Την περασμένη Τετάρτη μία ημέρα πριν την κρίσιμη για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο για την θέση Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν επέτρεψε στους ευρωπαίους πολίτες επαρκή πρόσβαση για τις επίμαχες συμφωνίες με φαρμακευτικές εταιρείες για την προμήθεια εμβολίων κατά της COVID-19 στην διάρκεια της πανδημίας.
Το ιστορικό
Στην διάρκεια της πανδημίας ήρθε στο προσκήνιο το ζήτημα της διαφάνειας σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τα εμβόλια ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις μεγάλες φαρμακευτικές επιχειρήσεις, καθώς η Κομισιόν έλαβε εξουσιοδότηση από τα κράτη μέλη να οργανώσει την κοινή προμήθεια εμβολίων και να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων με τους παρασκευαστές.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, η προμήθεια των εμβολίων εκ μέρους των 27 κρατών μελών επέτρεψε στην Ένωση να συγκεντρώσει γρήγορα 2,7 δισ. ευρώ, προκειμένου να παραγγείλει πάνω από ένα δισεκατομμύριο δόσεις εμβολίων.
Το 2021 ευρωβουλευτές ζήτησαν το σύνολο των λεπτομερειών των συμφωνιών, όμως η Επιτροπή συμφώνησε να τους δώσει μόνο μερική πρόσβαση σε συγκεκριμένες συμβάσεις και έγγραφα και μάλιστα στις διορθωμένες εκδοχές τους. Η Κομισιόν αρνήθηκε επιπλέον να αποκαλύψει πόσο πλήρωσε για τα δισεκατομμύρια δόσεων που εξασφάλισε, έχοντας ως επιχείρημα ότι οι συμβάσεις δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν για λόγους εμπιστευτικότητας.
Το 2021, ευρωβουλευτές και ιδιώτες ζήτησαν βάσει του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα την πρόσβαση στις συμβάσεις αυτές και σε ορισμένα συναφή έγγραφα, προκειμένου να κατανοήσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις τους και να βεβαιωθούν ότι διασφαλίζεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
«Δεδομένου ότι η Επιτροπή παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο σε μη εμπιστευτική μορφή, οι ως άνω ευρωβουλευτές και ιδιώτες άσκησαν προσφυγές ακύρωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», τονίζει το Δικαστήριο.
Το σκεπτικό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Με τις αποφάσεις του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται εν μέρει τις δύο προσφυγές και ακυρώνει τις αποφάσεις της Επιτροπής κατά το μέρος που περιέχουν πλημμέλειες.
Όσον αφορά τους όρους των συμβάσεων, οι οποίοι αφορούν την αποζημίωση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων από τα κράτη μέλη για τυχόν αποζημιώσεις τις οποίες οι επιχειρήσεις αυτές θα έπρεπε να καταβάλουν σε περίπτωση ελαττώματος των εμβολίων τους, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του και η ευθύνη του δεν δύναται να περιοριστεί ή να αποκλειστεί έναντι του ζημιωθέντος με ρήτρα περιορισμού ή απαλλαγής από την ευθύνη, δυνάμει της οδηγίας 85/374.
Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι καμία διάταξη της οδηγίας 85/374 δεν απαγορεύει σε τρίτο να επιστρέψει την αποζημίωση που κατέβαλε ένας παραγωγός λόγω ελαττωματικότητας του προϊόντος του. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λόγος για τον οποίο οι όροι σχετικά με την αποζημίωση περιελήφθησαν στις συμβάσεις, ήτοι η αντιστάθμιση των κινδύνων τους οποίους ανέλαβαν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις και οι οποίοι συνδέονται με τη συντόμευση της προθεσμίας ανάπτυξης των εμβολίων, είχε εγκριθεί από τα κράτη μέλη 4 και είχε δημοσιοποιηθεί.
Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παροχή ευρύτερης πρόσβασης στις εν λόγω ρήτρες θα έθιγε ουσιαστικά τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Ομοίως, η Επιτροπή δεν παρέσχε επαρκείς εξηγήσεις από τις οποίες να προκύπτει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στους ορισμούς των φράσεων «εκ προθέσεως παράβαση» και «κάθε δυνατή εύλογη προσπάθεια» σε ορισμένες από τις συμβάσεις και στους όρους των συμβάσεων, οι οποίοι αφορούν τις δωρεές και τις μεταπωλήσεις των εμβολίων θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά τα εν λόγω εμπορικά συμφέροντα.
Όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να αρνηθεί εν μέρει την πρόσβαση στις δηλώσεις περί απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες απέδειξαν δεόντως τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εν λόγω μελών.
Πράγματι, μόνον εάν είχαν στη διάθεσή τους τα ονοματεπώνυμα και τον επαγγελματικό ή θεσμικό ρόλο των εν λόγω μελών θα μπορούσαν να εξακριβώσουν ότι αυτά δεν τελούσαν σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων.
Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις, προκειμένου να σταθμίσει ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, τα οποία σχετίζονται με την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων και τον κίνδυνο προσβολής της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων.
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Έντονη και άμεση ήταν η αντίδραση της Κομισιόν μέσω εκτενούς ανακοίνωσης, στην οποία υπεραμύνεται των επιλογών της και επιφυλάσσεται για όλα τα νόμιμα δικαιώματά της.
Αναλυτικά η απάντηση της Κομισιόν είναι η εξής:
«Η Επιτροπή λαμβάνει υπ’ όψιν τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις δύο υποθέσεις σχετικά με την πρόσβαση στις συμβάσεις εμβολίου COVID-19 και σχετικές πληροφορίες.
Η Επιτροπή θα μελετήσει προσεκτικά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και τις συνέπειές τους.
Στις αποφάσεις του, το Γενικό Δικαστήριο ακολουθεί την Επιτροπή για τις περισσότερες αξιώσεις. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζει ότι η προστασία των εμπορικών συμφερόντων καλύπτει τις ρήτρες των συμβάσεων που αφορούν:
Τη θέση των τόπων παραγωγής ·
Τις διατάξεις για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ·
Τις διατάξεις σχετικά με τις πληρωμές κάτω ή τις προηγμένες πληρωμές ·
Πρόσβαση στα χρονοδιαγράμματα παράδοσης
Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να παράσχει μόνο μερική πρόσβαση.
Έχει υποστηρίξει μόνο εν μέρει τη νομική ενέργεια σε δύο σημεία.
Έχει αποφανθεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει δώσει περισσότερες εξηγήσεις για να δικαιολογήσει την άρνηση πρόσβασης σε ορισμένες διατάξεις των συμβάσεων.
Έχει επίσης αποφανθεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει παράσχει τα προσωπικά στοιχεία που σχετίζονται με τα μέλη των ομάδων διαπραγματεύσεων, που αποτελούνται από εκπροσώπους του κράτους μέλη και αξιωματούχους της Επιτροπής.
Γενικά, η Επιτροπή παρέχει την ευρύτερη δυνατή δημόσια πρόσβαση σε έγγραφα, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της διαφάνειας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Επιτροπή χρειάστηκε να επιτύχει μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωβουλευτών, των πληροφοριών και των νομικών απαιτήσεων που προέρχονται από τις ίδιες τις συμβάσεις του COVID-19, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αξιώσεις αποζημίωσης με τα χρήματα των φορολογουμένων.
Στην πραγματικότητα, σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ανάγκη προστασίας των επιχειρηματικών συμφερόντων ενός συμβατικού εταίρου.
Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή είχε παράσχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (βάσει της συμφωνίας πλαισίου σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ των δύο ιδρυμάτων) πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις εμβολίου COVID-19.
Σύμφωνα με τον θεσμικό της ρόλο, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για να εξασφαλίσει την απουσία οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων και έχει επίσης το καθήκον να προστατεύει την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα των ενδιαφερομένων.
Σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή διατηρεί τις νόμιμες επιλογές της».
Σημειώνεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να εφεσιβληθεί εντός δύο μηνών.
Σκάνδαλο Μεγατόνων
Η όλη ιστορία αναφορικά με την προμήθεια των εμβολίων έμεινε γνωστή ως «Pfizergate», και η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), στράφηκε κυρίως στις ενέργειες οι οποίες έγιναν υπό την ηγεσία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με επίκεντρο την άμεση επικοινωνία της, μέσω μηνυμάτων, με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά.
Ολόκληρη η διαδικασία προμηθειών της ΕΕ, εξάλλου, χαρακτηριζόταν από σπατάλες, καθυστερήσεις και ισχυρισμούς για σύγκρουση συμφερόντων.
Η έρευνα της EPPO προκλήθηκε από καταγγελίες του Βέλγου ακτιβιστή Frédéric Baldan, παράλληλα με νομικές ενέργειες υπό την ηγεσία της ουγγρικής κυβέρνησης ιδιάιτερα μετά την διαπίστωση πως η ΕΕ ήταν παγκόσμια ουραγός κατά την εφαρμογή του εμβολίου το 2021, με πολλούς εθνικούς ηγέτες να κατηγορούν τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών για τη βραδύτητα της διαδικασίας – την ώρα που η Βρετανία του Brexit, για παράδειγμα, παρέδωσε το πρόγραμμα εμβολίων της σε χρόνο ρεκόρ.
Τα ύποπτα μηνύματα με τον CEO της Pfizer (SMSgate)
Η φον ντερ Λάιεν μάλιστα προκάλεσε διεθνή πρωτοσέλιδα στα τέλη του περασμένου έτους, με την είδηση ότι η εφημερίδα The New York Times προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά της Επιτροπής για να λάβει τα γραπτά μηνύματα που αντάλλαξε με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer, με την αμερικανική εφημερίδα να διερωτάται πώς η εταιρεία απέκτησε τη σύμβαση εις βάρος της ανταγωνίστριας AstraZeneca. Σχολιαστές διερωτήθηκαν, μάλιστα, αν το εμβόλιο προωθήθηκε με ταχείς ρυθμούς μέσω της κανονιστικής διαδικασίας, χωρίς τις κατάλληλες εκτιμήσεις.
Η Φον ντερ Λάιεν αντιμετώπιζε ήδη ερωτήσεις από τον Διαμεσολαβητή της ΕΕ σχετικά με την έλλειψη διαφάνειας, καθώς η συμφωνία της ΕΕ με την Pfizer ώθησε τους εμπειρογνώμονες στον τομέα της υγείας να θρηνήσουν για την απόλυτη σπατάλη του προγράμματος προμήθειας εμβολίων, αφού προϊόντα αξίας δισεκατομμυρίων απορρίφθηκαν, λόγω ενός συνδυασμού υπερπροσφοράς και λαθών στην αρχική σύμβαση.
Η Ύποπτη σιωπή ιχθύος
Το σκάνδαλο επιβεβαιώθηκε και με την επίμονη άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δημοσιοποιήσει τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλαξε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά – με το επιχείρημα ότι σβήστηκαν ή για λόγους ασφαλείας – όσο και η επαγγελματική σχέση που διατηρούσε ο δεύτερος με τον σύζυγο της πρώτης, Χάικο φον ντερ Λάιερ.
Επιπλέον, δύο φορές ο Άλμπερτ Μπουρλά αρνήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον των ευρωβουλευτών στην επιτροπή COVID-19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ούτε γάτα ούτε ζημιά
Την ίδια τύχη είχε και παρόμοια πρόσκληση που απηύθυναν οι ευρωβουλευτές στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αφού η ηγεσία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Ε. Λ. Κ.) ενήργησε με κάθε τρόπο για να προστατεύσει την πρόεδρο της Κομισιόν η οποία τελικά και όπως αποδείχθηκε βγήκε αλώβητη από αυτή την διαδικασία στην χθεσινή (18/07/2024) διαδικασία ψηφοφορίας με 401 ψήφους υπέρ και 284 κατά, κυρίως από από τους Λαϊκούς, τους Σοσιαλιστές και τους Φιλελεύθερους, τις τρεις ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες που διαπραγματεύτηκαν τον διορισμό της ως Προέδρου της Επιτροπής αλλά και τους πράσινους οι οποίοι εκτίμησαν την υπόσχεση να διατηρηθούν ανέπαφοι οι στόχοι της Πράσινης Συμφωνίας.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου φέρνει στην επιφάνεια ένα δεύτερο σκάνδαλο μεγατόνων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και σαφώς μεγαλύτερο από αυτό του Qatargate κυρίως γιατί αφορά δύο βασικά σημεία: 1) στην απουσία διαφάνειας στις ενέργειες και αποφάσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και 2) στο «υπέρογκο» ποσό (ανεπιβεβαίωτα στοιχεία λένε ότι οι δόσεις του αρχικά κόστιζαν 15,50 ευρώ η μία και στη συνέχεια η τιμή τους ανέβηκε στα 19,50 ευρώ έκαστο) που πλήρωσαν ουσιαστικά οι πολίτες της ΕΕ στον φαρμακευτικό κολοσσό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η αγωγή «SMS-Gate» κατά της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν παραμένει στα …προσεχώς