Γιάννης Γλύκας-Χριστίνα Βαθειά: «Η αναιτιολόγητη απόρριψη της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αποδομήθηκε από τον ΑΠ»

ουσιών

Στο ευρύτερο δικονομικό πεδίο μείωσης της ποινής, το οποίο αντιμετωπίσαμε διεξοδικά με θεωρητική ανάλυση και νομολογιακές αναφορές, σε προηγούμενα άρθρα μας, εντάσσεται και η αναγνώριση της τοξικομανίας σε εξαρτημένους χρήστες. Αρχικά είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι η έννοια της εξάρτησης του κατηγορουμένου χρησιμοποιείται από το νομοθέτη κυρίως με την έννοια της «ψυχικής» εξάρτησης, όπως προκύπτει ρητά από την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4139/20134. ουσιών

Των Δικηγόρων Γιάννη Α. Γλύκα και Χριστίνας Ι. Βαθειά

Η θέση αυτή ακολουθώντας τα διεθνώς κρατούντα στην επιστήμη, θεωρεί ότι η εξάρτηση του ατόμου από τα ναρκωτικά έχει ως βασικό χαρακτηριστικό μια κατάσταση όπου ο χρήστης διακατέχεται από μια μη ελεγχόμενη επιθυμία χρησιμοποίησης των ουσιών αυτών. Περαιτέρω είναι δυνατόν να συντρέχει παράλληλα με την «ψυχική» και η λεγόμενη «σωματική» εξάρτηση, ωστόσο η τελευταία δεν μπορεί να εμφανίζεται αυτοτελώς αλλά θα πρέπει να συντρέχει συνδυαστικά και με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «ψυχικής» εξάρτησης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στο μέτρο που καθορίζεται από το νομοθέτη μια ουσία ως ναρκωτική, εισάγεται τεκμήριο ότι η ουσία αυτή προκαλεί εξάρτηση (τουλάχιστον «ψυχική») στον χρήστη της.

Στο πεδίο της διάγνωσης της εξάρτησης του κατηγορουμένου η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 3 του Ν 4139/20135 αυξάνει τα κριτήρια που μπορεί να χρησιμοποιήσει το δικαστήριο προκειμένου να αχθεί σε ασφαλέστερη κρίση. Η νέα διάταξη απαριθμεί ενδεικτικά (και όχι περιοριστικά) διαγνωστικά κριτήρια, τα οποία (ένα η περισσότερα) συνεκτιμώνται στην κρίση για την εξάρτηση του κατηγορουμένου. Τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή διαγνωστικά κριτήρια είναι: α) πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης (δηλαδή των αναφερόμενων στο άρθρο 517 εγκεκριμένων οργανισμών θεραπείας στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος), β) πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών χορήγησης υποκατάστατων κατά το άρθρο 22 παρ. 39 ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών κατά το άρθρο 22 παρ. 610, γ) πιστοποιητικά περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών11, δ) ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο ε) ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους.                                     ουσιών

Παράλληλα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος (σωματική ή ψυχική) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία, απαιτούμενη ημερήσια δόση). Η προσέγγιση αυτή του νομοθέτη αρχικά απαντά σε ένα βασικό χρόνιο πρόβλημα, το οποίο έχει σχέση με το ότι στην πράξη δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα στο νόμο, όπως είναι ο κλινικός έλεγχος επί 5νθήμερο με την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε νοσηλευτικό ίδρυμα. Περαιτέρω θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προηγούμενη πρόβλεψη για άμεση λήψη δειγμάτων σωματικών υγρών (ούρων και αίματος) ή άλλου βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου για διενέργεια τοξικολογικής ανάλυσης και εργαστηριακού ελέγχου, αναφέρεται μόνο στην διαπίστωση της πρόσφατης χρήσης και όχι της εξάρτησης του κατηγορουμένου. Ως εκ τούτου η ισότιμη (μαζί με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης) ύπαρξη και άλλων αποδεικτικών μέσων για την διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου κινείται σε ορθή κατεύθυνση και σε απόλυτη συμβατότητα με την έννοια της “δίκαιης δίκης” που προβλέπεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την έννοια της . Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 3 το δικαιοδοτικό όργανο που θα επιληφθεί θα πρέπει αιτιολογημένα να συνεκτιμήσει κάθε στοιχείο και αποδεικτικό μέσο που αφορά την εξάρτηση του κατηγορουμένου, το οποίο έχει ισάξια (κατά το νόμο) βαρύτητα με την πραγματογνωμοσύνη και πολλές φορές είναι σε θέση να καλύψει τα κενά ή τις ατέλειές της.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει αβίαστα ότι το βασικό «δικονομικό όπλο» του κατηγορούμενου προκειμένου να αποδείξει την εξάρτηση του από ναρκωτικές ουσίες είναι η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που συνδέεται άμεσα ως διάγνωση της ψυχικής εξάρτησης, σύμφωνα με την ρητή ρύθμιση του νόμου.

Ωστόσο διαπιστώνουμε από την επισκόπηση της σχετικής νομολογίας, αλλά και την προσωπική μας εμπειρία στα ακροατήρια ότι αρκετά Δικαστήρια ουσίας απορρίπτουν τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της τοξικομανίας, που σχετίζεται άμεσα με την ποινική μεταχείριση του εξαρτημένου κατηγορούμενου αν και εμπεριέχεται στην δικογραφία ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη με διάγνωση πλήρωσης των απαραίτητων κριτηρίων που θέτει το προαναφερθέν άρθρο του κώδικα περί ναρκωτικών. Η αναιτιολόγητη και ενίοτε ανορθολογική απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού με παράλληλη προσκόμιση και επίκληση τεκμηριωμένης ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης οδηγεί τον τοξικομανή κατηγορούμενο στην επώδυνη ταλαιπωρία της πολυετούς κράτησης σε σωφρονιστικό κατάστημα και με την δικαίωση του να επέρχεται πλείστες φορές από το Ανώτατο Ακυρωτικό μας Δικαστήριο, ενώ έχει ήδη εκτίσει την ποινή του! Δυνάμει του δικαϊκου μας συστήματος πράγματι η πραγματογνωμοσύνη για την διάγνωση της τοξικομανίας εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Ωστόσο επειδή εδράζεται στην εξειδικευμένη ιατρική γνωμάτευση του εκάστοτε διορισμένου από τον Ανακριτή ή αντίστοιχα από αρμόδιο δικαστήριο, και αποτελεί μέσο συνδρομής ασφαλούς δικανικής κρίσης για το επίδικο θέμα, η ενδεχόμενη απόρριψη του σχετιζόμενου αυτοτελούς ισχυρισμού οφείλει να περιχαρακώνεται από επαρκή, αναλυτική και ειδική αιτιολογία, άλλως αφενός θα είναι πραγματικά επιβλαβής η απόφαση για τον τοξικομανή κατηγορούμενο όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ανασταλτική για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.

Ως εκ τούτου ασκήθηκαν αλλεπάλληλες αναιρέσεις και σας παραθέτουμε τις κάποιες από αυτές που αποτελούν νομικό φάρο για το συγκεκριμένο κρίσιμο ζήτημα. Χαρακτηριστική κρίνεται η πρόσφατη υπ’ αριθ. 220/2020 απόφαση του ΑΠ : «…..Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35. 2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής…. Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια…». Οι άνω διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν μετέβαλαν το προϋφιστάμενο της ισχύος του άνω ν. 4139/2013 νομικό καθεστώς, καθόσον η μεν αρχή της ηθικής αποδείξεως, εκ του άρθρου 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, ουδέποτε έπαυσε ισχύουσα, ώστε να επαναβεβαιωθεί η ισχύς της, από δε το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου, ως αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, κατ` εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, η δε υποχρέωση συνεκτιμήσεως των ανωτέρω στην παρ. 3 του άνω ν. 4139/2013 ενδεικτικώς παρατιθεμένων “στοιχείων», δεν μεταβάλλει αυτά σε αυξημένης αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα.  ουσιών

Με τις προπαρατεθείσες παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς περί τοξικομανίας ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, η απόφαση αντικρούει ως μη επαρκώς αιτιολογημένο το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε η διενεργηθείσα από 21-6-2016 έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης από τον ανακριτή πραγματογνώμονα, …, όπου ο αναιρεσείων χαρακτηρίζεται ως τοξικομανής, με το σκεπτικό αφενός μεν, ότι η θετική διάγνωση για τα αντικειμενικά κριτήρια, που αναφέρονται στην έκθεση, στηρίχτηκε αποκλειστικά στο ληφθέν ιστορικό, δηλαδή σε όσα δήλωσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος και σε κανένα άλλο στοιχείο, τουτέστι τα αποτελέσματα των προβλεπομένων στο άρθρο 30 § 3 του Ν.4139/2013 εργαστηριακών εξετάσεων που θα έπρεπε να είχαν διενεργηθεί, χωρίς όμως να παραθέτει αντίθετη ιατρική πραγματογνωμοσύνη ή αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, που να αποκλείουν εκείνα, στα οποία η πραγματογνώμονας θεμελίωσε το πόρισμά της, αφετέρου δε ότι η εκούσια συμμετοχή του αναιρεσείοντος στο πρόγραμμα προαγωγής αυτοβοήθειας του ΟΚΑΝΑ με την πραγματοποίηση ατομικών θεραπευτικών συναντήσεων σε εβδομαδιαία βάση (που βεβαιώνεται στο προαναφερθέν από 26-6-2017 έγγραφο) δεν είναι επαρκής προς απόδειξη του ότι αυτός είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούσε να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, προβάλλοντας ως επιχείρημα για τη αρνητική θέση αυτή ότι δεν αποδείχθηκε ποίων ναρκωτικών και σε ποια συχνότητα και ποσότητα και για πόσο χρονικό διάστημα έκανε χρήση ο αναιρεσείων. Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι επαρκής.

Πέραν τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίμησε και την υπ` αρ. 216/14-11-2018 βεβαίωση του Προγράμματος Αυτοβοήθειας του ΟΚΑΝΑ που προσκόμισε ο αναιρεσείων. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί τοξικομανίας του αναιρεσείοντος είναι βάσιμος……».

Ευθυγραμμισμένη με την ουσιαστική ratio του νόμου είναι και η υπ’ αριθ. 1805/2019 απόφαση του ΑΠ, που έχει παραπλήσιο σκεπτικό και ειδικότερα : «…….Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκατάστατων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής…. Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια…”. Οι άνω διατάξεις των παρ. 2 και 3 που δεν μετέβαλαν το προϋφιστάμενο της ισχύος του άνω ν. 4139/2013 νομικό καθεστώς, καθόσον η μεν αρχή της ηθικής αποδείξεως, εκ του άρθρου 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, ουδέποτε έπαυσε ισχύουσα, ώστε να επαναβεβαιωθεί η ισχύς της, από δε το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστού, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου, ως αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, η δε υποχρέωση συνεκτιμήσεως των ανωτέρω στην παρ. 3 του άνω ν. 4139/2013 ενδεικτικώς παρατιθέμενων “στοιχείων”, δεν μεταβάλλει αυτά σε αυξημένης αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα. Αν δε η δικαστική πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται αρνητικά για την τοξικομανία κατηγορουμένου, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση αυτή και οφείλει να ερευνήσει και τα λοιπά εισφερόμενα στη διαδικασία αποδεικτικά μέσα, ιδίως άλλες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, συνταχθείσες σε απώτατο ή και σε μεταγενέστερο χρόνο ή και ιδιωτικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αν ο κατηγορούμενος προβάλει σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό τοξικομανίας, πρέπει να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδηγούν σε απορριπτική κρίση, αντικρούοντας τα αντίθετα συμπεράσματα.

Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά, υπό τον ανωτέρω νέο νόμο, το δικαστήριο πλέον οφείλει να συνεκτιμά, εκτός από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη και τυχόν πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του ΚΠΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση για γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, όπως και από τεχνικούς συμβούλους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται ως άνω, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Το άνω αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο των εγγράφων και πρέπει το δικαστήριο να αναφέρει ειδικά ότι το έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ή να προκύπτει από το περιεχόμενο των περιστατικών που εκθέτει ότι το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα κατά τρόπο αναμφισβήτητο. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ.
ΙΙΙ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η επιβαλλόμενη επομένως κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών, που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών, είναι και ο ισχυρισμός συνδρομής τοξικομανίας του κατηγορουμένου δράστη, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης, ήτοι της απόκτησης της έξης των ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 1729/1987, 30 ΚΝΝ και ήδη προαναφερθέν άρθρο 30 παρ.1, 2, 3 του ν. 4139/2013….»

Κωδικοποιημένα, προς αποφυγή επαναλήψεως αναφέρουμε και το σκεπτικό της υπ’ αριθ 45/2019 απόφασης του ΑΠ η οποία ορθά έκρινε ότι στο πλαίσιο της Αρχής της ηθικής απόδειξης εσφαλμένα απορρίφθηκε Ισχυρισμός περί τοξικομανίας επιρρωμένος από ειδική Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη και ότι σε περίπτωση που δεν γίνονται από το Δικαστήριο δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή, απαιτείται αιτιολόγηση της αντίθετης δικανικής πεποίθησης. Έκρινε ως αναιτιολόγητη την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, αφού αφ’ ενός δεν έγινε παράθεση αρνητικών πραγματικών περιστατικών συνηγορούντων στην απόρριψη του ισχυρισμού και αφ’ ετέρου δεν αντικρούστηκαν τα εισφερθέντα προς υποστήριξη του ισχυρισμού του κατηγορουμένου αποδεικτικά μέσα, τα οποία και αναγνώσθηκαν, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με σαφήνεια αν λήφθηκαν υπ’ όψιν. Ως εκ τούτου αναίρεσε εν μέρει την προσβαλλομένη απόφαση μόνο ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού διάταξη.

Στο πλαίσιο του ανωτέρω νομικού ορθολογισμού κινήθηκαν και άλλες αποφάσεις του ΑΠ, και αναφέρουμε ενδεικτικά και όχι περιοριστικά τις υπ’ αριθ. 136/2016 ΑΠ, 1207/2016 ΑΠ, 570/2015, 818/2017 ΑΠ, 1961/2018 ΑΠ.

Επισημαίνεται συνεπώς ότι η συμβολή του ψυχιάτρου – πραγματογνώμονα στην αναζήτηση της αλήθειας είναι καθοριστική. Συνεπώς, η έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης συνιστά κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο για το δικαστήριο και θα πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ν.Κ. Ανδρουλάκης, η απόφαση που παραμερίζει επιπόλαια την έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης εκδίδεται καθ’ υπέρβαση εξουσίας και καθίσταται για το λόγο αυτό αναιρετέα σύμφωνα με το άρθρο 510 § 1 στοιχείο.

Σε ευθεία σύνδεση με την αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί τοξικομανίας, υφίσταται και το ύψος της τελικής ποινής, εφόσον αναγνωριστεί η ιδιότητα του εξαρτημένου ατόμου. Ειδικότερα υπογραμμίσουμε εμφαντικά και σε συνδυασμό με τα ανωτέρω ότι και ο ίδιος ο κώδικας περί ναρκωτικών στο άρθρο 30 § 4 (4139/2013- ειδική ποινική μεταχείριση δραστών τοξικομανών) θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού και τροποποίησης, από την αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή με συμπλήρωση και του άρθρου 23, ήτοι να αναγνωρίζεται και στον δράστη – τοξικομανή που έχει κριθεί ένοχος για την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών του ως άνω άρθρου που το πλαίσιο ποινής του περιλαμβάνει μέχρι την ισόβια κάθειρξη! Η παράλειψη της ειδικής μεταχείρισης του διαγνωσμένου χρήστη και εκ παραλλήλου καταδικασθέντος με το επαχθές σε κάθε περίπτωση άρθρο 23 του κώδικα περί ναρκωτικών αντιστρατεύεται την δίκαιη και συνταγματικά κατοχυρωμένη ίση αντιμετώπιση in concrete όλων των κατηγορουμένων εκτιμούμε ότι στο πλαίσιο εφαρμογής της magna Karta των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο επίδικος νόμος σε αυτό το σημείο είναι επιβεβλημένο να διευρύνει το πεδίο αναγνώρισης της ειδικής ποινικής μεταχείρισης σε όλο το φάσμα των εμπλεκομένων χρηστών σε αδικήματα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Είναι τελικά ανορθόδοξο να δύναται να αναγνωριστεί στον αρχηγό μιας εγκληματικής οργάνωσης η ιδιότητα του τοξικομανούς επί παραδείγματι σε περίπτωση που τεκμηριωμένα προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό, αλλά να μην προβλέπεται αυτή η δυνατότητα στον νόμο για τον διακινητή ναρκωτικών, του οποίου η πράξη έχει προσδοκώμενο όφελος του που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, και η επαπειλούμενη ποινή είναι η ισόβια! Η ορθή τροποποίηση του νόμου, και συγκεκριμένα η ίση αντιμετώπιση όλων των δραστών που είναι εξαρτημένοι από ναρκωτικές ουσίες χρήστες, θα βελτιώσει την ποινική μεταχείριση του τοξικομανούς κατηγορούμενου.   ουσιών                           ουσιών

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις