Mετά την παραπομπή στο τριμελές εφετειο Πατρών η κατηγορούμενη αθωώθηκε ομόφωνα στις 20/6/2023. Την υπεράσπισε ο ποινικολόγος Παναγιώτης Γκουσκος
Ο Άρειος Πάγος έκρινε μη επαρκώς αιτιολογημένη την απόρριψη από το δικαστήριο της ουσίας του αιτήματος αναβολής, άλλως διακοπής, της δίκης λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης (ΑΠ 818/2023)
Κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτημα αναβολής της δίκης, κατά το άρθρο 349 του ΚΠΔ, για σοβαρούς λόγους υγείας ή για λόγο ανώτερης βίας του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, μολονότι η παραδοχή ή η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου.
Πρέπει, δηλαδή, να διαλαμβάνει στο αιτιολογικό της (α) τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο, για να διαμορφώσει τη σχετική (απορριπτική) κρίση του, (β) τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία θεμελιώθηκε η αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, (γ) τις νομικές σκέψεις που αιτιολογούν τη δικανική πεποίθηση ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν αποτελεί νόμιμο και βάσιμο λόγο αναβολής της δίκης (σοβαρή ασθένεια ή γεγονός ανώτερης βίας του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του) και την αντίστοιχη απορριπτική κρίση του δικαστηρίου για το αίτημα αναβολής, διαφορετικά για την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο.
Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε αίτημα της κατηγορουμένης για αναβολή, άλλως διακοπή, της δίκης στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισής της, λόγω αδυναμίας του τελευταίου να παρασταθεί λόγω σοβαρής ασθένειας. Κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, τα προσκομισθέντα έγγραφα, που αφορούν στον επικαλούμενο λόγο υγείας του άνω συνηγόρου, δεν συνιστούν ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού ιδρύματος, ούτε προέρχονται από ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, από τα οποία και μόνον αποδεικνύεται ο λόγος υγείας ως σημαντικό αίτιο (με δυνατότητα ελέγχου της ακρίβειας όσων πιστοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο από το δικαστήριο), καθόσον (τα έγγραφα αυτά) δεν προέρχονται από δημόσιο φορέα, ενώ προσθέτως δεν είναι αρκετή η γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού.
Το ανώτατο δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε πως η ως άνω αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, δεν είναι η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που επιβάλλεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ. Και τούτο, διότι δεν μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο, για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση του, ούτε αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε το κατ’ ουσίαν αβάσιμο του αιτήματος αναβολής, ούτε τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή.
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος επεσήμανε ότι η παραπάνω αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης το αποδεικτικό μέσο από το οποίο το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίμαχη ιατρική γνωμάτευση δεν προερχόταν από ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και, ως εκ τούτου, κατέληξε στην κρίση ότι δεν ήταν βάσιμος ο λόγος αναβολής της δίκης, λόγω ασθενείας του ανωτέρω συνηγόρου της αναιρεσείουσας, ούτε εκτίθεται στην ίδια απόφαση κάποιο άλλο αντίθετο αποδεικτικό μέσο για την κατάσταση της υγείας του εν λόγω συνηγόρου που να δικαιολογεί την απόρριψη του αιτήματος.
Επίσης, η αναφορά στην παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι η υπόθεση εισαγόταν στο δικαστήριο εκ νέου, αφού αυτή είχε ήδη αναβληθεί μία φορά, και η επίκληση του κινδύνου παραγραφής της πράξης, δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης.
Πέραν των ανωτέρω, υποβλήθηκε και επικουρικό αίτημα διακοπής της δίκης, που είναι αυθύπαρκτο και διάφορο από το αίτημα αναβολής, στο οποίο το δικαστήριο υποχρεούντο, εφόσον απέρριψε το αίτημα αναβολής, να απαντήσει με αιτιολογημένη απόφαση του, πλην όμως το απέρριψε άνευ οποιασδήποτε αιτιολογίας.
Απόσπασμα απόφασης
Ακολούθως, το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το ως άνω αίτημα με την ακόλουθη επί λέξει αιτιολογία: “Στην προκείμενη περίπτωση εμφανίστηκε “ως άγγελος” η δικηγόρος Πατρών Ηλιάνα Καββαδά, η οποία αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι ο πληρεξούσιος συνήγορος υπερασπίσεως της κατηγορουμένης Πέτρος Πανταζής, Δ.Σ. Πειραιά, αδυνατεί να προσέλθει στο Δικαστήριο λόγω ασθενείας και εξ αυτού του λόγου αιτήθηκε την αναβολή, άλλως διακοπή της δίκης. Το αίτημα αυτό του συνηγόρου της κατηγορούμενης, το οποίο υποβλήθηκε παραδεκτά από την ως άνω δικηγόρο Πατρών Ηλιάνα Καββαδά είναι μεν νόμιμο στηριζόμενο στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ, πλην όμως είναι απορριπτέο. Ειδικότερα, προς υποστήριξη του υποβληθέντος αιτήματος προσκομίστηκαν από την ως άνω δικηγόρο Πατρών, ενεργούσα “ως άγγελος”, η από 26.02.2023 ιατρική γνωμάτευση και η από 26.02.2023 συνταγογράφηση (θεραπευτική αγωγή), που συντάχθηκαν από τον ιατρό ειδικό πνευμονολόγο-φυματιολόγο Π. Κ., και τα οποία αναγνώστηκαν δημόσια στο ακροατήριο από τον Πρόεδρο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα. Σύμφωνα με τα παραπάνω έγγραφα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κατηγορουμένης Πέτρος Πανταζής εξετασθείς κατ’ οίκον από τον ανωτέρω ιατρό, πάσχει από εμπύρετο λοίμωξη του αναπνευστικού επί εδάφους ασθματικής βρογχίτιδας, επίμονο βήχα, πλευροδυνία-θωρακαλγία και συστήθηκε να παραμείνει κλινήρης επί πενθήμερο, δηλαδή από 26-2-2023 έως και την 2-3-2023 και επανέλεγχος αυτού. Όμως, τα έγγραφα αυτά, που αφορούν στον επικαλούμενο λόγο υγείας του άνω συνηγόρου υπερασπίσεως της κατηγορουμένης, διορισμένου κατ’άρθρο 340 παρ.3 ΚΠοινΔ με την από 29-11-2022 έγγραφη εξουσιοδότηση, δεν συνιστούν ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού ιδρύματος, ούτε προέρχονται από ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, από τα οποία και μόνον αποδεικνύεται ο λόγος υγείας ως σημαντικό αίτιο (με δυνατότητα ελέγχου της ακρίβειας όσων πιστοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο από το δικαστήριο), κατά τη ρητή επιταγή της ως άνω διάταξης του εδαφίου 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 349 ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το Ν.4947/2022, καθόσον (τα έγγραφα αυτά) δεν προέρχονται από δημόσιο φορέα, ενώ προσθέτως δεν είναι αρκετή η προαναφερόμενη γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού. Εξάλλου, η αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην εκκαλούσα-κατηγορουμένη φέρεται ότι έχει χρόνο τέλεσης την 15-7-2015 και συντρέχει κίνδυνος παραγραφής της, ενώ ήδη έχει χορηγηθεί άλλη μία φορά αναβολή κατά το άρθρο 349 ΚΠοινΔ λόγω κωλύματος (άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις) του ίδιου ως άνω συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορουμένης όπως προκύπτει από την αρ.904/6.12.2022 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου ούτε περαιτέρω αποδεικνύεται η συνδρομή άλλου λόγου ανώτερης βίας στο πρόσωπο του. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδεικνύεται κατά νόμο το ανωτέρω αίτιο περί αδυναμίας εμφανίσεως του συνηγόρου υπερασπίσεως της κατηγορουμένης, διορισμένου κατ’άρθρο 340 παρ.3 ΚΠοιΔ από ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού ιδρύματος ή ιατρού πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το αίτημα αυτού περί αναβολής (άλλως διακοπής) της δίκης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμο”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού διαπίστωσε την νόμιμη κλήτευση της εκκαλούσας κατηγορουμένης, ήδη αναιρεσείουσας για να παραστεί κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, απέρριψε με την 167/2023 οριστική απόφασή του, την έφεση ως ανυποστήρικτη, λόγω της απουσίας της εκκαλούσας κατηγορουμένης. Η αιτιολογία, όμως, αυτή για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, δεν είναι η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που επιβάλλεται από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, διότι δεν μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση του, ούτε αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία, στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε το κατ’ ουσίαν αβάσιμο του αιτήματος αναβολής, ούτε τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή. Ειδικότερα, η παραπάνω αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης το αποδεικτικό μέσο από το οποίο το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίμαχη ιατρική γνωμάτευση δεν προερχόταν από ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ως εκ τούτου, κατέληξε στην κρίση ότι δεν ήταν βάσιμος ο λόγος αναβολής της δίκης, λόγω ασθενείας του ανωτέρω συνηγόρου της αναιρεσείουσας, ούτε εκτίθεται στην ίδια απόφαση κάποιο άλλο αντίθετο αποδεικτικό μέσο για την κατάσταση της υγείας του εν λόγω συνηγόρου που να δικαιολογεί την απόρριψη του αιτήματος. Επίσης, η αναφορά στην παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι η υπόθεση εισαγόταν στο Δικαστήριο εκ νέου, αφού αυτή είχε ήδη αναβληθεί μία φορά και η επίκληση του κινδύνου παραγραφής της πράξης, δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης. Πέραν τούτου όμως υποβλήθηκε κατά τα προαναφερθέντα, και επικουρικό αίτημα διακοπής της δίκης, που είναι αυθύπαρκτο και διάφορο από το αίτημα αναβολής, στο οποίο το Δικαστήριο υποχρεούντο, εφόσον απέρριψε το αίτημα αναβολής, να απαντήσει με αιτιολογημένη απόφαση του, πλην όμως το απέρριψε άνευ οποιασδήποτε αιτιολογίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι εξής αναιρετικοί λόγοι: α) ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος, σχετικά με την έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 στου Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην υπ’αριθμ. 166/2023 παρεμπίπτουσα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, ως προς την απόρριψη του αιτήματος της αναβολής της δίκης, κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ, λόγω σημαντικών αιτίων (ασθένεια) στο πρόσωπο του συνηγόρου της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, καθώς και ως προς την απόρριψη του επικουρικώς υποβληθέντος αιτήματος διακοπής της δίκης για την ίδια αιτία, και β) ο αναιρετικός λόγος της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβίασης των διατάξεων που καθορίζουν την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Α’ σε συνδυασμό με άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ’ ν.ΚΠΔ και 6 παρ. 1, 3 εδ. γ’ ΕΣΔΑ). Τέλος η μετά την αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής άλλως διακοπής απόρριψη της έφεσης της εκκαλούσας κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας ως ανυποστήρικτης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 167/2023 απόφαση ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης για παράνομη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.