Συμμετέχοντας στο επετειακό -για τα 200 χρόνια της Εθνεγερσίας του 1821- Συνέδριο του Δικαστικού Σώματος με θέμα “Η Ελληνική Δικαιοσύνη από την Επανάσταση του 1821 έως σήμερα. Σημαντικοί σταθμοί και προοπτικές”, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος ανέπτυξε το θέμα “Ο Δικαστής ως υπερασπιστής της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία”.
Μεταξύ άλλων, επισήμανε και τα εξής:
“Αποτελεί κοινό τόπο στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου ότι οι θεσμικές εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου συνιστούν ένα θεμελιώδες “ανάχωμα” προστασίας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των μέσων που οργανώνει για την υπεράσπιση της Ελευθερίας, συνακόλουθα δε του “οπλοστασίου”, το οποίο θεσμοθετείται προκειμένου να διασφαλισθεί η ακώλυτη άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνοπτικώς, το Κράτος Δικαίου αποτελεί το σύνολο εκείνο των θεσμικών εγγυήσεων, οι οποίες καθιστούν ρυθμιστικώς εφικτή την μέσω δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου οριοθέτηση της δράσης τόσο των κρατικών οργάνων -κυρίως δε αυτών- όσο και των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου στις μεταξύ τους σχέσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται κατ’ εξοχήν μέσω της ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Πρόσθετο βασικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου είναι και το ότι οι κανόνες δικαίου που το συγκροτούν πρέπει να είναι πλήρεις -leges perfectae, και όχι leges imperfectae, ούτε καν leges minus quam perfectae- υπό την έννοια πως η παραβίασή τους επιφέρει, οπωσδήποτε, την επιβολή κυρώσεων, κυρίως δια της ενεργοποίησης των θεσμικών διαύλων της Δικαστικής Εξουσίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές πως οιασδήποτε μορφής διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών “αντηρίδων” του Κράτους Δικαίου ισοδυναμεί, εν τέλει, με αντίστοιχη διάβρωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, επέκεινα δε της Δημοκρατίας εν γένει. Διάχυτη είναι σήμερα η βεβαιότητα ότι όχι μόνο παρατηρείται “διάβρωση” των προμνημονευόμενων “αντηρίδων” του Κράτους Δικαίου, αλλά η “διάβρωση” αυτή και βαθιά είναι και, δυστυχώς, “προϊούσα”, με εντεινόμενο μάλιστα ρυθμό. Οφείλεται δε -τουλάχιστον κατά κύριο λόγο- στην ρυθμιστική αποδυνάμωση των κανόνων δικαίου που συνθέτουν το κανονιστικό πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, τόσο λόγω της σχετικοποίησης της ισχύος τους όσο και λόγω της ατελούς λειτουργίας των κυρωτικών μηχανισμών, σε περίπτωση παραβίασής τους.
Α. Σπουδαιότερος “σύμμαχος” του Κράτους Δικαίου και του Κανόνα Δικαίου ως προς την αποκατάσταση της κανονιστικής του ισχύος είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής στήριξής του. Πρόκειται για τον Δικαστή, μέσ’ από την οργάνωση και την λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie, αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σε αυτή την “σκοτεινή” οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο Κανόνας Δικαίου, η Έννομη Τάξη, το Κράτος Δικαίου και, εν τέλει, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη, σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν τον Νομοθέτη. Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών.
Β. Ο Εθνικός Δικαστής, πρώτος αυτός, είναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη, είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει και την συνταγματότητα των κάθε είδους, υποδεέστερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος, κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους Κανόνες Δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου. Σε αυτή την αποστολή του ο Εθνικός Δικαστής θα κληθεί να υπερασπισθεί την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου φθάνοντας ως τα ακραία όρια μιας νομολογίας, η οποία δίχως βεβαίως να οδηγείται στην ευθεία διάπλαση νέων κανόνων δικαίου -δοθέντος ότι η νομολογία, τουλάχιστον στον χώρο της Έννομης Τάξης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συνιστά πηγή δικαίου- συμπληρώνει το κανονιστικό πλαίσιο των κείμενων ρυθμίσεων, με οδηγό την μέθοδο συναγωγής κατάλληλων γενικών αρχών.
Γ. Με την σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλλει καθοριστικώς τόσο στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου όσο ακόμη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -οργανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:
Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, κατα-στροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώνα επικράτησης του Ευρωπαϊκού έναντι του Εθνικού Δικαίου. Κατά τούτο, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό αλλά και απογοητευτικό το παράδειγμα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfG), το οποίο με την πρόσφατη νομολογία του -βλ. τις αποφάσεις Gauweiler, της 21.6.2016 και, κυρίως, Weiss, της 5.5.2020- ήλθε σ’ ευθεία αντίθεση με το ΔΕΕ, κατ’ αποτέλεσμα δε με την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο ανησυχητικό αλλά και απογοητευτικό είναι και το παράδειγμα του Συμβουλίου Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’État), το οποίο με την απόφασή του της 21.4.2021 “French Data Network et autres” “κατοχύρωσε” την υπεροχή του Συντάγματος της Γαλλίας έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, εν συνόλω, τουλάχιστον ως προς τις διατάξεις του εκείνες που, κατά την κρίση του, άπτονται της “συνταγματικής ταυτότητας” της Γαλλίας.
Δεύτερον, την ενεργοποίηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προς την κατεύθυνση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κενών του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κα-νονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ).
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφωνα με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επηρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη, ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαιώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των Κοινωνικών. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, με τρόπο που αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ, στην πιο προστατευτική για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου εκδοχή του. Με άλλες λέξεις να εφαρμόζει, με συνέπεια, την αρχή in dubio pro libertate. Και όχι να δικαιοδοτεί αποκλειστικώς την υπό την επιρροή αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογικής κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του παράγωγου.
Όπως είναι ευνόητο, στην Ελληνική Έννομη Τάξη ο ρόλος του Διοικητικού Δικαστή -ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιοδοσίας του κατά το Σύνταγμα -κατά την υπεράσπιση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου αποκτά όλως ιδιάζουσα σημασία. Και τούτο διότι η εμπειρία της σύγχρονης λειτουργίας του Κράτους Δικαίου έχει αποδείξει ότι τη μεγαλύτερη φθορά, εξαιτίας της εγγενούς και της επίκτητης σχετικότητας κατά τ’ ανωτέρω, υφίστανται οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι διαμορφώνουν το πλαίσιο της lato sensu Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, κατ’ εξοχήν δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Σε αυτό το πεδίο ο Διοικητικός Δικαστής καλείται, μέσω της άσκησης της δικαιοδοσίας του, να θωρακίσει πρωτίστως τα φυσικά και νομικά πρόσωπα από τις επιπτώσεις της κρατικής αυθαιρεσίας, την οποία επιτείνει η σχετικοποίηση της κανονιστικής ισχύος του νομικού πλαισίου της Αρχής της Νομιμότητας. Και εδώ ο Δικαστής εν γένει, ιδίως όμως ο Διοικητικός Δικαστής, καλείται να εκπληρώσει την δικαιοδοτική αποστολή του υπέρ του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας -άρα υπέρ της στήριξης των θεμελιωδών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- με στήριγμα την Ανεξαρτησία του, τόσο την Προσωπική όσο και την Λειτουργική. Έχοντας μάλιστα υπόψη του ότι αυτή η διπλή Ανεξαρτησία, με κορωνίδα βεβαίως την λειτουργική πτυχή της, του αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ακριβώς για να εκπληρώσει, στο ακέραιο, την κατά τ’ ανωτέρω δικαιοδοτική του αποστολή. Με γνώμονα αυτή την συναίσθηση καθήκοντος και ευθύνης, τα στελέχη της Δικαιοσύνης έχουν την μεγάλη ευκαιρία να τιμήσουν, όπως αρμόζει στις κρίσιμες σύγχρονες περιστάσεις, την ιστορία της από την ίδρυση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας”.
Διαβάστε ακόμη