Ως ανθρώπινα όντα, μέλη μιας έτοιμης ενεργούς κοινωνίας στην οποία τυχαία βρεθήκαμε και την οποία εξελίσσουμε διαρκώς, ήδη από την γέννησή μας χαιρόμαστε δικαιώματα, δηλαδή ελευθερίες, οι οποίες βεβαίως περιορίζονται από τις υποχρεώσεις που η κοινωνία μας επιβάλει. Με απλά λόγια σε αυτόν τον κόσμο είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε, μα ό,τι θέλουμε, πλην μιας λίστας απαγορευμένων πράξεων για έναν απλό λόγο: Ώστε η ελευθερία μας να μην επισκιάζει την ελευθερία του διπλανού μας και τούμπαλιν.
Του Αντώνη Μπιδέρη – Δικηγόρου
Η ΛΙΣΤΑ ΜΕ ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ
Απαγορευμένο είναι μόνο ό,τι μνημονεύεται στον νόμο ως τέτοιο και μόνο εάν αυτό έχει απαγορευτεί πριν τελεστεί από τον άνθρωπο που με όρους ποινικού δικαίου ονομάζεται «δράστης».
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κατερίνα Κατσαρού: Περί βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης
Έτσι λοιπόν, με μια λίστα απαγορευμένων πράξεων για τις οποίες προβλέπεται συγκεκριμένη τιμωρία, η Πολιτεία επιδιώκει να προστατέψει τα έννομα αγαθά, να αποδοκιμάσει την συμπεριφορά του δράστη απομονώνοντάς τον, και με τον τρόπο αυτόν να παραδειγματίσει, ώστε να συνεχιστεί το «κοινωνικό ταξίδι» αρμονικά.
336 ΠΚ – ΒΙΑΣΜΟΣ
Στο 19ο βιβλίο της λίστας των απαγορευμένων πράξεων την οποία ονομάζουμε Ποινικό Κώδικα, περιγράφονται οι τιμωρητέες από την Πολιτεία μας συμπεριφορές ως «εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας». Στη κορωνίδα αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, με τον αριθμό 336, περιγράφεται η πράξη που τιμωρείται ως Βιασμός και δίδεται το πλαίσιο τιμωρίας της. Κατά λέξη αναφέρεται:
«1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
- Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις
- Αν η πράξη της παραγράφου 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
- Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη.»
Για να διαπιστώσουμε τον βαθμό ποινικού βάρους του εγκλήματος ανατρέχουμε στην επαπειλούμενη ποινή που έχει προβλέψει ο νομοθέτης. Στην περίπτωση αυτή η λέξη «κάθειρξη» μας δίνει την πληροφορία ότι το έγκλημα αυτό, στο δικαΐκό μας σύστημα αντιμετωπίζεται ως κακούργημα.
Η κάθειρξη είναι κύρια ποινή στερητική της ελευθερίας και διακρίνεται σε πρόσκαιρη κάθειρξη και ισόβια κάθειρξη. Η πρόσκαιρη κάθειρξη κυμαίνεται από 5 έως 15 έτη.
Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ
Η διαπίστωση ότι πρόκειται για κακούργημα έχει σημασία τόσο για την ποινική αντιμετώπιση του κατηγορούμενου, όσο και για την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης με παραγραφή.
Πράγματι το αξιόποινο μιας πράξης εξαλείφεται με παραγραφή και ενώ για τα πλημμελήματα η παραγραφή επέρχεται κατά κανόνα σε πέντε έτη από την τέλεση τους, για τα κακουργήματα ο χρόνος της παραγραφής αμβλύνεται σε 20 έτη εάν για αυτά προβλέπεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και σε 15 έτη σε κάθε άλλη περίπτωση κάθειρξης.
Δηλαδή για να οδηγηθεί στο ακροατήριο μια υπόθεση κακουργήματος για το οποίο απειλείται κάθειρξή (όχι ισόβια), θα πρέπει να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη για την πράξη αυτή πριν παρέλθει δεκαπενταετία από την τέλεσή της.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΑΝΗΛΙΚΟ ΘΥΜΑ
Ωστόσο ο ποινικός νομοθέτης στο άρθρο 113 έχει προβλέψει την αναστολή της παραγραφής για ορισμένους λόγους. Στο σημείο 4 του παραπάνω άρθρου προβλέπεται ότι «η προθεσμία παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκου , αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος». Με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης σταματά την προθεσμία για την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης εφόσον θύμα υπήρξε ανήλικος, για όσο χρόνο αυτός παραμένει ανήλικος. Επομένως το κακούργημα που κατά κανόνα παραγράφεται στα 15 έτη εφόσον δεν έχει ασκηθεί δίωξη, εάν έχει τελεστεί κατά ανηλίκου, στο χρόνο παραγραφής προστίθεται ο χρόνος της ανηλικότητάς του από την τέλεση έως την ενηλικίωσή του. Έτσι δύνανται να διωχθούν και μετά την 15ετία εγκλήματα που έχουν τελεστεί κατά ανηλίκων και για τα οποία δεν έχει ασκηθεί δίωξη. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που ο βιασμός έχει συμβεί ανήλικου προσώπου.
Ως προς την δίωξη του εγκλήματος του βιασμού, αυτή ασκείται αυτεπαγγέλτως, δηλαδή δεν είναι αναγκαία για την κίνηση της η κατάθεση έγκλησης από πλευράς του παθόντος. Αρκεί οποιοσδήποτε να φέρει σε γνώση της Εισαγγελικής αρχής την είδηση τέλεσης του εγκλήματος. Ωστόσο, ειδικά για την περίπτωση του βιασμού προβλέπεται ότι εάν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη, τότε ο εισαγγελέας δύναται να απόσχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε περίπτωση που έχει ήδη ασκηθεί η ποινική δίωξη, το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να την παύσει οριστικά.
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Στην περίπτωση τέλεσης Κακουργήματος, δηλαδή εγκλήματος για το οποίο προβλέπεται ως τιμωρία η κάθειρξη, η προδικασία που ακολουθείται από την στιγμή της άσκησης της ποινικής δίωξης έως ότου η υπόθεση οδηγηθεί στο ακροατήριο για να δικαστεί, ονομάζεται Κύρια Ανάκριση.
Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνο ο ανακριτής, δηλαδή ένας τακτικός Δικαστής, μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει. Μόλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του εισαγγελέα, καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία.
Ο ανακριτής συντάσσει με ακρίβεια το κατηγορητήριο. Δηλαδή περιγράφει την πράξη για την οποία θα κληθεί ο κατηγορούμενος να απολογηθεί.
Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος παρά μόνο αν μετά την διενέργεια ανακριτικών πράξεων δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις εναντίον. Στον κατηγορούμενο επιδίδεται κλήση για να εμφανισθεί στον ανακριτή. Αν ο κατηγορούμενος που κλήθηκε δεν εμφανίστηκε, μπορεί να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής.
ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ
Ο Κανόνας ορίζει ότι εκτός από τα εγκλήματα που τελούνται σε χρόνους αυτοφώρου κανείς δεν συλλαμβάνεται χωρίς ειδικά αιτιολογημένο ένταλμα του ανακριτή η του δικαστικού συμβουλίου. Ο ανακριτής εκδίδει το ένταλμα σύλληψης αφού ακούσει τον εισαγγελέα αν μεταξύ άλλων λόγων ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στην χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή η αν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στον νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα δέκα πέντε έτη ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό.
Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΟΓΙΑ – ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ
Σε αυτό το στάδιο ο κατηγορούμενος με τον συνήγορο υπεράσπισής του, έχει δικαίωμα να λάβει γνώσει του συνόλου της δικογραφίας ώστε να ετοιμάσει την απολογία του. Συνήθως ζητείται προθεσμία προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα μελέτης της δικογραφίας και προετοιμασία της υπερασπιστικής γραμμής. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα ο συλληφθείς παραμένει υπό κράτηση εφ’ όσον έχει συλληφθεί με ένταλμα. Στην λήξη της προθεσμίας που δόθηκε από τον ανακριτή θα εμφανιστεί ενώπιον του με τον συνήγορό του και θα απολογηθεί είτε απαντώντας σε ερωτήσεις, είτε προσκομίζοντας έγγραφο υπόμνημα με την απολογία του.
ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ
Το σημείο αυτό είναι κρίσιμο για το άμεσο μέλλον του κατηγορουμένου καθώς αμέσως μετά την απολογία του και αφού επισκεφτεί το γραφείο του εισαγγελέα για να σχηματίσει και εκείνος γνώμη, ανακριτής και εισαγγελέας θα αποφασίσουν για το αν θα αφεθεί ελεύθερος μέχρι την ημέρα της δίκης με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, ή εάν θα διατάξουν την προσωρινή του κράτηση έως την ημέρα που η υπόθεση θα φθάσει στο ποινικό ακροατήριο. Σε περίπτωση συμφωνίας των δύο δικαστικών λειτουργών η απόφαση ανακοινώνεται αμέσως, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας θα κρίνει επί του ζητήματος το δικαστικό συμβούλιο.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ
Εκείνος που εναντίον του μετά την απολογία του εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης οδηγείται στις φυλακές των υποδίκων και παραδίδεται στο διευθυντή τους μαζί με το ένταλμα προσωρινής κράτησης. H σχετική έκθεση που συντάσσεται εντάσσεται στη δικογραφία. Από την ημέρα που έγινε η παράδοση αρχίζει η διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Αν όμως ο κρατούμενος είχε κρατηθεί πριν από την ημέρα αυτή επειδή είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω ή με ένταλμα, η διάρκεια της προσωρινής κράτησης θεωρείται ότι άρχισε από την ημέρα που κρατήθηκε.
Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών. Αυτή η προσφυγή γίνεται εντός 10 ημερών το αργότερο και αποκλείεται εάν την απόφαση για προσωρινή κράτηση επέβαλε το δικαστικό συμβούλιο ύστερα από διαφωνία εισαγγελέα με ανακριτή. Σε κάθε περίπτωση με την προσφυγή αυτή ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτηση με έναν ή περισσότερους περιοριστικούς όρους λιγότερο επαχθείς από την στέρηση της ελευθερίας και αυτό πράγματι μπορεί να γίνει δεκτό εφόσον οι δικαστές πεισθούν ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι ύποπτος φυγής και ότι κατά την ημέρα της δίκης του θα είναι παρών για να δικαστεί.
Αν στη διάρκεια της ανάκρισης προκύψει ότι δεν υπάρχει πλέον ο λόγος για τον οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, μπορεί ο ανακριτής αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του εισαγγελέα να άρει αυτά τα μέτρα.
Σε κάθε περίπτωση έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί του εγκλήματος η προσωρινή κράτηση για το ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις η προσωρινή κράτηση μπορεί να παραταθεί για έξι το πολύ μήνες με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα. Αν δεν διαταχθεί η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης το ένταλμα ή το βούλευμα με το οποίο είχε διαταχθεί παύει να ισχύει και ο αρμόδιος εισαγγελέας διατάσσει την απόλυση του προσωρινώς κρατουμένου.