Σε θετικό κλίμα ήταν η πρώτη θεσμική συνάντηση του δικηγορικού κόσμου με τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη η οποία πραγματοποιήθηκε σήμερα στην Κατερίνη.
Κατά τη συνεδρίαση της συντονιστικής επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, που έγινε με την παρουσία του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη, τέθηκαν όλα τα θέματα που απασχολούν τους δικηγόρους.
Η συντονιστική επισήμανε ότι “η κατάσταση στην Ελληνική Δικαιοσύνη και στη δικηγορία έχει φθάσει σε οριακό σημείο και επιβάλλεται η λήψη άμεσων και αποτελεσματικών αποφάσεων” και τονίστηκε ότι “η ταχεία και ορθή απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί πρόταγμα”.
Από την πλευρά του ο κ. Φλωρίδης, σύμφωνα με την ανακοίνωση της συντονιστικής, “άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις θέσεις του δικηγορικού σώματος, παρουσίασε τους άξονες της πολιτικής του στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης, της μεταφοράς ύλης από τα δικαστήρια, τον νέο δικαστικό χάρτη και θα βρίσκεται σε διαρκή διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς στην απονομή της Δικαιοσύνης για την οριστικοποίηση των σχετικών αποφάσεων”.
Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής της Ολομέλειας αναφέρει:
“Η συντονιστική επιτροπή, με αφορμή την πρώτη παρουσία του νέου υπουργού Δικαιοσύνης σε συνεδρίαση θεσμικού οργάνου του δικηγορικού σώματος, έθεσε σε γνώση του τις διαχρονικές θέσεις του δικηγορικού σώματος και τις πάγιες διεκδικήσεις του.
Η κατάσταση στην ελληνική δικαιοσύνη και στη δικηγορία έχει φθάσει σε οριακό σημείο και επιβάλλεται η λήψη άμεσων και αποτελεσματικών αποφάσεων. Ειδικότερα:
1. Η ταχεία και ορθή απονομή της Δικαιοσύνης αποτελεί πρόταγμα για κάθε δημοκρατική πολιτεία και αναγκαία συνθήκη για την ουσιαστική διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες που παρατηρούνται, να βελτιωθούν δικονομικές ρυθμίσεις ιδίως ως προς νέα τακτική, να υπάρξει ουσιαστική επιθεώρηση των δικαστηρίων και να γίνουν άμεσα προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων.
2. Η ορθή άσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου προϋποθέτει την ανεξαρτησία του δικηγόρου και την προάσπιση της αξιοπρέπειάς του. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του και της διεύρυνσης του έργου του.
Στο πλαίσιο αυτό, η θεσμοθέτηση υποχρεωτικής παράστασης, άλλως, του πιστοποιητικού ελέγχου συνδρομής νομικών προϋποθέσεων (νομικού ελέγχου) στις εμπράγματες δικαιοπραξίες, καθώς και σε ορισμένες κατηγορίες ενοχικών συμβάσεων σημαντικού οικονομικού αντικειμένου, οι αποδοχές κληρονομίας, οι προσημειώσεις μπορούν να ανατεθούν σε δικηγόρους.
3. Πάγια διεκδίκηση αποτελεί η επίλυση των οικονομικών αιτημάτων του κλάδου που συνδέονται και με την ανεξαρτησία και αξιοπρέπειά του
Στο πλαίσιο αυτό, διεκδικούμε:
– Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος,
– Επέκταση της απαλλαγής από το ΦΠΑ μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ. (Σημειώνεται ότι είναι η ΜΟΝΗ μνημονιακή υποχρέωση, που δεν έχει υλοποιήσει η ελληνική Πολιτεία),
– Κατάργηση, άλλως, μείωση του ΦΠΑ στις δικαστηριακές υπηρεσίες,
– Επίλυση των θεμάτων των εμμίσθων δικηγόρων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και
– Άμεση επαναρτίωση του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας του ΟΑΕΔ του ν. 3986/2011, με την απόδοση των οφειλομένων ποσών από τον e-ΕΦΚΑ.
4. Η Νομική Βοήθεια αποτελεί σημαντικό θεσμό στην απονομή της Δικαιοσύνης, που επιτρέπει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη των οικονομικά αδύναμων πολιτών και πρέπει να ενισχυθεί ουσιαστικά. Ως προς την καταβολή των αποζημιώσεων των δικαιούχων δικηγόρων νομικής βοήθειας, έχουν γίνει σημαντικά βήματα, το πρόβλημα όμως αυτό θα πρέπει να επιλυθεί οριστικά για το σύνολο των αποζημιώσεων και το σύνολο των δικαιούχων.
5. Ως προς τον νέο δικαστικό χάρτη, πάγια θέση του δικηγορικού σώματος είναι ότι, τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν επιλύονται με την κατάργηση ή συγχώνευση δικαστικών σχηματισμών αλλά με τον εκσυγχρονισμό και την ενοποίηση των δικονομικών κανόνων, την αύξηση της χρηματοδότησης, τη δημιουργία υλικοτεχνικών υποδομών και τις προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων.
6. Η κατάσταση στα Υποθηκοφυλακεία και τα Κτηματολογικά γραφεία παραπέμπει σε συνθήκες τριτοκοσμικών χωρών και δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν. Πέραν της απίστευτης ταλαιπωρίας που υφίστανται οι εμπλεκόμενοι δικηγόροι και πολίτες, δημιουργούνται και σοβαροί κίνδυνοι απώλειας δικαιωμάτων, που δεν μπορούν να γίνονται ανεκτοί στο σύγχρονο κράτος δικαίου.
7. Το δικηγορικό σώμα διεκδικεί την κατάργηση, άλλως, την τροποποίηση της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 187 ΠΚ για τους λόγους που, κατ’ επανάληψη, έχει επισημάνει.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης άκουσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις θέσεις του δικηγορικού σώματος, παρουσίασε τους άξονες της πολιτικής του στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης, της μεταφοράς ύλης από τα δικαστήρια, τον νέο δικαστικό χάρτη και θα βρίσκεται σε διαρκή διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς στην απονομή της Δικαιοσύνης για την οριστικοποίηση των σχετικών αποφάσεων.
Περαιτέρω, η συντονιστική επιτροπή έλαβε τις κάτωθι αποφάσεις:
1. Η συντονιστική επιτροπή θεωρεί αδιανόητο να μην υπάρχει καμία μισθολογική εξέλιξη στους έμμισθους δικηγόρους του δημόσιου τομέα σε αντίθεση με όλους τους άλλους που υπηρετούν σε αυτόν. Οι δικηγόροι θα πρέπει να εξελίσσονται /προάγονται μισθολογικά μέχρι και το καταληκτικό κλιμάκιο. Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι νοητό η αμοιβή του εμμίσθου δικηγόρου να επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην συμφωνία με τον εργοδότη και να μην υπάρχει ένα πλέγμα ασφαλείας με την θεσμοθέτηση ορίου ελάχιστης αμοιβής.
Η Κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει άμεσα τροπολογία στο προς συζήτηση στη Βουλή σχέδιο νόμου για την λυσιτελή επίλυση των ζητημάτων αυτών.
2. Η συντονιστική επιτροπή καταδικάζει απερίφραστα την βίαιη συμπεριφορά αστυνομικού οργάνου κατά δικηγόρου, κατά την επίσκεψη της στο Α.Τ Πύργου Μονοφατσίου Ηρακλείου, για την άσκηση των δικηγορικών καθηκόντων της. Τέτοιες συμπεριφορές, πέραν της προσβολής ατομικών δικαιωμάτων, συνιστούν προσβολή του δικηγορικού λειτουργήματος, πλήττουν το θεσμικό ρόλο του συνηγόρου και δεν είναι ανεκτές στο κράτος δικαίου. Η Συντονιστική Επιτροπή καλεί τα αρμόδια όργανα να διερευνήσουν άμεσα το συγκεκριμένο περιστατικό και να αποδοθούν τυχόν ευθύνες, πειθαρχικές ή και ποινικές, στο βαθμό και όπου αναλογούν”.