέγχων που δεν διαπίστωσαν κάποιο καρδιακό πρόβλημα, εκτός ενός φυσήματος) από την παιδοκαρδιολόγο Αγγ. Καρατζά, η οποία είχε διαπιστώσει τη φυσιολογική καρδιακή λειτουργία τούτης. Εξάλλου, το εν λόγω βρέφος έχει υποβληθεί μεταθανάτια σε εκτεταμένο γονιδιακό έλεγχο τόσο για σπάνια καρδιακά νοσήματα (‘‘targeted’’) όσο και σε γενικευμένο γονιδιακό έλεγχο (‘‘whole exome’’), με αρνητικό αποτέλεσμα, από έγκυρο και έγκριτο δίκτυο και εργαστήρια, με αποτέλεσμα να αναιρείται πρόδηλα η ως άνω τεθείσα αιτία θανάτου αυτού».
Στο βούλευμα, όμως, καταγράφονται και οι παραλείψεις από την πλευρά της προϊσταμένης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, για την οποία λέγεται ότι δεν συναξιολόγησε εξωτερικά ευρήματα- σημάδια τα οποία υπήρχαν στο πρόσωπο του βρέφους και είχε επίσης αποκαλύψει η εφημερίδα μας.
Αναφέρεται συγκεκριμένα: «…Δεν δύναται να διαλάθει της προσοχής πως δεν συναξιολογήθηκαν για την κατάληξη της αιτίας θανάτου ευρήματα (που εν προκειμένω ήταν και καταγεγραμμένα) εξωτερικά ως και οι γενικότερες συνθήκες του επελθόντος θανάτου, τα οποία και δεν τέθηκαν υπόψη της παθολογοανατόμου, η οποία εφόσον δεν αναγνώρισε τον φλεβόκομβο (ως η ίδια αναφέρει), τον κατέγραψε στην έκθεσή της και εν συνεχεία τούτο αποτέλεσε την καταγραφείσα αιτία θανάτου του ανήλικου βρέφους, ελλείψει και πάλι ετέρων παθολογικών ευρημάτων (καθ’ όλα υγιές βρέφος). Πάρα ταύτα, ως προαναφέρθηκε, αλλά και από την οικεία δικογραφία με ασφάλεια προκύπτει ότι υπήρχαν εμφανή εξωτερικά ευρήματα, που δεν αξιολογήθηκαν κατάλληλα από την ιατροδικαστή Αγγ. Τσιόλα, η οποία σε δεύτερο χρόνο και κατόπιν της λήψης υπόψη της νέας παθολογοανατομικής έκθεσης του Χ. Ευτυχιάδη ανέφερε πως θα κατέληγε σε ασφυξία, ενώ στην τελική της κατάθεση μίλησε για απροσδιόριστη αιτία θανάτου».
Τα σημάδια συνοψίζονται στην καταγεγραμμένη και από την ίδια ιατροδικαστή «λύση της συνέχειας του στοματικού βλεννογόνου» αλλά και στις δύο μικροεκδορές στη βάση του αριστερού ρουθουνιού, που βεβαιώνονται από τις φωτογραφίες της σορού του βρέφους και καταγράφονται στη γνωμοδότηση των Καρακούκη – Καλόγρηα, ευρήματα τα οποία οδηγούν στη διαπίστωση πως «ενήλικο άτομο επενέργησε επί των αεροφόρων οδών του βρέφους και απέκλεισε αυτές, με σκοπό πρόκλησης του θανατηφόρου αποτελέσματος».
Από την “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί