Είναι πρόδηλο, ότι εξαιτίας και συνεπεία της σοβούσας παθογένειας εις ορισμένους οργανισμούς του Δημοσίου αλλά και εν γένει εις την κεντρική διοίκηση ενίοτε, έχει παρατηρηθεί πλειστάκις το φαινόμενο να εκκινείται μία πειθαρχική διαδικασία η οποία όμως να ενδημεί ανολοκλήρωτη εις το διεηνεκές, υπό την έννοια μετά την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία και κατόπιν αυτής, να κοινοποιείται προς αυτόν η παραπομπή του, προς το πειθαρχικό συμβούλιο με αποτέλεσμα όμως, ουδέποτε να συγκαλείται το συμβούλιο υπό την δικαιοδοσία του καθ’ ύλην αρμοδίου προϊσταμένου οργάνου, επί μακρόν, με συνέπεια ο υπάλληλος να καθίσταται υπηρεσιακά δέσμιος της αβελτηρίας της Διοίκησης, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η υπηρεσιακή του ανέλιξη ή τυχόν μετακίνηση του, εξαιτίας και συνεπεία της Δαμοκλείου Σπάθη της μη λελυμένης αυτής εκκρεμότητας.
Περαιτέρω το άρθρο 122 του Ν. 3528/2007 προβλέπει τα εξής αναφορικώς προς την πειθαρχική δίωξη :
1.«Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο μηνών από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με την παραπομπή ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός δύο μηνών από την παραπομπή εκτός εάν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης, οπότε ολοκληρώνεται εντός δύο μηνών από την παραπομπή εκτός εάν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης οπότε ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων μηνών» (όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 122 αντικαταστάθηκε από την υποπαρ. Στ.6 της παρ. Στ’ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013 (ΦΕΚ Α’ 107/9.05.2013 (ΦΕΚ Α’ 107/9-05-2013. Προηγουμένως το άρθρο 122 είχε αντικατασταθεί από το άρθρο δεύτερο του Ν. 4057/2012)
2. « Η υπαίτια παράβαση των διατάξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου εκδικάζεται μετά από παραπομπή ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 146Α.(όπως το άρθρο 122 αντικαταστάθηκε από το άρθρο δεύτερο του Ν. 4057/2012 (ΦΕΚ Α’ 54/14.03.2012)»
Με βάσει δηλαδή τα ως άνω, ήδη ο Νόμος έχει λάβει μέριμνα ορίζοντας με ακρίβεια, σαφήνεια και πληρότητα το αφετήριο χρονικό σημείο ολοκλήρωσης της πειθαρχικής διαδικασίας, ούτως ώστε να μην εκκρεμεί επί ακαθόριστου και δυσμενώς αόριστου χρονικού διαστήματος, η διερεύνηση της πειθαρχικών υποθέσεων, εις βάρος του εκάστοτε υπαλλήλου, με συνεπαγόμενη ιδιαζόντως επαχθή συνέπεια, την φαλκίδευση οιασδήποτε τυχόν επικείμενης υπηρεσιακής μεταβολής εις το εγγύς μέλλον, ένεκεν της αδικαιολόγητης από τις περιστάσεις και καθόλα καταχρηστικής συμπεριφοράς της Διοίκησης να κωλυσιεργεί αναιτιολόγητα και επί μακρού, την προσήκουσα ολοκλήρωση της διαδικασίας, με αποτέλεσμα ο υπάλληλος να καθίσταται ακουσίως, ανήμπορος να εξελιχθεί υπηρεσιακά και εν γένει να προαχθεί.
Εις επίρρωση των ως άνω ο ίδιος ο Νόμος προβλέπει ότι η μη τήρηση των προθεσμιών αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, εφόσον αποδειχθεί ότι η παράβαση είναι υπαίτια, ήτοι έγινε με δόλο ή αμέλεια. Το παράπτωμα της παραγράφου 2 εντάσσεται στα «ειδικά» πειθαρχικά παραπτώματα του άρθρου 107 παρ. 2. Ειδικότερα η υπαίτια παράβαση των προθεσμιών από μονομελές πειθαρχικό όργανο, διώκεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο του άρθρου 118-119 ενώ η υπαίτια υπέρβαση των προθεσμιών από μέλος υπηρεσιακού συμβουλίου διώκεται από το δεύτερο πειθαρχικό συμβούλιο, στο οποίο παραπέμπεται το μέλος. Πρόκειται για ειδική αρμοδιότητα του εν λόγω συμβουλίου, πρόσθετη στις γενικές αρμοδιότητες του άρθρου 120 παρ. 1 και τούτο καθίσταται απολύτως θεμιτό και εύλογο διότι δεν δύναται η Διοίκηση να συμπεριφέρεται μη χρηστά κατά τρόπο προδήλως ασυμβίβαστα με το Κράτος Δικαίου, όπου σέβεται τα δικαιώματα των υπαλλήλων και δεν τους προξενεί δια πράξεων και παραλείψεων υλική ζημία ή ηθική βλάβη, διότι δεν είναι δυνατόν ο εκάστοτε υπάλληλος εξ αφορμής μίας πειθαρχικής εκκρεμότητας να περιάγεται εις το διηνεκές σε μία οιονεί «σισύφεια» υπηρεσιακή ειρκτή, η οποία προσβάλλει λίαν βαναύσως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του προσώπου κατ’ άρθρο 57 του Α.Κ
Ως εκ τούτου λοιπόν, το Δημόσιο επιβάλλεται να τηρεί απαρεγκλίτως τις προθεσμίες, καίτοι δεν υφίσταται ρητή μνεία περί της ποινής απαραδέκτου της πειθαρχικής διαδικασίας όπερ και τούτο λοιπόν σημαίνει ότι οι τεθειμένες προθεσμίες καθίστανται ενδεικτικές προς ολοκλήρωση της διαδικασίας κολασμού των πειθαρχικών παραπτωμάτων, εντούτοις όμως υπόκεινται εις τον έλεγχο καταχρηστικότητας, υπό την έννοια ότι τυχόν χρονική παράταση του προβλεπόμενου διμήνου δέον όπως δικαιολογείται βάσιμα και να συνάγεται από ειδικά και εμπεριστατωμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να συγχωρούν την δικαιολογημένη παρέκκλιση προς εύλογη παράταση, άλλως αντιβαίνει εις το Κράτος Δικαίου και τη Χρηστή Διοίκηση θεμελιώνοντας και αστική ευθύνη του Δημοσίου, εις βάρος του θιγόμενου υπαλλήλου.
Εν κατακλείδι το καθήκον νομιμοφροσύνης του δημοσίου υπαλλήλου, το οποίο μετασχηματίζεται εις περίπτωση εκτέλεσης εντελλόμενης αντισυνταγματικής διαταγής, σε δικαίωμα αντίστασης, προς σκοπό αυτόκλητης προασπίσεως της Συνταγματικής νομιμότητας δέον όπως λειτουργεί αμφίδρομα, ήτο και εκ μέρους του ιδίου του Κράτος, η λειτουργία εδράζεται εις το άρθρο 1 παράγραφος 3, το οποίο διαλαμβάνει ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω