Στην τελική ευθεία η δίκη για τη δολοφονία της 56χρονης από τον σύζυγό της τον Ιούλιο του 2022, στο Άνω Μαλάκι της Κρήτης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το flashnews.gr, η εισαγγελέας ανέφερε ότι ακόμα μέχρι σήμερα ο κατηγορούμενος δεν έχει καταλάβει τι έχει κάνει. Όπως αναφέρει η ίδια ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής της επί 42 χρόνια συζύγου του στερώντας της έτσι από τα παιδιά τους, επειδή εκείνη ήθελε να φύγει μακριά. Από την απολογία του φαίνεται ο ηθικός του χαρακτήρας και οι πεποιθήσεις του δηλαδή ότι ο άντρας είναι κυρίαρχο ον και η γυναίκα ιδιοκτησία του. Παράλληλα ο κατηγορούμενος όπως υποστηρίζει η εισαγγελέας «ζητάει συγχωροχάρτι λέγοντας ότι στην ουσία το θύμα οδηγήθηκε μόνο του στο θάνατο. Από εκεί καταλαβαίνουμε το πεπαλαιωμένο των αντιλήψεων του. Δεν υπήρχε κανένας βρασμός ψυχικής ορμής».
Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το έγκλημα η εισαγγελέας υποστήριξε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν από πριν κατεκλεισμένος από οργή και θυμό και αυτά τα συναισθήματα δεν δημιουργήθηκαν από τον τσακωμό. Ο κατηγορούμενος πηγαίνει και παίρνει το μαχαίρι και γυρίζει στην κουζίνα. Βλέπει το θύμα που κοιτούσε προς τον τοίχο και την αιφνιδιάζει. Ήταν πισώπλατο το χτύπημα, δεν υπήρξε πάλη, δεν έγινε προσπάθεια από το θύμα να φύγει. Την ακινητοποίησε τραβώντας της τα μαλλιά και τις κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα. Ο κατηγορούμενος είχε απόλυτη ψυχραιμία και με μεθοδικότητα, παίρνει το μαχαίρι και οδηγεί 20 λεπτά μέχρι το μαντρί του αδερφού του. Υπήρχε θυμός όχι σε σημείο που να θολώνει τη σκέψη του. Η επιλογή αυτού του τρόπου θανάτου είναι ενδεικτική για το πως αντιμετώπιζε την γυναίκα του και την έσφαξε σαν ζώο».
Η απολογία του 61χρονου
Ζητώντας συγγνώμη από τα παιδιά και τις οικογένειες τους ξεκίνησε την απολογία του ο κατηγορούμενους για την υπόθεση ανθρωποκτονίας της 56χρονης συζύγου του τον περασμένο Ιούλιο σε χωριό του Ρεθυμου.
«Το παράπονο μου όλη μέρα είναι να ήμουν εγώ στη θέση της και εκείνη στη δίκη μου» είπε ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια ο ίδιος συνέχισε εξιστορώντας την γνωριμία τους και τον πρώτο καιρό της σχέσης τους φτάνοντας στον γάμο τους και στην ζωή με τα παιδιά τους.
Ο κατηγορούμενους υποστήριξε ότι ήταν μια αρκετά δεμένη οικογένεια και με τα τέσσερα παιδιά τους και ήταν παρών στις ζωές τους: «Η συμπεριφορά μου πάντα ήταν η καλύτερη και κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο» τόνισε ο κατηγορούμενος και συνεχίζει λέγοντας «κάποια στιγμή έπαθα βαρύ εγκεφαλικό και αποφάσισα επειδή κουραζόμουν πολύ να δώσω την επιχείριση και την διαχείρηση της στους δυο μου γιους. Η γυναίκα μου διαφωνούσε και από τότε αρχίσαμε να τσακωνόμαστε».
Για την περίοδο που η 56χρονη νόσησε από κορωνοϊό ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το θύμα «νόσησε βαριά. Δεν ήθελε να πάμε στο νοσοκομείο. Μια μέρα που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι την πήρα με το ζόρι και την πήγα στο νοσοκομείο. Μετά καθόταν και έλεγε στα παιδιά ότι την παράτησα στο νοσοκομείο. Από τότε έγινε απότομη, απόμακρη, εγώ της φερόμουν άψογα. Συνέχεια μου έλεγε για την διαχείρηση των χρημάτων. Έμπαινα στο σπίτι και μουρμούριζε».
Ο κατηγορούμενος συνέχισε λέγοντας «τον Μάιο του 2022 έφυγε από το σπίτι για 2,3 μέρες. Εγώ δεν την έδιωξα ποτέ από το σπίτι. Γύρισε μέχρι τον γάμο του γιο μας τον Ιούλιο. Μετά έφυγε πάλι για 15 μέρες. Εγώ για 15 μέρες ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση. Την 15η μέρα παίρνει τηλέφωνο και με ρωτάει τι κάνει ο μικρός μας γιος και μου λέει ότι θα γυρίσει στο σπιτι το βράδυ. Εγώ τότε της είπα δεν σε έδιωξα ποτέ από το σπίτι, έλα όποτε θέλεις».
«Γύρισε μπαίνει στο σπίτι και μου φέρνει ένα μαξιλάρι και μου λέει θα κοιμηθείς στον καναπέ. Εγώ κοιμήθηκα εκεί. Το βράδυ ήθελα ένα σεντόνι και μπαίνω στο δωμάτιο για να πάρω και όχι για να την προσεγγίσω ερωτικά, όπως έλεγε. Δεν είχαμε τέτοια θέματα, δεν ξέρω γιατί το έλεγε. Εγώ ήθελα να γυρίσει στο σπίτι» είπε στην συνέχεια ο κατηγορούμενος.
Για την ημέρα της δολοφονίας «το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί στο καναπέ. Σηκώθηκα πήγα στα πρόβατα και γύρισα σπίτι. Κάτσαμε στην κουζίνα εγώ, αυτή και ο μικρός μας γιος. Μου έφτιαξε ένα τοστ να φάω. Εγώ ποτέ δεν έχω φάει τοστ. Μου είπε να το φάω να δυναμώσω. Μετά φεύγει το παιδί για τη δουλειά και άρχισε να μου λέει πράματα. Μου έλεγε να φάω τοστ για να δυναμώσω και ότι άλλοι στη χώρα το τρώνε. Τότε μου είπε ότι αυτή στη χώρα έχει ερωτική σχέση με άλλον κάθε μέρα και ότι δεν θα την πάρω ποτέ χαμπάρι. Τότε πάω και κάθομαι στο τζάκι μπροστά και μου πετάει το πιάτο με το τοστ. Τη ρωτάω τι κάνει και άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Τη ρωτάω αν τρελάθηκε. Τότε με πιάνει από τους ώμους, ήταν πιο γεροδεμένη από εμένα και δυο κεφάλια πιο ψηλή και εγώ από το φόβο μου και την εξάντληση πιάνω το μαχαίρι και γίνεται ότι γίνεται. Θόλωσε ο νους μου, δεν ήξερα τι έκανα».
Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας «πήγα στο δωμάτιο έβαλα ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι. Μπαίνω στο αμάξι δεν ήξερα πού πήγαινα. Ειδοποίησα τα παιδιά μου και πήρα τον αδερφό μου».
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο κατηγορούμενος τόνισε ότι «αυτή είναι η ποινή μου εμένα έχασα την οικογένειά μου, τα κοπέλια μου. Μακάρι να ήμουν στην θέση της και εκείνη στη δίκη μου. Μέρα νύχτα κλαίω και την σκέφτομαι. Δεν φεύγει από τον νου μου. Η συμπεριφορά της ήταν πολύ επιθετική το βλέπανε τα παιδιά. Την αγαπούσα την λάτρευα και ποτέ δεν σήκωσα χέρι να την χτυπήσω».