Αριάδνη Νούκα: Κοινή παραδοχή οι αστοχίες του επαναπροσδιορισμού αιτήσεων για το νόμο Κατσέλη.

Νούκα

Με τις διατάξεις του πρόσφατου ν. 4745/2020 καλούνται μέσα σε ασφυκτικές προθεσμίες, όσοι οφειλέτες έχουν εκκρεμείς αιτήσεις ένταξης στον ν. Κατσέλη με ημεροχρονολογία εκδίκασης μετά την 15 Ιουνίου 2020, να τις επαναπροσδιορίσουν μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας.

Με την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας την 1 η Δεκεμβρίου 2020 εντοπίστηκαν σοβαρά διαδικαστικής και νομικής φύσεως προβλήματα, τα οποία γνωστοποιήθηκαν κατά την διάρκεια διαδικτυακού σεμιναρίου του ΔΣΑ, τόσο στον Ειδικό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους καθώς και στην εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Απροστάτευτοι οι αδύναμοι δανειολήπτες


Η παραδοχή εκ μέρους τους, αφενός της ύπαρξης αστοχιών στη λειτουργία της πλατφόρμας αλλά και της ανάγκης επίλυσης νομικών ζητημάτων συνοδευόμενη από την προφορική δέσμευση για πραγματοποίηση διορθωτικών παρεμβάσεων επ’ αυτών προκάλεσε την άμεση αντίδραση του δικηγορικού σώματος με την αποστολή εκ μέρους Πρόεδρου της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων επιστολής στον Υπουργό Δικαιοσύνης, με αίτημα την παράταση των καταληκτικών ημερομηνιών υποβολής των αιτήσεων επαναπροσδιορισμού καθώς και την επίλυση των νομικών θεμάτων.

Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε κάποια απάντηση – αντίδραση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αρχικά επισημαίνεται το αυτονόητο, ότι δεν συνάδει σ΄ ένα κράτος δικαίου, ο πολίτης να διατρέχει κίνδυνο από βεβιασμένες χρονικά διαδικασίες και διαδικαστικές δυσλειτουργίες, να απωλέσει το ήδη προσηκόντως και νομίμως ασκηθέν δικαίωμα του για δικαστική προστασία, ούτε να επωμίζεται νέα δικονομικά βάρη, κατά την εκκρεμοδικία, με την παρέμβαση του νομοθέτη, παρέμβαση που εντονότατα επικρίθηκε για την συνταγματικότητα της και σαφώς θα κριθεί στο πλαίσιο της δικαστικής κρίσης. Σημειωτέον ότι, βασικά ζητήματα αντισυνταγματικότητας που τέθηκαν από το δικηγορικό σώμα ουδόλως καλύφθηκαν στην σχετική γνωμοδότηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Ένα βαρύνουσας σημασίας ζήτημα που απειλεί με απόρριψη τις εκκρεμείς αιτήσεις που υποβλήθηκαν μέχρι την 31-12-2015, χρήζει άμεσης νομοθετικής επίλυσης . Σύμφωνα με την σχετική πρόβλεψη του νέου νόμου κατά την συμπλήρωση της αίτησης θα πρέπει να δηλωθεί η ημερομηνία ανάληψης της πρώτης δανειακής υποχρέωσης. Σε πολλές περιπτώσεις οι οφειλέτες δεν διαθέτουν αντίγραφα των δανειακών ή πιστωτικών συμβάσεων με συνέπεια να μην γνωρίζουν την χρονική προτεραιότητα αυτών.

Βάση δε, του προϊσχύοντος νομοθετικού πλαισίου – μέχρι την 31-12-2015- δεν απαιτούνταν η προσκόμιση τους. Με δεδομένο ότι, υφίσταται ιδιαίτερη καθυστέρηση στην λήψη των εν λόγω εγγράφων από τις τράπεζες ή τους διαδόχους τους, – ακόμη και μηνών, ειδικά σε περιπτώσεις συμβάσεων παρελθοντικών ετών, δεκαετίας και άνω-, ο οφειλέτης αδυνατεί να συμπληρώσει προσηκόντως την αίτηση του στα στενά χρονικά πλαίσια που προβλέπει ο νόμος. Η προφορική διαβεβαίωση της εκπροσώπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ότι δεν προκαλείται απαράδεκτο σε περίπτωση εσφαλμένης εγγραφής, αυτονοήτως, δεν αρκεί.

Επιπρόσθετα, η χρονικά πρώτη δανειακή υποχρέωση, καθορίζει και τα φορολογικά στοιχεία που θα προσκομιστούν. Σχετική διάταξη του νόμου απαιτεί την προσκόμιση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων τριών προγενέστερων ετών από την λήψη του πρώτου δανείου. Πέραν του νέου δικονομικού βάρους που δημιουργείται για τον αιτούντα, τα εν λόγω στοιχεία είναι ουσιώδη, διότι βάση αυτών κρίνεται η συνήθης ένσταση των τραπεζών και των διαδόχων τους, περί του δόλου υπερχρέωσης του οφειλέτη. Εσφαλμένη εγγραφή προκαλεί προσκόμιση εσφαλμένων στοιχείων, που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην απόρριψη της αίτησης.

Μία λύση θα ήταν, με νομοθετική παρέμβαση να υποχρεωθούν οι τράπεζες που διατηρούν τα αρχεία να επωμιστούν με την υποχρέωση συμπλήρωσης του συγκεκριμένου πεδίου στην ηλεκτρονική πλατφόρμα , άλλως να υποχρεωθούν σε συντομότατο χρονικό διάστημα να παρέχουν αντίγραφα αυτών και σαφώς χωρίς επιβάρυνση νέων εξόδων.

Ήδη, η ακατανόητη επιλογή του νομοθέτη να επιρρίψει το βάρος επαναπροσδιορισμού στον υπερχρεωμένο πολίτη και όχι στις γραμματείες των αρμοδίων δικαστηρίων, όπως στο παρελθόν, έχει δημιουργήσει επιπρόσθετη σημαντική οικονομική του επιβάρυνση και με έξοδα επαναεπιδόσεων σε πιστωτές που δεν έχουν γνωστοποιήσει την ηλεκτρονική τους διεύθυνση – παρατηρήθηκε αυτό το φαινόμενο- ή δεν περιλαμβάνονται στην ηλεκτρονική λίστα των θεσμικών πιστωτών καθώς και σε λοιπούς διαδίκους (λ.χ. εγγυητές) για τον ίδιο λόγο.

Αξίζει τέλος, να σημειωθεί ,ότι κατά την διάρκεια του σεμιναρίου εκ μέρους του δικηγορικού σώματος τέθηκε πλήθος ερωτημάτων και προβληματισμών για προκύπτοντα ζητήματα, άλλα ήσσονος και άλλα μείζονος σημασίας που χρήζουν επίσης άμεσων παρεμβάσεων, γεγονός που δημιουργεί εύλογη απορία για τον λόγο της πιεστικής εφαρμογής του νόμου.

Λαμβανομένου υπόψη ότι, περί τις 40.000 αιτήσεις εκκρεμούν για επαναπροσδιορισμό η επιλογή της μη αναστολής των προθεσμιών και η εμμονή της άμεσης εφαρμογής τουνόμου προκαλεί περισσότερα προβλήματα από όσα ο νομοθέτης υπολόγισε να λύσει, αλλά και ανασφάλεια δικαίου.

Αριάδνη Νούκα,
δικηγόρος

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις