Τρία μέλη της ‘Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η εφέτης Μαργαρίτα Στενιώτη και οι ειρηνοδίκες Νικήτας Βελίας, και Μάνος Φωτάκης, <ξεσκονίζουν> το πόρισμα της επιτροπής Πισσσαρίδη για τη Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι οι περισσότερες προτάσεις έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, ενώ άλλες έχουν προβληθεί και από τις δικαστικές ενώσεις. Συμπερισματικά το πόρισμα Πισσαρίδη δεν περιέχει καμία καινοτόμο πρόταση.
Στην κοινή ανακοίνωση των τριών, αναλύονται λεπτομερώς οι προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη. Συγκεκριμένα:
Κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕνΔΕ , της 12ης Δεκεμβρίου 2020, που διεξήχθη με τηλεδιάσκεψη, οι θέσεις της ομάδας μας ως προς τα κύρια θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν οι ακόλουθες:
I. Αποτίμηση του τελικού σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη για τη Δικαιοσύνη
Το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», όπως και είναι ο τίτλος των συμπερασμάτων της έκθεσης, που έγινε γνωστή, ως έκθεση Πισσαρίδη, και παρουσιάστηκε στην τελική της μορφή στις 23 Νοεμβρίου 2020, είναι κείμενο 244 σελίδων, που περιλαμβάνει αναλύσεις για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αλλά και προτάσεις για την ανάκαμψη αυτής. Κατά την επιτροπή που το συνέταξε, αν το σχέδιο ανάπτυξης εφαρμοστεί συστηματικά, θα οδηγήσει σε υψηλότερη ευημερία για τα νοικοκυριά, μέσω της συστηματικής ενίσχυσης της παραγωγικότητας και των αμοιβών της εργασίας. Το αρχικό ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται είναι: εάν σ’ ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης δύναται να εμπεριέχεται κεφάλαιο για τη Δικαιοσύνη. Η απάντηση είναι θετική και τούτο διότι ο συνταγματικός ρόλος του θεσμού της Δικαιοσύνης είναι πολλαπλός. Ο θεσμικός της ρόλος ως θεματοφύλακα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών και ως εγγυητή της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας δεν αναιρεί το ρόλο της Δικαιοσύνης ως μοχλού ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας μας. Άλλωστε, το επιχειρείν και η επενδυτική δραστηριότητα προστατεύονται συνταγματικά και αυτά ως δικαιώματα και συνεπώς για την άσκησή τους επιβάλλεται η εξασφάλιση ενός περιβάλλοντος που θα χαρακτηρίζεται από ασφάλεια δικαίου, από έλλειψη κακονομίας και πολυνομίας και από ταχεία και αποτελεσματική επίλυση τυχόν δικαστικών διαφορών. Ο συνολικός σχολιασμός της εν λόγω έκθεσης και η εκτίμηση περί αποτελεσματικότητας των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων εκφεύγει των αρμοδιοτήτων μίας Δικαστικής Ένωσης. Αντίθετα, η τοποθέτηση επί των παραδοχών, προτάσεων και προβλέψεων για τη Δικαιοσύνη εμπίπτουν στον καταστατικό σκοπό της ΕνΔΕ, καθότι σκοπός αυτής, μεταξύ άλλων, είναι η βελτίωση των όρων απονομής της Δικαιοσύνης, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας των Δικαστικών Λειτουργών και βέβαια η διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας αυτών.
(Οι αναφορές δε που θα ακολουθήσουν αφορούν την πολιτική και ποινική δίκη).
Η έκθεση ξεκινά με τις ακόλουθες παραδοχές:
α) ότι η παθογένεια του θεσμού της Δικαιοσύνης εντοπίζεται στην καθυστέρηση της απονομής της. Είναι γεγονός ότι την τελευταία εικοσαετία έχουν ψηφισθεί περίπου δώδεκα νόμοι με σκοπό την επίλυση του εν λόγω προβλήματος. Η αποσπασματική νομοθέτηση, όπως ήταν βέβαιο, δεν επέφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα αλλά αντίθετα δημιούργησε περισσότερα προβλήματα. Ωστόσο, η έκθεση αν και κάνει λόγο για βελτίωση των χρόνων απονομής της Δικαιοσύνης την τελευταία δεκαετία, ουδεμία αναφορά κάνει για την τομή που επιτελέσθη, το έτος 2015, με την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τη συμβολή αυτής στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης.
β) ότι στη χώρα μας υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ του αριθμού των υπηρετούντων Δικαστών και του πληθυσμού της. Ενδεικτικά, δε αναφέρει ότι το 2016 η Ελλάδα είχε 25,8 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, έναντι 21 μέσου όρου στην ΕΕ, 24,2 στη Γερμανία, 11,5 στην Ισπανία, 10,6 στην Ιταλία, και 10,4 στη Γαλλία. Η παραδοχή αυτή είναι μεν σωστή αλλά δεν μπορεί ν’ αποτελέσει βάση μίας αναπτυξιακής οικονομικής έκθεσης, διότι η σύγκριση πρέπει να γίνεται με βάση τον αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται στα Δικαστήρια, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος των άλλων χωρών και επίσης του μεγάλου αριθμού ένδικων μέσων που ασκούνται από τους ιδιώτες διαδίκους αλλά και από το ίδιο το Δημόσιο ως διάδικο.
γ) ότι το επίπεδο των Δικαστών, που αποφοιτούν από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών είναι υψηλό σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως και η νομική τους κατάρτιση (κεφ. 4.2.2)
Οι προτάσεις που περιέχει η έκθεση μπορούν να διακριθούν:
Α) Σε προτάσεις για αλλαγές που ήδη έχουν συντελεσθεί εξ ολοκλήρου ή εν μέρει:
1) Η πρόταση για εισαγωγή μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών έχει ήδη υλοποιηθεί με τη ψήφιση του νόμου 4640/2019 για την ιδιωτική διαμεσολάβηση και μάλιστα με υποχρεωτικό χαρακτήρα σε πολλές υποθέσεις.
2) Η πρόταση για θεσμοθέτηση ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια έχει ήδη υλοποιηθεί, κατά μεγάλο μέρος, με τη ψήφιση του νόμου 4700/2020, με τον οποίο όχι μόνο θεσμοθετήθηκαν ειδικά τμήματα για ζητήματα ενέργειας, επικοινωνιών, και προσωπικών δεδομένων αλλά στο Εφετείο Αθηνών ήδη λειτουργούν. Να σημειωθεί ότι η εκδίκαση υποθέσεων από εξειδικευμένα τμήματα δεν είναι πρωτόγνωρη στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα, καθότι ειδικά τμήματα έχουν θεσμοθετηθεί εδώ και πολλά έτη για ναυτικές διαφορές (ν. 2172/1993)και για διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας, σήματος κλπ. (ν. 2479/1997). Ενώ, η πρόβλεψη έκδοσης αποφάσεων επί των εκδικαζόμενων στα ειδικά τμήματα υποθέσεων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας (εκτός των γενικών διατάξεων) είναι συνήθης και για άλλης φύσης υποθέσεων π.χ. εργατικών διαφορών (εντός 30 ημερών προς προστασία των εργαζομένων).
3) Επιμόρφωση στο Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο, λογιστική και οικονομική επιστήμη. Στο πρόγραμμα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών ήδη έχει ενταχθεί σχετικό μάθημα ενώ και η ηγεσία του Αρείου Πάγου στα πλαίσια της μέριμνας για τη διαρκή επιμόρφωση και κατάρτιση των Δικαστικών Λειτουργών έχει συνδιοργανώσει με το ΕΚΠΑ πρόγραμμα εξειδίκευσης Δικαστών και Εισαγγελέων επί των άνω αντικειμένων.
Β) Σε προτάσεις που έχουν αποτελέσει και αιτήματα των Δικαστικών Ενώσεων:
1) αλλαγή της διαδικασίας του ορισμού της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Είναι ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης και απαιτείται διάλογος με όλους τους θεσμικούς φορείς.
2) Αντιμετώπισης των φαινομένων πολυνομίας και πολυπλοκότητας των νόμων καθώς και του φαινομένου της κακονομίας και νομοθέτησης με αποσπασματικό χαρακτήρα
3) προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων και αποκατάσταση δυσαναλογίας δικαστών – δικαστικών γραμματέων. Ενδεικτικά, ενώ κατά μέσο όρο στις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης αντιστοιχούν 3,1 υπάλληλοι ανά δικαστή, η αντίστοιχη αναλογία για το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι περίπου 0,5, δηλαδή μισός υπάλληλος ανά δικαστή
4) ταχεία ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης (λειτουργία ψηφιακών συστημάτων, εκπαίδευση σε ψηφιακές δεξιότητες, υποχρεωτική ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ψηφιακή υπογραφή, ηλεκτρονική πρόσβαση πολιτών σε δημοσιευμένες αποφάσεις κλπ.)
Γ) Περαιτέρω προτάσεις:
1) για αξιολόγηση και εξέλιξη των Δικαστών. Οι προτάσεις ξεκινούν από λανθασμένη βάση, καθότι αναφέρεται ότι οι αξιολογητές δεν έχουν πρόσβαση στο σύνολο των αποφάσεων των αξιολογούμενων, δεν λαμβάνονται υπόψη ποσοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. χρόνος διεκπεραίωσης υποθέσεων) και ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. βαθμός δυσκολίας των υποθέσεων) και επίσης δεν λαμβάνεται υπόψη η συμμετοχή των Δικαστών σε δραστηριότητες κατάρτισης και τούτο διότι το άρθρο 84 παρ. 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών προβλέπει ότι «Οι επιθεωρητές εξετάζουν το σύνολο της εργασίας των Δικαστικών Λειτουργών… και για να διαμορφώσουν ασφαλή γνώμη διεξάγουν λεπτομερώς κάθε χρήσιμη έρευνα», ενώ το άρθρο 85 του ίδιου Κώδικα προβλέπει ότι «Οι Επιθεωρητές συντάσσουν γενικές εκθέσεις για τη λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της περιφέρειάς τους και εισηγούνται τα απαιτούμενα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας» και επίσης «συντάσσουν ιδιαίτερη, λεπτομερή και ειδικά αιτιολογημένη έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό της περιφέρειας τους. Στην έκθεση αυτή αξιολογούνται: α) το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας, β) η επιστημονική κατάρτιση, γ) η κρίση και η αντίληψη, δ) η επιμέλεια, η εργατικότητα και η υπηρεσιακή (ποιοτική και ποσοτική) απόδοση, ε) η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, στη διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων και στη διεύθυνση της διαδικασίας και προκειμένου για τους εισαγγελικούς λειτουργούς η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, τόσο στην προδικασία όσο και στη διαδικασία του ακροατηρίου, καθώς και η ικανότητα στη διατύπωση των προτάσεων, των διατάξεων που εκδίδουν και στο χειρισμό του προφορικού λόγου και στ) η συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού γενικά και ιδιαίτερα στο ακροατήριο καθώς και η κοινωνική του παράσταση» και τέλος προβλέπει ότι «στην ατομική έκθεση επιθεώρησης του δικαστικού λειτουργού, γίνεται υποχρεωτικά ειδική μνεία για το χειρισμό από αυτόν, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, υποθέσεων του ν. 4022/2011, υποθέσεων των οποίων η κυρία ανάκριση διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 29 του ΚΠΔ, ως και υποθέσεων στις οποίες έχει εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης κατά του κατηγορουμένου. Οι παρατηρήσεις στην έκθεση επιθεώρησης, για τον εν γένει χειρισμό των ως άνω υποθέσεων και ειδικότερα ως προς την τήρηση από τον δικαστικό λειτουργό των προθεσμιών που προβλέπονται στο ν. 4022/2011 και στον ΚΠΔ για τη διενέργεια των σχετικών δικαστικών πράξεων, συνιστούν ουσιαστικό στοιχείο για την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό». Συνεπώς, το νομοθετικό πλαίσιο επιθεώρησης και αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών κάθε άλλο παρά ανεπαρκές μπορεί να χαρακτηρισθεί.
2) για την εξέλιξη στις ανώτερες θέσεις πρέπει να εξετάζονται τα διοικητικά προσόντα του Δικαστή. Η εξέλιξη στις ανώτερες θέσεις δεν συνεπάγεται και άσκηση διοικητικών καθηκόντων. Η διεύθυνση δε των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας ασκείται κατά τα προβλεπόμενα στον προαναφερόμενο Κώδικα από αιρετές διοικήσεις στα πλαίσια της καθιέρωσης του επιτυχημένου θεσμού της Αυτοδιοίκησης των Δικαστηρίων, ο οποίος αποτελεί έκφραση της δημοκρατικής αρχής στη λειτουργία αυτών.
3) για την αποτελεσματικότερη χρήση του χρόνου των δικαστών, προτείνεται η θεσμοθέτηση ενός διακριτού κλάδου επίκουρων, ο οποίος θα αποτελείται από δικαστές χαμηλότερου βαθμού που να υπηρετούν μέρος του χρόνου τους και για ολιγοετές διάστημα στη θέση του επίκουρου, αποκομίζοντας χρήσιμη εμπειρία για τη μελλοντική τους εξέλιξη στον κλάδο. Η πρόταση αυτή απέχει πολύ από τη δικαστηριακή πραγματικότητα, δεν εναρμονίζεται με τον τρόπο επεξεργασίας των δικογραφιών από τους πολιτικούς και ποινικούς Δικαστές της χώρας μας και δεν μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής στην πολιτική και ποινική δίκη. Σε αντίθεση, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο άνω θεσμός εφαρμόζεται με επιτυχία, καθότι ενώπιον των Δικαστηρίων άγεται μικρός αριθμός σοβαρών, και μόνο υποθέσεων, κατόπιν «φιλτραρίσματος» που προηγείται.
Συμπερασματικά:
Η έκθεση, σε γενικές γραμμές, δεν εισάγει καινοτόμες προτάσεις. Εμπεριέχει προτάσεις πολιτικής στρατηγικής, οι οποίες ήδη έχουν απασχολήσει και κάποιες έχουν υιοθετηθεί, δίχως τα αναμενόμενα αποτελέσματα (ιδιωτική διαμεσολάβηση) ενώ άλλες καθυστερούν να υλοποιηθούν με ευθύνη της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας (ψηφιακός μετασχηματισμός της Δικαιοσύνης). Η Δικαιοσύνη έχει ανάγκη από μεταρρυθμίσεις, ενδεικτικά, έχει ανάγκη από εκσυγχρονισμό των κτιριακών υποδομών των δικαστηρίων, από τη διάθεση υψηλότερων πόρων για την κάλυψη των δαπανών της, από λειτουργία Δικαστικής Αστυνομίας, από απαλλαγή, νομοθετικά, των Λειτουργών της από εξωδικαστικά καθήκοντα, από πρόβλεψη ειδικού σώματος πραγματογνωμόνων, που θα επικουρούν τους Δικαστές, κυρίως τους Ανακριτές, από συνταγματική και νομοθετική παρέμβαση αναφορικά με την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, από την ανάπτυξη τεχνολογικών υποδομών προς ταχεία εξυπηρέτηση των πολιτών (ανάπτυξη συστήματος e – Δικαιοσύνη για άμεση παροχή πιστοποιητικών κλπ.) και άλλες δράσεις και λύσεις που δεν προτείνονται στο εν λόγω αναπτυξιακό σχέδιο. Μεταρρυθμίσεις, που με σεβασμό στις αρχές του Κράτους Δικαίου, θα εξασφαλίζουν ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της Δικαιοσύνης, θα ενισχύουν την ασφάλεια Δικαίου για τους πολίτες και θα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.