Aπό την 1-1-2021 τίθεται σε εφαρμογή ο νόμος 4738/2020, στις διατάξεις του οποίου προβλέπεται η πτωχευτική διαδικασία φυσικών και νομικών προσώπων.
Το συγκεκριμένο νομοθέτημα δέχτηκε δριμεία κριτική σχεδόν από το σύνολο των θεσμικών φορέων, οι οποίοι με δημόσιες τοποθετήσεις τους στηλίτευσαν την σοβαρότατη ανισορροπία εις βάρος των οφειλετών, τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων.
Οι διατάξεις που στηλιτεύτηκαν σφόδρα -δικαίως- αφορούσαν:
- Την πτώχευση για πρώτη φορά και των φυσικών προσώπων
- Την εκποίηση- ρευστοποίηση της πρώτης κατοικίας
- Την υποχρεωτική υποβολή πτώχευσης από τον ίδιο τον οφειλέτη
- Την παρακράτηση του εισοδήματος πάνω από το ακατάσχετο όριο για το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης και μέχρι την απαλλαγή από τα χρέη
- Την πτώχευση εκτός του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή
- Την ραγδαία απομείωση της αξίας των ακινήτων προκειμένου να ρευστοποιηθούν
- Την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή αποζημίωσης και κυρίως
- Την έλλειψη ουσιαστικής προστασίας των ευάλωτων κοινωνικά – οικονομικά ομάδων
Προσεγγίζοντας τις νομοθετικές προβλέψεις για τους ευάλωτους οφειλέτες που θα τίθενται σε καθεστώς πτώχευσης και μάλιστα υποχρεωτικής, θεσμοθετήθηκε η μεταβίβαση της κατοικίας τους στον “Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων” και η κατ’ επιλογή του φορέα, μίσθωση του ακινήτου για δώδεκα έτη και στην συνέχεια η επαναγορά του με την καταβολή τιμήματος ίσου με την εμπορική του αξία. .
Ο σχετικός διάλογος στην δημόσια σφαίρα περιστράφηκε, αφενός στην απώλεια των μισθωμάτων των δώδεκα ετών λόγω της μη προσμέτρησης των καταβαλλόμενων χρηματικών ποσών στο τίμημα επαναγοράς και αφετέρου στην πιθανολογούμενη αδυναμία του ευάλωτου οφειλέτη στην επαναγορά του ακίνητου λόγω των πολύ χαμηλών εισοδημάτων του και της πτώχευσης του.
Ωστόσο, το ουσιαστικό και πραγματικό πρόβλημα των ευάλωτων ομάδων συνίσταται στην αδυναμία πρακτικής εφαρμογής των συγκεκριμένων νομοθετικών προβλέψεων περί επαναμίσθωσης. Και τούτο διότι δεν ελέγχθηκε η δυνατότητα καταβολής μισθώματος και συνεπώς τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που τέθηκαν θα καταστήσουν τις σχετικές διατάξεις ανεφάρμοστες.
Ειδικότερα: σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 217 “Ευάλωτος νοείται ο οφειλέτης που στο πρόσωπο του πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά και περιουσιακά και λοιπά κριτήρια που ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017” (νόμος περί παροχής του στεγαστικού επιδόματος). Λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά εισοδηματικά κριτήρια λ.χ. του άγαμου ευάλωτου οφειλέτη, το εισόδημα δεν πρέπει να ξεπερνά το ποσό των 7.000€ ετησίως, ήτοι 580€ μηνιαίως.
Επομένως, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα, πως είναι δυνατόν με το πενιχρό αυτό εισόδημα ο ευάλωτος να καταβάλει μίσθωμα και ταυτόχρονα να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης του – για αξιοπρεπή διαβίωση δεν τίθεται θέμα. Το προβλεπόμενο επίδομα των 70€ που θα παρέχει το κράτος, σαφώς δεν προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Συνεπώς, η πολυδιαφημιζόμενη προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών υφίσταται μόνο στην σφαίρα της φαντασίας αυτών που την υποστηρίζουν.
Σαφώς αυτή η σημαντική πτυχή “περί ανεφάρμοστου” της προστασίας του ευάλωτου οφειλέτη θα έπρεπε – πρέπει να επικρατήσει κατά κύριο λόγο στον δημόσιο διάλογο με στόχο πάντα την βελτίωση των σχετικών διατάξεων πριν αυτές τεθούν σε εφαρμογή.
Η προστασία των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων είναι πρωτίστως θέμα ηθικής τάξης. Εάν δε, ληφθεί υπόψη, ότι οι “κόκκινες” οφειλές βρίσκονται σε μεγάλο ποσοστό στα χέρια κερδοσκοπικών funds, που δρουν αμιγώς με χρηματοοικονομικά κριτήρια χωρίς ψήγμα κοινωνικής ευαισθησίας και θα εργαλειοποιήσουν την πτωχευτική διαδικασία για επίτευξη υπέρογκων κερδών, καθίσταται αδήριτη ανάγκη η ουσιαστική και πραγματική προστασία των ευάλωτων ομάδων που ταυτόχρονα θα αποτρέψει και την διαφαινόμενη κοινωνική έκρηξη.