Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΕ) έκρινε ότι οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου δεν μπορούν να αποθηκεύουν αδιακρίτως βιομετρικά και γενετικά δεδομένα για όσους διέπραξαν ποινικά αδικήματα μέχρι το θάνατό τους, ανέφερε σε απόφαση που δημοσιεύθηκε την Τρίτη (30 Ιανουαρίου).
Ως βιομετρικά δεδομένα νοούνται οι προσωπικές πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση ενός ατόμου και μπορούν να αποτελέσουν μέρος μιας διαδικασίας ψηφιακής επαλήθευσης της ταυτότητας. Τα δεδομένα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν δακτυλικά αποτυπώματα, συστήματα αναγνώρισης προσώπου ή σαρώσεις ίριδας.
Τα γενετικά δεδομένα είναι προσωπικά δεδομένα σχετικά με τα γενετικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου, όπως το φύλο, η φυλή, το ύψος ή το βάρος. Μπορούν να είναι πιο συγκεκριμένα και να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ψυχολογική ή σωματική υγεία.
Αυτού του είδους τα δεδομένα αποτελούν μέρος των πληροφοριών που συλλέγονται για όσους διαπράττουν ποινικά αδικήματα στα κράτη μέλη της ΕΕ και θα μπορούσαν να αποθηκεύονται για αυτούς μέχρι το θάνατό τους. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως έκρινε τώρα ότι η πρακτική αυτή αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ.
«Το αποτέλεσμα της απόφασης είναι τόσο ευπρόσδεκτο όσο και μη αναπάντεχο», δήλωσε στο Euractiv ο Lorenzo Dalla Corte, επίκουρος καθηγητής στο δίκαιο προστασίας δεδομένων και κυβερνοασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Tilburg.
«Η νομολογία του Δικαστηρίου για τη διατήρηση δεδομένων ήταν αρκετά σαφής σχετικά με το γεγονός ότι τα γενικά και άνευ διακρίσεως μέτρα διατήρησης δεδομένων που πραγματοποιούνται για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τη δίωξη (σοβαρών) εγκλημάτων είναι αντίθετα προς το δίκαιο της ΕΕ», εξήγησε.
Ο Dalla Corte πρόσθεσε ότι «ενώ η εν λόγω νομολογία περιστράφηκε γύρω από διαφορετικά θέματα, όπως τα δεδομένα τηλεποικινωνιών και τα μητρώα ονομάτων επιβατών, είναι λογικό να εφαρμοστούν οι αρχές της στην οδηγία 2016/680 και στην προκειμένη περίπτωση, όπως έκανε το Δικαστήριο».
Η απόφαση ακολουθεί μια υπόθεση στη Βουλγαρία σχετικά με την καταχώριση στα αστυνομικά αρχεία ενός προσώπου που προσέφερε ψευδή ή ελλιπή κατάθεση ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή, μετά την οποία το άτομο αποκαταστάθηκε νομικά.
Σύμφωνα με τη βουλγαρική νομοθεσία, τα δεδομένα που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο διατηρούνται σε αρχεία, τα οποία μπορούν να τύχουν επεξεργασίας από τις αρχές. Οι αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά χωρίς χρονικό περιορισμό έως τον θάνατό του.
Το άτομο ζήτησε να διαγραφούν τα αρχεία του, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε, διότι μια τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση δεν μπορεί να διαγραφεί από τα αστυνομικά αρχεία, ακόμη και μετά από νομική αποκατάσταση. Κατόπιν έφεσης, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας υπέβαλε ερωτήματα στο Δικαστήριο της ΕΕ.
Το ευρωπαϊκό δικαστήριο επεσήμανε ότι τα βουλγαρικά αστυνομικά αρχεία περιλαμβάνουν δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφία, δείγμα DNA και δεδομένα σχετικά με τα ποινικά αδικήματα. Αυτά μπορούν να είναι απαραίτητα για να εξακριβωθεί εάν ένα πρόσωπο έχει διαπράξει έγκλημα ή έχει καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο της ΕΕ, τα άτομα αυτά δεν παρουσιάζουν τον ίδιο βαθμό κινδύνου αν εμπλακούν σε ποινικό αδίκημα και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η ύπαρξη ενιαίας διάρκειας αποθεματοποίησης των δεδομένων τους, η οποία θα διαρκεί μέχρι το θάνατό τους, διευκρινίζοντας ότι το εν λόγω χρονικό πλαίσιο θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
«Το κρίσιμο σημείο εδώ δεν αφορά τη νομιμότητα του μέτρου που αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, ούτε την καταλληλότητά του ως εργαλείο για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τη δίωξη του εγκλήματος», δήλωσε ο Dalla Corte.
«Αντίθετα, το πρόβλημα με αυτού του είδους τα μέτρα είναι ότι η γενική και αδιάκριτη αποθήκευση (ευαίσθητων) προσωπικών δεδομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί ‘αναγκαία’, καθώς είναι δυνατόν να οραματιστεί κανείς κατάλληλες εναλλακτικές λύσεις που θα οδηγούσαν σε μικρότερη παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα των εμπλεκομένων».
Σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, οι εθνικές νομοθεσίες πρέπει να υποχρεώνουν τους υπεύθυνους επεξεργασίας δεδομένων να επανεξετάζουν περιοδικά αν η αποθήκευση δεδομένων εξακολουθεί να είναι αναγκαία ή όχι. Στην περίπτωση των τελευταίων, πρέπει επίσης να προσφέρουν στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να διαγράψει τις πληροφορίες.
Ο Dalla Corte κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι νομοθέτες των κρατών μελών της ΕΕ θα πρέπει τελικά να υπολογίσουν ότι η διατήρηση δεδομένων μέχρι το θάνατο ενός προσώπου μπορεί να θεωρηθεί «κατάλληλη» μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις και να εισάγουν τις κατάλληλες αποχρώσεις στη νομοθεσία τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι προτάσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων σχετικά με την ενοποίηση των Ειρηνοδικείων
Λέσβος: Αθώα από την κατηγορία της κατασκοπείας 16 μέλη της ΜΚΟ ERCI