Δικαστική «ασπίδα προστασίας» κατά της ενδοοικογενειακής βίας

Φλωρίδης
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης μιλάει σε συνέντευξη Τύπου με θέμα την παρουσίαση πρόσθετων διατάξεων για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, Αθήνα, Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

Αυστηρές νομοθετικές αλλαγές που θωρακίζουν το ήδη αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο ποινικών και κυρίως δικονομικών κανόνων για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας, με κανόνα την προφυλάκιση του διωκόμενου σε βαθμό κακουργήματος κατηγορουμένου, προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης με αφορμή τα αλλεπάλληλα κρούσματα βίας μέσα στην οικογενειακή εστία.

Της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΧΡΥΣΙΚΟΥ


Με αφορμή τα πρόσφατα κρούσματα το υπουργείο Δικαιοσύνης θωρακίζει περαιτέρω τη νομοθετική φαρέτρα, δρομολογώντας αυστηρές νομοθετικές αλλαγές


Στις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις αντιδρά εντονότατα ο δικηγορικός κόσμος, με πρώτη την Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, την οποία συγκάλεσε εκτάκτως την περασμένη Παρασκευή ο πρόεδρός της και πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός, μετά τις εξαγγελίες του Γιώργου Φλωρίδη για αλλαγές στον ΠΚ και στον ΚΠΔ για τα θέματα ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και τις πρόσφατες παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου. Τα δύο θέματα θα συζητηθούν την ερχόμενη Τετάρτη 26 Ιουνίου και στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ.

Πάντως, μόλις πριν από έναν μήνα τέθηκε σε εφαρμογή και η νέα Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, στην οποία οφείλουν να εναρμονιστούν τα κράτη-μέλη μέχρι το 2027, ενώ η ελληνική νομοθεσία, που άλλαξε τελευταία, έχει περιλάβει πολλές προστατευτικές διατάξεις για τα θύματα αυτών των μορφών βίας. Ο υπουργός Δικαιοσύνης ξεκαθάρισε ότι οι αλλαγές δεν αφορούν συγκυριακά φαινόμενα και εντάσσονται στη μόνιμη νομοθετική παραγωγή της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση φαινομένων βίας και ενδοοικογενειακής βίας.

«Φυλάκιση για (σχεδόν) όλους»

Συνολικά 13 διατάξεις εξήγγειλε ο υπουργός Δικαιοσύνης για την ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου, οι οποίες σύντομα θα τεθούν σε δημόσια διαβούλευση και εν συνεχεία θα κατατεθούν προς ψήφιση στη Βουλή.
Ειδικότερα με τα νέα μέτρα:

– Κανόνας είναι η προφυλάκιση για κακουργηματικής φύσεως περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, όπως βραχιολάκι και κατ’ οίκον περιορισμός.

-Τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας, εντάσσονται πλέον στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που οι υποθέσεις οδηγούνται στο δικαστήριο με απευθείας κλήση, χωρίς δηλαδή την έκδοση βουλεύματος, κάτι που σημαίνει ότι μετά την περάτωση της ανάκρισης θα γίνεται απευθείας παραπομπή του κατηγορούμενου στο δικαστήριο
– Οι ποινές για τους δράστες εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας εκτίονται, χωρίς να δίνεται αναστολή και χωρίς μπορεί να μετατραπεί η ποινή τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

– Η παραπομπή τους σε δίκη γίνεται σύντομα μετά την ανάκριση, χωρίς να μεσολαβεί κρίση δικαστικού συμβουλίου.
– Προβλέπεται προσωρινή κράτηση έως έξι μήνες για τους δράστες ενδοοικογενειακής βίας, ακόμα κι αν αντιμετωπίζουν κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος.
– Για τα αυτόφωρα, δε, εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας η κράτηση παρατείνεται έως τις πέντε ημέρες.
– Προστατεύονται τα θύματα με την πρόβλεψη ότι δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία τους στο δικαστήριο, αρκεί η ανάγνωση της κατάθεσής τους στις Αρχές και η καταγγελία τους, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη.
– Προβλέπεται επίσης η επιβολή περιοριστικών όρων πριν ακόμα ασκηθεί ποινική δίωξη για να προστατευθούν τα θύματα. Αν οι όροι αυτοί (για παράδειγμα να μην πλησιάζει το θύμα, να μην το παρενοχλεί, το απειλεί και λοιπά) παραβιαστούν, τότε προβλέπεται ποινή φυλάκισης για τον δράστη και ενημέρωση της Αστυνομίας.
– Κάθε υποτροπή του δράστη καθιερώνεται ως επιβαρυντική περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας που οδηγεί στο μέγιστο ύψος της ποινής.
– Δεν επιτρέπεται να εφαρμοστεί διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης στα ιδιαιτέρως σοβαρά πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας, ακόμα και αν αυτό επιθυμεί και το ίδιο το θύμα (δηλαδή να τα βρουν και να μην προχωρήσει η ποινική διαδικασία). Σε κάθε περίπτωση θεσπίζεται η δυνατότητα του εισαγγελέα να μη δεχθεί συμφωνία των μερών για διαμεσολάβηση ή να την ανακαλέσει, όταν συντρέχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να μειώσουν την ικανότητα του θύματος για συνειδητή επιλογή.
– Σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, ο εισαγγελέας διερευνά αυτεπάγγελτα αν πρέπει να αλλάξει και το καθεστώς επιμέλειας των παιδιών.
⁃ Επίσης προβλέπεται η λειτουργία πλατφόρμας καταγγελιών εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας ακόμα και από τρίτους.
⁃ Καθώς και η δημιουργία αρχείου / ιστορικού αναφορών ενδοοικογενειακής βίας από τις αστυνομικές αρχές, το οποίο επισυνάπτεται ως συνοδευτικό έγγραφο της δικογραφίας.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ!

Για άμεση παρέμβαση στην ανεξαρτησία των δικαστών κάνει λόγο ο νομικός κόσμος λόγω της απόφασης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης για πειθαρχικό έλεγχο της ανακρίτριας και του εισαγγελέα που χειρίζονται την υπόθεση του γνωστού ποινικολόγου, τον οποίο αρχικά έκριναν ελεύθερο μετά την απολογία του, με τον περιοριστικό όρο να μην πλησιάζει τη σύζυγό του.

Σε δημόσια τοποθέτησή της η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επί τιμή και πρώην πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Άννα Ζαΐρη, σχολιάζοντας σε τηλεοπτική εκπομπή την εντολή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου για εκκίνηση του πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος των δύο λειτουργών της Δικαιοσύνης, υπενθύμισε ότι «το μόνο που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι να μη διαταράσσονται οι θεσμοί. Αυτό είναι που βρίσκεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο κατά τη γνώμη μου. Οπωσδήποτε τα εγκλήματα από όπου κι αν προέρχονται πρέπει να τιμωρούνται, ωστόσο δεν πρέπει μέσα από όλα αυτά να πληγούν οι θεσμοί». Μάλιστα, η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι «όπως δεν μπορεί η Δικαιοσύνη να βλάπτει έναν αδύναμο, έτσι δεν μπορεί να βλάπτει κι έναν που φαίνεται κοινωνικά δυνατός».

Με την απόφαση για την απελευθέρωση με περιοριστικούς όρους του ποινικολόγου Απόστολου Λύτρα με τη σύμφωνη γνώμη της ανακρίτριας και του εισαγγελέα διαφώνησαν η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα και η εισαγγελέας του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, Γεωργία Αδειλίνη.
Πρόκειται για ακόμα μία παρέμβαση του Αρείου Πάγου για δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα και στην οποία παραγγελία αναφέρεται ότι «αναφορικά με την υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας με κατηγορούμενο τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα και η εισαγγελέας Γεωργία Αδειλίνη διέταξαν κατεπείγουσα προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα για τις ενδεχόμενες ευθύνες δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού, αναφορικά με τις ενέργειές τους στο στάδιο της προδικασίας».

«Διαπιστωτικός -ερευνητικός χαρακτήρας»

Από την πλευρά της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος έσπευσε να ανακοινώσει ότι «οι εισαγγελικοί λειτουργοί δεν ελέγχονται πειθαρχικά για κρίση που εκφέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενόψει και της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν κατ’ άρθρο 87 του Συντάγματος. Η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί μόνο όταν διαπιστώνεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους, όπως έχει παγίως κριθεί από τη νομολογία του ΑΠ και του ΣτΕ. Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για πειθαρχική έρευνα, σύμφωνα με τα άρθρα 109 επ. του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., ουδόλως ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη του εμπλεκομένου εισαγγελικού λειτουργού και πολύ περισσότερο με καταδίκη του. Αντιθέτως έχει καθαρά διαπιστωτικό – διερευνητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν στοχεύει μόνο στην εξακρίβωση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών, αλλά πολλές φορές οδηγεί στην πλήρη αποκατάσταση της εικόνας του ελεγχομένου από αδίκως αποδιδόμενες σε αυτόν μομφές και καταγγελίες».

Μάλιστα, σε άλλο σημείο της ανακοίνωσής της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εξαπέλυσε «πυρά» προς τα ΜΜΕ που «με τις κρίσεις τους δημιουργούν πεπλανημένη εικόνα για τη Δικαιοσύνη».

«Με λύπη και συνάμα οργή διαπιστώνουμε ότι ο παραπάνω χαρακτήρας της εισαγγελικής κρίσης δεν γίνεται αντιληπτός και σεβαστός από κάποιους δημοσιογράφους, που αβασάνιστα επιδίδονται σε αστήρικτες και έωλες κρίσεις σχετικά με ζητήματα που, ηθελημένα ή μη, αγνοούν, παρά τη συνταγματική υποχρέωσή τους για πλήρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού. Επικαλούμενοι, δε, αστάθμητους παράγοντες, όπως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δημιουργούν πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους και επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς, που πόρρω απέχουν από την ορθή και αμερόληπτη απονομή της με κριτήριο αποκλειστικά το Σύνταγμα, τους ισχύοντες Νόμους και τη συνείδηση του φυσικού δικαστή. Επιδιώκοντας, δε, να αυξήσουν τις ήδη ασκούμενες πιέσεις και ενίοτε να εκφοβίσουν τους εμπλεκόμενους εισαγγελικούς λειτουργούς, επικαλούνται πειθαρχικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη σαν ακλόνητα στοιχεία των αυθαίρετων ισχυρισμών τους, παραγνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τα αληθή αίτια αυτών των ερευνών».

Στο διά ταύτα της ανακοίνωσης κάνει λόγο για δημοσιογραφικές τακτικές που δεν προσήκουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και για «ανοίκειες και αστήρικτες επιθέσεις που ευνοούν μόνο φαινόμενα αυτοδικίας και κοινωνικής αναταραχής».

«Πλήττεται η ανεξαρτησία»

Την αντίθεσή της στην παραγγελία του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας για τυχόν ευθύνες ανακρίτριας και εισαγγελέα, στο στάδιο της προδικασίας στην υπόθεση Λύτρα, με τη μη προσωρινή κράτησή του (σ.σ. απόφαση που άλλαξε μετά την παραβίαση του περιοριστικού όρου), εξέφρασε και η πλειονότητα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

«Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο», αναφέρεται στην ανακοίνωση, ενώ τονίζεται ότι πλήττεται η ανεξαρτησία του δικαστή «όταν εισάγονται στη συνείδησή του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων».

«Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορούμενου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης, είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου», σημειώνουν μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή τους, την οποία υπογράφουν οι Χριστόφορος Σεβαστίδης, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Ακριβή Ερμίδου, Παντελής Μποροδήμος, Χρήστος Φαρσαλιώτης, πρωτοδίκης, και Μιχαήλ Τσέφας.
Ακόμα υπογραμμίζουν ότι «ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη, που δήθεν αυτά εκφράζουν, πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ’ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια, παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα. Η ανεξαρτησία του δικαστή -ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας- καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδησή του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη».

«Δεύτερη παρέμβαση»

Τέλος υπενθυμίζεται ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, μετά την παραγγελία για πειθαρχικό έλεγχο, απέστειλε στην ανακρίτρια του 18ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών παραγγελία, ώστε να διεξαχθεί η κύρια ανάκριση στην υπόθεση Λύτρα κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, όπως επίσης και η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Ειδικότερα στην παραγγελία αναφέρεται ότι η απόφαση πάρθηκε λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αλλά και του ιδιαίτερου χαρακτήρα των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας και του κινδύνου που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα.

Σε αυτή τη δεύτερη παρέμβασή του ο Άρειος Πάγος σημειώνει ότι «αφού λάβαμε υπόψη την εξαιρετική σοβαρότητα της πρόσφατης υπόθεσης κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α.Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ.Π., ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενης ενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τής πιο πάνω πράξης, διατάσσουμε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 εδ. Γ΄ ΚΠΔ: α) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της συναφούς κυρίας ανάκρισης, που διενεργείται ήδη δυνάμει παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων, και β) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, ομοίως, εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο».

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ντοκουμέντο: Η ιατροδικαστική έκθεση και η αναφορά-σοκ της δικηγόρου που έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τον ποινικολόγο (έγγραφο)

Φλωρίδης: Ο νόμος Παρασκευόπουλου ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα στο κράτος δικαίου – Αποφυλακίστηκαν βιαστές, παιδοβιαστές, έμποροι ναρκωτικών

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις