Επί της φρενίτιδας της υποχρεωτικής επιβολής ελέγχου αυτοδιάγνωσης και η εξάρτηση της εν λόγω ιατρικής πράξεως από την εκτέλεση της εργασίας τόσον εις τον ιδιωτικό όσο και εις τον δημόσιο τομέα αλλά, το αυτό και εις την απρόσκοπτη πρόσβαση εις τα Σχολεία έχει προκαλέσει ευλόγως τριγμούς εις τους κόλπους της κοινωνίας.
Είναι πρόδηλο ότι εν τοιαύτη περιπτώσει συγκρούονται δύο θεμελιώδη αγαθά, αφενός η δημόσια υγεία και εξ ετέρου το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, αυτονομίας και αυτοκαθορισμού ως προς την ατομική υγεία έκφανση του ιδιωτικού βίου των υποκειμένων δικαίου αλλά και της εν γένει ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του εκάστου πολίτη και εξ ετέρου το υπέρτερο συλλογικό αγαθό της δημόσιας υγείας έκφανση εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, όπου το Κράτος, όταν συντρέχουν αποδεδειγμένα οι προϋποθέσεις προστασίας της δημόσιας υγείας συγχωρείται εκτάκτως και προσωρινώς, να αξιώσει εύλογες υποχωρήσεις εκ των πολιτών, κατά το άρθρο 25 παράγραφος 4, χάριν του συλλογικού συμφέροντος, προς διαφύλαξη της υγείας των ευπαθών κοινωνικών ομάδων κατ’ επιταγήν του άρθρου 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος περί της ισότιμης συμμετοχής εις τα δημόσια βάρη.
Εντούτοις όμως ναι μεν επιβάλλεται η υποχώρηση αυτή του ατομικού δικαιώματος της υγείας χάριν του καθήκοντος αλληλεγγύης, υπό την προϋπόθεση ότι το Κράτος σέβεται τον πυρήνα του δικαιώματος του πολίτη και δεν τον καταστρατηγεί εξαναγκαστικά εκ βάθρων, όπως εν προκειμένω, επιβάλλοντας επί ποινή περικοπής του μισθού, την υποβολή εις μία ιατρική πράξη δίχως την προσήκουσα υγειονομική ενημέρωση ούτω ώστε να μη διασφαλίσει προσηκόντως, ως έδει, την απαιτούμενη συναίνεση προς μία Ιατρική πράξη ή άλλως να κατοχυρώσει την θεμιτώς ανεκτή παρέκκλιση από τον ως άνω κανόνα, με αποτέλεσμα να εγείρονται εύλογες και θεμιτές αντιδράσεις.
Η νομική δικαιολογητική βάση της στάσης των πολιτών εδράζεται εις την κάτωθι νομική βάση, η οποία αναγνωρίζει την θεμιτή μετατροπή του καθήκοντος νομιμοφροσύνης σε δικαίωμα ανυπακοής
H αντιδημοκρατική αυτή πρακτική (ήτοι της επιβολής μίας ιατρικής πράξης δια νόμου άνευ της προσήκουσας πληροφόρησης, προ-απαιτούμενο της έγκυρης συγκατάθεσής μου προς αυτή), αντιβαίνει προδήλως εις το άρθρο 2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», καθώς επίσης και το άρθρο 120 παράγραφος 2 το οποίο αναφέρει τα εξής : «ο σεβασμός (υπακοή, πίστη) στο Σύνταγμα και στους Νόμους που συμφωνούν με αυτό καθώς και η αφοσίωση στην Πατρίδα και την Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων»
Εις επίρρωση των ως άνω, καθίσταται πασίδηλο και κατάδηλο ότι δια των ως άνω πρακτικών, επιβολής μίας ιατρικής πράξεως άνευ της εμπεριστατωμένης ενημέρωσης περί της αποτελεσματικότητας αυτής ή και εκτέλεση αυτής από ειδικό, καταλύεται σφόδρα το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και η ακώλυτη ελευθερία αποφάσεως σχετικώς με την διάθεση της εν γένει υγείας και του σώματος μου, πράγμα το οποίο κατακρημνίζει εκκωφαντικά το άρθρο 5 παρ. 2 και 5, το άρθρο 7 παρ. 2 του άρθρο 2 παρ. 1, το άρθρο 25 του Συντάγματος καθώς επίσης και ομοίως, το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής, Συμβάσεως των δικαιωμάτων Ανθρώπου αλλά και «Το δικαίωμα εις την προσωπική Ελευθερία και Ασφάλεια» καθώς και την Σύμβαση για τα Ανθρώπινα δικαιώματα και την Βιοιατρική του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 2619/1998, οι οποίοι έχουν υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος και διαλαμβάνει εις το άρθρο 5 «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν της προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του».
Περαιτέρω, συμπληρωματικώς παραβιάζεται : ο Ν. 2251/1994 περί προστασίας του Καταναλωτή, εις το άρθρο 7 Υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών αλλά και 7α : οι Παραγωγοί στο πλαίσιο της υποχρεώσής τους κατά την παράγραφο 1 οφείλουν : «α) να παρέχουν στον καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην ελληνική γλώσσα με τις οποίες μπορεί να αξιολογήσει τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν κατά την διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν γίνονται αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση», ο Ν 3418/2005 Κώδικας Ιατρικής δεοντολογίας (άρθρο 12 παρ. 1 « ο Ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση αποιασδήποτε ιατρικής πράξεως, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς», και το Π.δ 216/2001 Κώδικας Νοσηλευτικής δεοντολογίας, τα οποία αναγνωρίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο, ως αυτόνομη προσωπικότητα, υποκείμενο δικαίου ως προς την πληροφόρηση αξιολόγηση και συναίνεση έναντι οιασδήποτε επιχειρούμενης επί της υγείας του Ιατρικής πράξεως αυτής καθ’ αυτήν, δοθέντος ότι το φυσικό πρόσωπο, ως λήπτης παροχής υγείας ως προς τις τυχόν Ιατρικές πράξεις, έχει σαφώς αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, ενδελεχούς και εμπεριστατωμένης πληροφόρησης, αξιολόγησης των ιατρικών πληροφοριών, ίνα εν τέλει συναινέσει έναντι οιασδήποτε ιατρικής πράξεως.
Ωσαύτως ο σεβασμός προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του λήπτη υπηρεσιών υγείας καθώς και το αναφαίρετο δικαίωμα προς την φυσική και ψυχική του ακεραιότητα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής του σχετικώς προς τις ιατρικές πληροφορίες,-Ιατρικό απόρρητο- ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα καθώς και η αξία και αξιοπρέπεια του ασθενούς ενώπιον του θανάτου και του πόνου, λογίζονται ιδιαζόντως καίρια και σημαντικά δεδομένα προς κατά τον Νόμο διαφύλαξη και προς προστασία από την Πολιτεία.
Ο πυρήνας του δικαιώματος της υγείας, επιβάλλει από την Πολιτεία να απέχει από οιαδήποτε πράξη ή παράλειψη καθίσταται ικανή και πρόσφορη αφενός να προκαλέσει βλάβη προς την σωματική, διανοητική, ψυχική ευεξία του ανθρώπου, και αφετέρου να περιορίσει το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα ως μείζονα έκφανση της προσωπικότητας του ανθρώπου ως αυτόνομου υποκείμενου δικαίου, τουτέστιν, να λαμβάνει απερίσπαστα και ανεξάρτητα αποφάσεις δια την υγεία του.
Ως εκ τούτου το ίδιο το κράτος οφείλει να, προστατεύει το δικαίωμα εις την υγεία του πολίτη δια των προαναφερθέντων διατάξεων τόσον δια των προ- παρατιθέμενων διατάξεων, έναντι προσβολών από το δημόσιο όσο και δια της επενέργειας του ως Κράτος, έναντι των προσβολών από μη κρατικά αλλά ιδιωτικά υποκείμενα, διασφαλίζοντας την ακώλυτη και αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος εις την υγεία των πολιτών, λαμβάνοντας τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 του Συντάγματος περί της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 2 παρ. 1 περί της αξίας του ανθρώπου, με κράτιστο εν γένει υπέρτερο γνώμονα το αξία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Περαιτέρω και ισχυροποιητικώς, δυνάμει της Διακηρύξεως της Λισσαβώνας που εκδόθηκε από την Παγκόσμια Ιατρική Ένωση, ορίζεται ότι ο ασθενής, αφού ενημερωθεί για την κατάσταση της υγείας του, έχει το δικαίωμα να συμφωνήσει με την θεραπεία που του προτείνεται ή να διαφωνήσει με αυτήν και να μην την αποδεχτεί και ως εκ τούτου κατοχυρώνεται ρητώς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ασθενούς ως απόρροια της ανθρώπινης υποστάσεώς του, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να αποφασίζει ο ίδιος αποκλειστικά για την υγεία του.
Επιπροσθέτως συμφώνως με τον Κώδικα της Νυρεμβέργης που περιλαμβάνει ένα σύνολο Αρχών και Κανόνων ηθικής Ιατρικής δεοντολογίας (μεταξύ των οποίων την αρχή της ενημερωμένης συναίνεσης του ασθενούς, την απουσία του εξαναγκασμού), αναγνωρίζεται ρητώς ως πρώτος κανόνας ότι «η εθελοντική ενημερωμένη συναίνεση του ανθρωπίνου υποκειμένου είναι απολύτως ουσιώδης, όπου έχει γίνει σήμερον παγκοσμίως δεκτός και έχει ενσωματωθεί και στο άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα («Ειδικότερα, απαγορεύεται η υποβολή προσώπου χωρίς την συγκατάθεση του σε ιατρικό ή επιστημονικό πείραμα») και έχει κυρωθεί από την Ελληνική Πολιτεία, με τον Νόμο 2462/1997 συμφώνως με την διαδικασία του άρθρου 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος και έχει αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ.
Ως εκ τούτου λοιπόν κάθε κρατική επιδίωξη άμεση ή έμμεση υποβολή του υποχρεωτικού εξαναγκασμού σε διαγνωστικά τεστ ή σε εμβολιασμό για την αντιμετώπιση της ασθένειας που προξενεί ο κορωνοιός SARS-COV-2, κείται προδήλως εκτός του Νομικού μας πολιτισμού και παραβιάζει απροκάλυπτα τις αρχές και το Ευρωπαϊκό πλαίσιο Δικαίου, τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, των Διεθνών Συμβάσεων και Συμφώνων, του Κώδικα της Νυρεμβέργης, εξ αυτού του λόγου, δέον όπως εκληφθεί ως απάνθρωπη μεταχείριση και ψυχικός βασανισμός του ανθρώπινου προσώπου, εφόσον δεν λαμβάνει υπόψιν την ελευθερία της αυτονομίας του υποκειμένου να συναινεί, κατόπιν πληροφορήσεως εις οιαδήποτε έκφανση ιατρικής πράξεως, ως διαλαμβάνει το ως άνω πλέγμα διατάξεων, αλλά όλως τουναντίον επιβάλλεται συλλήβδην και αδιακρίτως δια της επιβολής μίας Υπουργικής Αποφάσεως.
Εν κατακλείδι το ζήτημα εξισορρόπησης των αντικρουόμενων αγαθών και το πεδίο μάχης εις το οποίο έχει μεταβληθεί η Ελλαδική Κοινωνία, ευθύνεται η κυβέρνηση η οποία, δεν εξειδικεύει εμπεριστατωμένα τα έκτακτα μέτρα, εφαρμόζοντας κατά περίπτωσή, ως δύναται τα πλέον ήπια μέτρα, εις τους ασκούντες το Συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα άρνησης υποβολής σε έλεγχο αυτοδιάγνωσης όπως η εξ αποστάσεως εργασία ή εκπαίδευση, η λυσιτέλεια της οποίας πρόσφορης αυτής πρότασης θα ρυθμίσει εξίσου αποτελεσματικά τα αντικρουόμενα αγαθά.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ