Η πολιτική και δη δικαστική εξουσία διατρανώνουν αενάως την ύπαρξη ενός φιλελεύθερου Συντάγματος, αφού εξασφαλίζει ατελεύτητα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία επήλθαν μετά από πολλές τροποποιήσεις, αρχής γενομένης εκ των επαναστατικών Συνταγμάτων. Είναι πασιφανές πως δικαιώματα όπως αυτό της ανεξιθρησκείας, της συνάθροισης, του συνεταιρίζεσθε ή της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητος του πολίτου φαίνονται σήμερον κοινοτυπίες ή και δεδομένα. Είναι κατάδηλο πως τόσο τα προαναφερθέντα δικαιώματα όσο και αυτά που αναγράφονται στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, η οποία δυνάμει του άρθρου 28 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ, αναγράφουν και ορισμένους περιορισμούς, ώστε να μην υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος, η οποία άλλωστε είναι και αντισυνταγματική βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του Συντάγματος.
Έτσι λοιπόν, εκτός από το ότι ο πολίτης ενέχεται εφόσον καίτοι έκανε χρήση ενός δικαιώματος υπερέβη τα κατοχυρωμένα όρια, έτι περαιτέρω υπάρχουν διατάξεις, οι οποίες δύναται να καταργήσουν εν όλω ένα δικαίωμα ή και συνάμα δικαιώματα. Χαρακτηριστική είναι η διάταξη του άρθρου 51 παράγραφος 3 εδάφιο β΄ που ορίζει πως τα άτομα τα οποία έχουν καταδικαστεί από τα ποινικά δικαστήρια αμετακλήτως για συγκεκριμένα εγκλήματα, μπορούν να τους επιβληθεί περιορισμός πολιτικών δικαιωμάτων.
Ένδον των πολιτικών δικαιωμάτων εντάσσονται το δικαίωμα του εκλέγειν (άρθρο 51 Σ), του εκλέγεσθε (άρθρο 55 Σ), της ιδρύσεως πολιτικού κόμματος (άρθρο 24 Σ), του δικαιώματος συμμετοχής στη πολιτική ζωή της χώρας (άρθρο 5 Σ), ενώ και αυτό του δημόσιου λειτουργού (άρθρο 4 παρ. 4 Σ), του ενόρκου (άρθρο 97 Σ) και του δικαστού (άρθρο 88 Σ). Όθεν, αν σε κάποιον επιβληθεί ο παραπάνω περιορισμός, τότε δεν θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αυτά τα δικαιώματα.
Όπως ορίζει ρητώς το Σύνταγμα, ο περιορισμός γίνεται πράξη σε ορισμένα μόνο εγκλήματα, τα οποία οριοθετεί ο ποινικός νομοθέτης. Κρίσιμο επομένως είναι να ανατρέξουμε στον Ποινικό Κώδικα, όστις σήμερα, ήτοι μετά και τη τροποποίησή του με τον νόμο 4619/2019, καταργήθηκαν συλλήβδην οι ποινές εν σχέσει με τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων (status activus).
Ως επιγέννημα, καίτοι το Σύνταγμα ρυθμίζει τον περιορισμό, είναι απαραίτητη η ρύθμιση του ίδιου του περιορισμού και από άλλο νομοθέτημα και συγκεκριμένως από τον Ποινικό Κώδικα. Αφού ο Ποινικός Κώδιξ δεν ορίζει κάτι, άρα συνακόλουθα σήμερα ο περιορισμός αυτός στο Σύνταγμα καθίσταται αδύνατος να χρησιμοποιηθεί. Μονάχα εφόσον τροποποιηθεί ξανά ο Ποινικός Κώδιξ, και ενταχθεί και πάλι η προαναφερθείσα ποινή, θα έχει νόημα στο Σύνταγμα η φράση «ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα».
Είναι καταφανές πως μέσω αυτής της οξυδερκούς οδούς υφίσταται μία έστω οιονεί χειραγώγηση του Ελλαδικού Συντάγματος, το οποίο θεωρείτε ένα εκ των πιο αυστηρών Συνταγμάτων σε όλη την Ευρώπη. Δηλονότι, η τροποποίησή του έρχεται μετά από πολλές διαδικασίες, οι οποίες διέπονται από το άρθρο 110 του Συντάγματος. Στη παρούσα φάση εφόσον ήθελαν να καταργήσουν τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων από το Σύνταγμα, τότε θα χρειάζονταν τουλάχιστον μία πενταετία (στη τελευταία παράγραφο του άρθρου 110 ορίζεται πως η αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνει σε μικρότερο χρονικό διάστημα από αυτό της πενταετίας), εν αντιθέσει με τον ποινικό κώδικα που θεωρείτε κοινός νόμος και υπάγεται σε διαφορετική ρύθμιση για τη τροποποίησή του, στην οποία μήτε υφίστανται χρονικοί περιορισμοί μήτε ενισχυμένες πλειοψηφίες και δύο Βουλές, αλλά απλή πλειοψηφία και μία Βουλή.
Συνελόντι ειπείν, το Σύνταγμά μας ενδέχεται να υποστεί έμμεσα πλήγματα, όταν αφήνει τέτοιου είδους περιθώρια, και ιδίως όταν οι πολιτικοί σκοποί καθίστανται σημαντικότεροι από την ασφάλεια δικαίου και θεσμών. Εν ριπή οφθαλμού, ερειδόμενοι στις κερκόπορτες του Συντάγματος μία κυβέρνηση δύναται να θεωρηθεί ολετήρας του Συντάγματος, όταν για αλλότρια συμφέροντα επιδιώκει με νομικά τερτίπια την φθορά του Συντάγματος. Βέβαια, ακόμη θα πρέπει να θωρηθεί το Σύνταγμα, τουτέστιν ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλάδος, αλώβητος, καθότι εντεύθεν της τροποποιήσεως συνταγματικές διατάξεις εξυψώθηκαν και η δημοκρατία βελτιώθηκε, αφού έτσι υπεισήλθαμε στην αναγνώριση και την αποδοχή των πολιτικών βουλήσεων και ατόμων, που έχουν διαπράξει συγκεκριμένα ειδεχθή εγκλήματα. Η δημοκρατία δεν στένεψε επιπρόσθετα, αλλά απεναντίας διευρύνθηκε!
Διονύσιος Σ. Δραγώνας, Φοιτητής Νομικής NUP