Το άγνωστο παρασκήνιο πριν από τον ξυλοδαρμό της, ένα παρασκήνιο το οποίο απέχει παρασάγγας από το οικογενειακό προφίλ το οποίο φιλοτεχνούνταν με κοινές συνεντεύξεις σε κοσμικά περιοδικά ή τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και άγνωστες πτυχές του έγγαμου βίου της με τον Απόστολο Λύτρα περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής κατάθεσης που έδωσε την Τετάρτη, 17 Ιουλίου 2024, στη 18η τακτική ανακρίτρια η Σοφία Πολυζωγοπούλου.
Της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΧΡΥΣΙΚΟΥ
• Συγκλονίζει η συμπληρωματική κατάθεση της Σοφίας Πολυζωγοπούλου, την οποία αποκαλύπτει η «Μ»
• Τι αναφέρει για τον εθισμό του ποινικολόγου με τον τζόγο, τις απειλές που δεχόταν, τον ρόλο του Γιώργου Κριεμάδη αλλά και εκείνους που επιθυμούν την ηθική της εξόντωση
• Τα άγνωστα προβλήματα στη σχέση (από το 2017), ο ξυλοδαρμός και το άγριο παρασκήνιο που ακολούθησε
Η εν διαστάσει σύζυγος του ποινικολόγου, και θύμα του άγριου ξυλοδαρμού που έλαβε χώρα το βράδυ της 16ης Ιουνίου, μέσω της πολύωρης κατάθεσής της που αποκαλύπτει η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» ανέλυσε στη δικαστική λειτουργό τον ταραχώδη έγγαμο βίο της με τον κατηγορούμενο, αλλά και τις αφόρητες πιέσεις -έμμεσους εκβιασμούς- που της ασκήθηκαν κυρίως από τον συνεργάτη του γραφείου, Γιώργο Κριεμάδη, προκειμένου να καμφθεί, να μην αποκαλύψει την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι οι εκκωφαντικές κακώσεις σε πρόσωπο και σώμα προήλθαν από πέσιμο από τις σκάλες. Παράλληλα αποκαλύπτει ότι από την πρώτη στιγμή νοσηλείας της ο ποινικολόγος έβαλε ως άτυπους παρατηρητές, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν θα αποκαλυφθεί η έκνομη δράση του, τη μεγαλύτερή του κόρη αλλά και την πρώην σύζυγό του, η οποία επισκέφθηκε την Πολυζωγοπούλου «μαύρα μεσάνυχτα» μέσα στην ιδιωτική κλινική που νοσηλεύονταν, ενώ ήταν και τα πρώτα πρόσωπα τα οποία αντίκρισε όταν μετακινήθηκε στο σπίτι της στον Γέρακα μετά το εξιτήριο το οποίο πήρε με δική της πρωτοβουλία. Μάλιστα, η 37χρονη δικηγόρος επισήμανε ότι από τη 18η Ιουνίου ο Απόστολος Λύτρας την απέκλεισε από τη συνομιλία που είχε με συνεργάτες στο γραφείο, απέκλεισε την πρόσβασή της στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο, «στο οποίο ήταν καταχωρισμένες τόσο υποθέσεις που χειριζόμασταν μαζί όσο και προσωπικές μου υποθέσεις», καταγγέλλοντας ότι με λασπολογίες «επιχειρείται η επαγγελματική μου καταστροφή, όπως έλεγε ο Κριεμάδης, αλλά και η ηθική μου εξόντωση». Σε ό,τι αφορά τα χρήματα τα οποία υπήρχαν μέσα στο σπίτι (σ.σ. γι’ αυτή την υπόθεση ξεκίνησε έρευνα από την Οικονομική Αστυνομία), η Σοφία Πολυζωγοπούλου επισημαίνει ότι τα λεφτά τα οποία υπήρχαν στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού παραδόθηκαν στη μεγαλύτερη κόρη του ποινικολόγου.
Εθισμός στον τζόγο!
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της κ. Πολυζωγοπούλου, τα πρώτα προβλήματα στη σχέση με τον κατηγορούμενο ξεκίνησαν στα τέλη του 2017, όταν διαπίστωσε ότι είναι παθολογικά εθισμένος στον τζόγο. «…Ο ίδιος πήγαινε βραδινές ώρες σε χαρτοπαικτική λέσχη, όχι νόμιμη, η οποία σύμφωνα με όσα είχα αντιληφθεί, και στην πορεία μου το επιβεβαίωσε και ο ίδιος, ήταν στα βόρεια προάστια, πιθανότατα σε κάποιο ξενοδοχείο. Στη χαρτοπαικτική αυτή λέσχη σπαταλούσε υπέρογκα ποσά από τα οικογενειακά μας εισοδήματα, αλλά το πρόβλημα δεν ήταν μόνο το οικονομικό, αλλά και το γεγονός ότι ο εθισμός του στον τζόγο δημιουργούσε γενικότερους κινδύνους για την οικογένειά μας.
Ο ίδιος αρνούνταν ότι έχει πρόβλημα, έβρισκε διαρκώς δικαιολογίες, έκανε δήθεν αποτυχημένες προσπάθειες αποχής, έλεγε διαρκώς ψέματα και γινόταν ευέξαπτος, προσβλητικός απέναντί μου όταν του έλεγα ότι έχει πρόβλημα και πρέπει να ζητήσει βοήθεια. Την ίδια περίοδο είχαν δημιουργηθεί τρομερές εντάσεις με την πρώην σύζυγό του και με τα παιδιά του, εκ των οποίων η μεγάλη του κόρη έμπαινε στην εφηβεία. Εγώ εξαιτίας όλων αυτών των προβλημάτων του είχα ζητήσει να χωρίσουμε.
Παρ’ όλα αυτά ήμουν πολύ υποστηρικτική και προς τα μεγαλύτερα παιδιά του, με τα οποία είμαι πολύ δεμένη, γεγονός που πάντα εκμεταλλευόταν. Για τα προβλήματα αυτά του κατηγορουμένου είχα ενημερώσει και είχα ζητήσει τη συνδρομή του οικογενειακού του περιβάλλοντος, δηλαδή των γονέων του και της αδελφής του, πλην όμως αυτοί εθελοτυφλούσαν, με αντιμετώπιζαν απαξιωτικά και οι απαντήσεις που είχα λάβει μεταξύ άλλων ήταν ότι και ο πατέρας του έπαιζε και δεν έπαθαν τίποτα…».
Ο ειδικός ψυχικής υγείας
Στη συνέχεια της κατάθεσής της η δικηγόρος επισημαίνει ότι τέλη 2017 ή αρχές 2018 ο ποινικολόγος «πιο πολύ για να με πείσει να μη χωρίσουμε» απευθύνθηκε σε ειδικό ψυχικής υγείας με έδρα το Κολωνάκι. Ωστόσο επισημαίνει ότι ο Λύτρας δεν ήταν συνεπής ούτε στις επισκέψεις, αλλά ούτε στις οδηγίες του ειδικού.
«…Η σχέση μου με τον αντίδικο είχε κλονιστεί απόλυτα σε εκείνο το διάστημα εξαιτίας των ως άνω περιστατικών που σας αναφέρω, πλην όμως όταν υπέστη το έμφραγμα, στο οποίο άμεσα κινδύνευσε η ζωή του, μάλιστα στο ασθενοφόρο όταν τον μεταφέραμε προς το νοσοκομείο, στο οποίο ήμουν μέσα, γιατί με είχαν ενημερώσει ότι μπορεί να μη φτάσει στο δεύτερο νοσοκομείο όπου θα έκανε την επέμβαση, εγώ έκρινα ότι έπρεπε να παραγκωνίσω τα όποια προβλήματα υπήρχαν και είχε ο ίδιος δημιουργήσει, και θεώρησα ηθική υποχρέωση προς το παιδί μου να του σταθώ σε όλα τα επίπεδα λόγω του προβλήματος υγείας αυτού, όπως και έκανα όλα τα χρόνια της κοινής μας ζωής έχοντας αναλάβει σχεδόν όλα τα βάρη της οικογένειάς μας, δηλαδή αποκλειστικά μόνη μου την ανατροφή του παιδιού μας, τη στήριξη των μεγαλύτερων παιδιών μας, τα οποία έχω μεγαλώσει σαν δικά μου παιδιά, το μεγαλύτερο βάρος της κοινής μας εργασίας, καθώς ο ίδιος και για ένα διάστημα υποχρεωτικά απείχε, αλλά και μέχρι τώρα οι γιατροί του είχαν συστήσει να μην κουράζεται, να μη στρεσάρεται», ανέφερε η κ. Πολυζωγοπούλου, επισημαίνοντας πάντως ότι μετά την περιπέτεια της υγείας του ο κατηγορούμενος ποινικολόγος συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του ειδικού ψυχικής υγείας, απείχε «με μικρές υποτροπές από τον τζόγο και η εν γένει συμπεριφορά του είχε εξομαλυνθεί».
Υπέρογκες σπατάλες
Στη συνέχεια της κατάθεσής του το θύμα του ξυλοδαρμού ισχυρίστηκε ότι από το καλοκαίρι του 2022 ο ποινικολόγος άρχισε να παρουσιάζει περίεργες συμπεριφορές, καθώς πριν από την έναρξη του νέου δικαστικού έτους αποφάσισε να πάει διακοπές με δική του παρέα αρχικά στην Άνδρο και μετά στην Κρήτη. «…Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και αντιλαμβανόμουν ότι κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, ήδη από τις μεσημβρινές ώρες, ξενυχτούσε και γενικά η συμπεριφορά του προσομοίαζε με εφήβου. Όταν επέστρεψε ήταν παντελώς αδιάφορος προς εμένα και το παιδί, ήταν μονίμως απορροφημένος με το κινητό του τηλέφωνο όσες ώρες ήταν στο σπίτι και δεν υπήρχε καμία ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ μας σε κανένα επίπεδο και για κανένα ζήτημα. Άρχισε σταδιακά και κλιμακούμενα να προβαίνει σε υπέρογκες σπατάλες.
Ενδεικτικώς αναφέρω ότι από εκείνο το διάστημα μέχρι και πολύ πρόσφατα έχει αγοράσει αρκετά πανάκριβα αυτοκίνητα, την αγορά των οποίων πληροφορούμουν όταν τα πάρκαρε έξω από το σπίτι. Επίσης έβγαινε μόνος του και γενικά η συμπεριφορά του δεν ήταν συμβατή με την ηλικία του, με την ιδιότητα του συζύγου, του πατέρα και του επαγγελματία. Είχε κάνει υποτροπή στον τζόγο, αυτή τη φορά, όπως διαπίστωσα, παίζοντας τυχερά παιχνίδια στο κινητό του τηλέφωνο. Εγώ του δήλωσα ότι ο γάμος μας δεν θα συνεχιστεί… Τον Σεπτέμβριο του 2023 του ζήτησα να χωρίσουμε κατόπιν και άλλων αφορμών που μου είχε δώσει», ανέφερε.
Μαρτύριο!
Η 37χρονη δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι με το που ανακοίνωσε στον ποινικολόγο ότι θέλει να χωρίσουν ξεκίνησε το δικό της μαρτύριο, καθώς ο Λύτρας από τη μία της ζητούσε να τον συγχωρέσει και της έλεγε ότι την υπεραγαπάει, και από την άλλη την εξύβριζε χυδαία, ενώ την απειλούσε ακόμη και για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή της! «…Έβλεπε ότι ήμουν αμετακίνητη στην απόφασή μου αυτή, ότι δεν πτοούμουν από απειλές, όπως το ότι δεν θα δίνει μία για το παιδί του, γιατί δεν με ενδιέφερε καθόλου η διατροφή ή οποιοδήποτε οικονομικό ζήτημα… Μάλιστα του είχα πει ότι θα φύγω εγώ από το σπίτι μαζί με το παιδί, όπως απαιτούσε, ενώ κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβεί για την ψυχολογία του παιδιού, πάραυτα, επειδή δεν άντεχα τον ψυχολογικό πόλεμο που μου έκανε, είχα προβεί στην αναζήτηση οικίας. Μετά βέβαια ο ίδιος άλλαζε γνώμη και έλεγε ότι θα φύγει αυτός από το σπίτι. Επειδή έβλεπε ότι δεν πτοούμουν με αυτές τις απειλές και τους οικονομικούς ακόμα εκβιασμούς και του επαναλάμβανα ότι εμένα με νοιάζει μόνο το παιδί και το μόνο που θέλω είναι την επιμέλεια της κόρης μας και όλα τα υπόλοιπα να τα κρίνει κατά συνείδηση αν έχει, έφτασε στο σημείο να εξοβελίζει απειλές για τη ζωή και τη σωματική μου ακεραιότητα, ακόμα και απειλές με παρέμβασή του στη Δικαιοσύνη, προκειμένου όπως μου έλεγε να μου πάρει το παιδί. Όταν του έλεγα ότι θα κάνω μήνυση, ο ίδιος μου έλεγε ότι δεν τον αγγίζει τίποτα και ότι δεν μπορώ να του κάνω τίποτα. Την επομένη βέβαια ξεκινούσε τους ύμνους αγάπης και ζητούσε συγγνώμη. Επίσης με ζήλευε σε εμμονικό βαθμό, παρότι στην κοινή μας ζωή δεν του είχα δώσει το παραμικρό δικαίωμα…», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στην ανακρίτρια αποκάλυψε ότι τελικά τον Νοέμβριο του 2023 ο Λύτρας αποχώρησε από την οικογενειακή εστία, αλλά όπως είπε με πρόφαση την επικοινωνία με την κόρη τους ακόμη και εν αγνοία της επισκεπτόταν το σπίτι και έθετε σε λειτουργία τις κάμερες που είχε συνδεδεμένες με το κινητό του. «…Ο ίδιος μου έλεγε ότι παρακολουθεί το αυτοκίνητό μου, το κινητό μου τηλέφωνο, τα social media που είχα, γεγονός που δεν ξέρω αν είναι αληθές ή απλά το έλεγε προκειμένου να αισθάνομαι ότι ελέγχει κάθε μου κίνηση. Για τη συμπεριφορά αυτή, για τις απειλές που δεχόμουν ακόμα και για τη ζωή μου και τη σωματική μου ακεραιότητα, και για τη γενικότερη αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, τον Νοέμβριο του 2023 είχα και πάλι ενημερώσει το οικογενειακό του περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα με είχαν καλέσει οι γονείς του στο σπίτι τους, δήθεν καλοπροαίρετα. Όταν έφτασα, βρήκα εκεί τους γονείς του, τον ίδιο, την αδελφή του, τα μεγαλύτερα παιδιά του και τον ανιψιό του, και παρουσία όλων ανέφερα ότι με απειλεί, ότι η συμπεριφορά του δεν είναι φυσιολογική, ότι δεν πήγαινε στον ψυχίατρο, ότι έχει κόψει μόνος του τα φάρμακα, ότι φοβάμαι και τους είπα ότι θα είναι όλοι υπεύθυνοι αν μου συμβεί κάποιο κακό, γιατί τους έχω ενημερώσει και δεν κάνουν τίποτα… Αυτοί απλά με απαξίωσαν και για άλλη μία φορά δεν ήθελαν να παραδεχτούν το πρόβλημα…».
Ο ξυλοδαρμός και οι «επισκέψεις» στην κλινική
Σε ό,τι αφορά το τι ακολούθησε τον άγριο ξυλοδαρμό της το βράδυ της 16ης Ιουνίου, η Σοφία Πολυζωγοπούλου, μέσω της συμπληρωματικής της κατάθεσης, αποκάλυψε και άλλες άγνωστες λεπτομέρειες για το τι συνέβη μέσα στο σπίτι στον Γέρακα αλλά και μετά κατά τη διάρκεια νοσηλείας της στην ιδιωτική κλινική. Όπως είπε, εκείνη κατέρρευσε στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού, με αποτέλεσμα ο ποινικολόγος να πειστεί να την πάει στην κλινική γιατί φοβήθηκε μην πεθάνει μέσα στο σπίτι. «…Πράγματι φτάσαμε μαζί στην Ευρωκλινική και θέλω να επαναλάβω ότι όταν αμέσως με πήραν στον θάλαμο νοσηλείας, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν του επέτρεψε την είσοδο, παρά την επιμονή του. Στην πορεία και χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τον χρόνο, γιατί ήμουν πραγματικά σε κατάσταση σοκ, και ενώ μεσολαβούν αυτά που ήδη σας έχω καταθέσει, φαίνεται πως ο κατηγορούμενος ειδοποίησε την 20χρονη κόρη του Παρασκευή προκειμένου να έρθει στο νοσοκομείο. Το παιδί μπήκε στον θάλαμο όπου ήμουν και όταν με είδε, σοκαρίστηκε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς και μετά από λίγα δευτερόλεπτα βγήκε έξω. Προφανώς ο κατηγορούμενος την ειδοποίησε για να με πιέσει ψυχολογικά, για να τη βάλει μέσα να ελέγχει τι γίνεται, αφού στον ίδιο δεν επιτρεπόταν η είσοδος και γενικά για να τη χειραγωγήσει και να κάνει ό,τι της πει… Στην πορεία, και πάλι χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πότε ακριβώς μέσα στη νύχτα, άκουσα μια γυναικεία φωνή έξω από τον θάλαμο να λέει: ‘‘Δεν είμαι συγγενής πρώτου βαθμού, δεν έχει κανέναν εδώ, είμαι φίλη της. Αφήστε με να τη δω’’. Ο γιατρός μου είπε ότι είναι μια κυρία έξω που λέει τα ανωτέρω που ήδη είχα ακούσει και με ρώτησε τι θέλω να κάνω. Του είπα να την αφήσει να μπει και πράγματι μπήκε η πρώην σύζυγος του κατηγορουμένου, με την οποία εγώ είχα απολύτως τυπικές σχέσεις όλα τα χρόνια, είχαμε μάλιστα ενδεχομένως και χρόνια να συναντηθούμε από κοντά και μέσα στο σοκ που βρισκόμουν δεν μπορούσα να καταλάβω τι δουλειά είχε κι αυτή εκεί. Μέχρι εκείνη την ώρα κανένας δικός μου δεν είχε φτάσει στο νοσοκομείο και δεν μπορώ να προσδιορίσω αν ήταν πριν ή αφού είχα ειδοποιήσει την αδελφή μου με τον τρόπο που σας έχω ήδη αναφέρει. Η πρώην σύζυγος του κατηγορουμένου με ρώτησε πώς είμαι και τι έχω πει στους γιατρούς. Εγώ της είπα ότι έχω πει αυτό που θέλει ο κατηγορούμενος, ενώ η αλήθεια είναι ότι είχα πει στους γιατρούς ότι με είχε χτυπήσει. Όταν τα ξημερώματα μου είπαν οι γιατροί ότι τον είχαν συλλάβει, ζήτησα να υπογράψω και να φύγω, παρότι η σύσταση ήταν ότι πρέπει να συνεχίσω να νοσηλεύομαι…».
«Με περίμεναν σπίτι, η κόρη του και η πρώην γυναίκα του»
Ο Απόστολος Λύτρας στην Ευελπίδων πίσω του διακρίνεται ο στενός συνεργάτης του Γιώργος Κριεμάδης.
Σύμφωνα με την περιγραφή της Σοφίας Πολυζωγοπούλου, με την επιστροφή της στο σπίτι στον Γέρακα διαπίστωσε ότι ήδη την περίμεναν η μεγαλύτερη κόρη του ποινικολόγου και η πρώην σύζυγός του «με την πρόφαση να μου δώσουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου, λες και θα το χρησιμοποιούσα στην κατάσταση που ήμουν εκείνο το βράδυ. Πολύ αργότερα βέβαια διαπίστωσα ότι όσο εγώ νοσηλευόμουν, το αυτοκίνητό μου το χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος για να πάει στο αστυνομικό τμήμα, γιατί δεν τον είχαν συλλάβει, αλλά είχε πάει ο ίδιος εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, και εν συνεχεία η κόρη του». Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, το μόνο που την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν τι θα έλεγε στην κόρη τους (σ.σ. βρισκόταν στο σπίτι της αδελφής της), η οποία είχε αγώνες την Κυριακή, στους οποίους δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί. «…Εν συνεχεία έμεινα μόνη μου στο σπίτι, ενώ ο κατηγορούμενος συνέχιζε να με καλεί στο τηλέφωνο επίμονα, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχα σηκώσει. Έκανε δηλαδή χρήση του τηλεφώνου ενώ είχε ήδη συλληφθεί. Κάποια στιγμή το σήκωσα, γιατί ήθελα να δω τις κινήσεις του, μου έλεγε ότι οι αστυνομικοί έχουν κολλήσει στο ότι έχω ζητήσει κουμπί πανικού και στο ότι ο γιατρός λέει ότι του είπα ότι με χτύπησε. Μου ζητούσε να του στείλω την ιατρική βεβαίωση, την οποία έστειλα, αφού είχα κόψει το «αναφερόμενος ξυλοδαρμός». Σε άλλο τηλεφώνημα μου ζητούσε να μιλήσω με τον αστυνομικό και να του επιβεβαιώσω ότι έπεσα από τη σκάλα. Πράγματι μου έδωσε κάποιον υποθέτω αστυνομικό να μιλήσω, ο οποίος με ρώτησε ‘‘τι έχει συμβεί, κ. Πολυζωγοπούλου;’’ και εγώ του απάντησα ‘‘ό,τι βλέπετε στη δικογραφία’’. Ο κατηγορούμενος μου ζητούσε να βγάλουμε κοινό δελτίο Τύπου στο οποίο να αναφέρεται ότι έπεσα από τη σκάλα, γεγονός το οποίο αρνήθηκα. Το μόνο που του ζητούσα ήταν να μην πάρει έκταση το θέμα και να προστατεύσει τα παιδιά… Εγώ επικοινωνούσα μαζί του, γιατί φοβόμουν και ήθελα να μαθαίνω τις κινήσεις του…».
Ο Κριεμάδης
Σύμφωνα με την κ. Πολυζωγοπούλου, στις 2.00 το μεσημέρι της Κυριακής την επισκέφθηκε στο σπίτι μια φίλη της και λίγα λεπτά αργότερα ο δικηγόρος Γιώργος Κριεμάδης και η μεγάλη κόρη του ποινικολόγου. «…Ο Κριεμάδης φορτικά προσπαθούσε να με πείσει να μην πω ενώπιόν σας την αλήθεια, την οποία είχα ήδη πει στους γιατρούς, την οποία ήδη με τον τρόπο μου είχα πει στον αστυνομικό, την οποία είχα ήδη πει στην αδελφή μου, στη φίλη μου, στους γονείς μου, και δεν είχα καμία πρόθεση και κανέναν απολύτως λόγο να την αποκρύψω. Το αντίθετο, είχα όλους τους λόγους να ζητάω προστασία. Ο Κριεμάδης λοιπόν μου έλεγε μεταξύ άλλων στην κατάσταση που ήμουν, που με δυσκολία στεκόμουν ακόμα και στον καναπέ, ότι είναι δεδομένο ότι ο κ. Αποστόλης έχει κάνει μαλακία μεγάλη, αλλά πρέπει να πω ότι έπεσα από τη σκάλα, γιατί αλλιώς θα καταστραφούμε επαγγελματικά και οι δύο, να σκεφτώ την καριέρα μου, η οποία θα πληγεί από αυτό το γεγονός, να σκεφτώ τα παιδιά και να σκεφτώ και τους εργαζομένους στο γραφείο, οι οποίοι την επόμενη μέρα, τουλάχιστον οι μισοί, θα έχαναν τη δουλειά τους. Μου έλεγε επίσης, πράγμα που μέχρι εκείνη την ώρα εγώ δεν το γνώριζα, ότι εσείς θα με καλούσατε για κατάθεση την επόμενη μέρα στις 8.00 π.μ., και όπως χαρακτηριστικά μου ανέφερε: ‘‘Αν η ανακρίτρια δει το πρόσωπό σας, θα τον βάλει μέσα’’. Μου πρότεινε λοιπόν να κάνω μια υπεύθυνη δήλωση μέσω gov, να λέω ότι έπεσα από τις σκάλες, πρότεινε μάλιστα να βάλουμε και ιατροδικαστή, ανέφερε το όνομα του κ. Τσαντίρη, προκειμένου να συνταχθεί μια έκθεση η οποία θα βεβαίωνε ότι τα τραύματά μου είναι συμβατά με πτώση από σκάλες. Πιστεύω βέβαια ότι δεν είχε μιλήσει με κανέναν κ. Τσαντίρη εκείνη τη στιγμή και κανένας ιατροδικαστής δεν θα δεχόταν να βεβαιώσει κάτι τέτοιο από τη στιγμή που εμφανώς ήμουν χτυπημένη. Έφτασε στο σημείο να μου προτείνει να πούμε ότι υπήρχε μάρτυρας την ώρα που έπεφτα από τις σκάλες και μάλιστα ήθελε να βάλει το 20χρονο παιδί, την Παρασκευή δηλαδή, να βεβαιώνει ότι ήταν παρούσα την ώρα που έπεφτα από τις σκάλες. Εγώ του είπα: ‘‘Γιώργο, φύγε. Το μόνο που δεν μου έχετε ζητήσει είναι να παρασταθώ και σαν συνήγορος υπεράσπισής του, θα πω ό,τι έγινε…».
Μάλιστα επισημαίνει ότι λίγη ώρα αργότερα, όταν ήρθαν αστυνομικοί παρουσία δικαστικού λειτουργού να παραλάβουν τα όπλα τα οποία νομίμως κατείχε ο ποινικολόγος, ο Κριεμάδης και η κόρη του Λύτρα εμφανίστηκαν και πάλι. «…Εγώ σε τεράστια ένταση και επειδή συνέχιζα να φοβάμαι, αλλά και να δέχομαι αδιανόητες πιέσεις, είπα ατύπως στους αστυνομικούς και στον δικαστικό λειτουργό που ήταν μαζί τους ακριβώς ό,τι έχει συμβεί και τους παρακαλούσα να με φέρουν στα δικαστήρια για να καταθέσω αυθημερόν. Οι ίδιοι μου είπαν ότι θα επικοινωνήσουν με την κ. ανακρίτρια που χειρίζεται την υπόθεση και πράγματι προσήλθατε στην οικία μου λίγο αργότερα. Εν τω μεταξύ, επειδή συνέχιζα να φοβάμαι, ζήτησα αστυνομική προστασία, ακριβώς επειδή δεχόμουν αδιανόητες πιέσεις και τίποτα δεν πτοούσε τον κατηγορούμενο, ενώ οι πιέσεις που δεχόμουν συνεχίζονταν μέχρι πριν φτάσετε στο σπίτι μου και καταθέσω ενώπιόν σας. Στο μεταξύ, η μικρότερη κόρη του κατηγορουμένου μου έστελνε μηνύματα και με παρακαλούσε να προσπαθήσω να μην προφυλακιστεί ο πατέρας της, λες και εγώ έχω τέτοια δύναμη ή τέτοιες δυνατότητες και να το κάνω γι’ αυτές τις τρεις, όπως χαρακτηριστικά μου ανέφερε. Εγώ της απάντησα: ‘‘Θα πω όλη την αλήθεια και θα το κάνω για εσάς τις τρεις…’’.
Οι επόμενες ημέρες
Στη συνέχεια της κατάθεσής της η κ. Πολυζωγοπούλου ανέφερε ότι τη Δευτέρα, μετά την απολογία του και τη μη προφυλάκιση του Λύτρα, ο ποινικολόγος της έστειλε μηνύματα με τα οποία ζητούσε συγγνώμη και να επιτραπεί στην κόρη του να πάρει λεφτά, ρούχα και κλειδιά από το σπίτι. «…Εγώ, όταν διάβασα τα μηνύματα, στα οποία συμπεριφερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, και ούσα ήδη ταραγμένη από όσα είχα ήδη περάσει, έπαθα κρίση πανικού, δηλαδή ανέβασα παλμούς και δεν μπορούσα να αναπνεύσω… Σχεδόν ταυτόχρονα δέχτηκα μήνυμα από την κόρη του Παρασκευή, η οποία μου έλεγε ότι δεν προφυλακίστηκε και μου ζητούσε να έρθει να πάρει κάποια πράγματά του. Την ίδια ώρα είχα δεχθεί μήνυμα από την ψυχολόγο της Αστυνομίας, προκειμένου να κανονίσουμε πότε θα γίνει η πρώτη μας συνεδρία. Εγώ απάντησα στην Παρασκευή ότι θα συνεννοηθούμε λίγο αργότερα, γιατί ήμουν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, ενώ οι ακριβείς διάλογοι προκύπτουν από τα μηνύματα που έχω ήδη προσκομίσει… Παρότι λοιπόν εγώ ζήτησα από την Παρασκευή να συνεννοηθούμε σε λίγο, ακριβώς γιατί ήμουν σε άθλια σωματική και ψυχολογική κατάσταση, τα παιδιά του κατηγορουμένου χτύπησαν το κουδούνι μαζί με τον κ. Κριεμάδη, πάλι, για να πάρουν πράγματα και χρήματα του πατέρα τους. Εγώ εκείνη τη στιγμή και σε τρομερή ένταση τους παρέδωσα παρουσία των γονιών μου, που δεν έχουν φύγει ούτε ένα λεπτό από δίπλα μου, ένα μαύρο τσαντάκι με λεφτά, τα οποία δεν μέτρησα στην κατάσταση που ήμουν, αλλά ήταν όλα τα χρήματα που είχαμε εύκαιρα στο σπίτι και ήταν αρκετά, και είπα στη μαμά μου να τους κατεβάσει και μερικά ρούχα του, γιατί με το σπασμένο χέρι δεν μπορούσα να το κάνω εγώ…».
Σε ό,τι αφορά την Τρίτη 18 Ιουνίου 2024, η κ. Πολυζωγοπούλου επισήμανε ότι η μεγάλη κόρη του ποινικολόγου της έστειλε νέα μηνύματα (σ.σ. τα έχει αποκαλύψει η «Μ») με τα οποία ζητούσε να έρθει να πάρει τα κλειδιά της Φεράρι μέσα στην οποία έγινε ο ξυλοδαρμός της. Εκείνη την ενημέρωσε ότι θα λείπει μέχρι αργά, καθώς αφενός είχε συνάντηση με τους δικηγόρους της για το θέμα της επιμέλειας του παιδιού και αφετέρου είχε στη συνέχεια συνάντηση με ειδικό ψυχικής υγείας. «…Επιστρέφοντας στο σπίτι με το περιπολικό και αφού είχα δεχτεί κλήση από τον κατηγορούμενο μέσω Viber, διαπίστωσα ότι είχε δημιουργηθεί μια κοινή συνομιλία στο Viber στην οποία μετέχοντες ήμουν εγώ, ο Κριεμάδης και ο κατηγορούμενος, η οποία και έχει προσκομιστεί ενώπιόν σας. Με αδιανόητες προτροπές προς το πρόσωπό μου ο Κριεμάδης μου μιλούσε σαν να μη γνώριζε την κατάσταση της υγείας και της ψυχολογίας μου, στην οποία με είχε φέρει ο κατηγορούμενος, και ουσιαστικά μας ενημέρωνε ότι το δικηγορικό μας γραφείο κατέρρεε, όπως ‘‘είχα καταρρεύσει κι εγώ από τις σκάλες’’ δύο μέρες πριν, κάτι που δεν ίσχυε βέβαια, όπως προκύπτει από στοιχεία που σας έχω προσκομίσει, από την ίδια λογική και από άλλα στοιχεία που θα σας προσκομίσω. Άλλωστε επισημαίνω ότι ο κατηγορούμενος είχε προσωπική του κάρτα και θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει προκειμένου να κάνει κάποιες πληρωμές και να καλυφθούν οι τρέχουσες ανάγκες, ενώ εγώ είχα ήδη συνεννοηθεί με τη γραμματέα του γραφείου για τη διεκπεραίωση κάποιων ζητημάτων του γραφείου. Επιπλέον είχαν παραδοθεί αρκετά χρήματα την προηγούμενη ημέρα από εμένα στα παιδιά του.
Στη συνομιλία αυτή απάντησε ο κατηγορούμενος, ο οποίος είπε ότι δήθεν με ψάχνουν τα παιδιά του για να πάρουν χρήματα για το γραφείο, για τη δόση του δανείου και για την κόρη του που έφευγε για Κύπρο. Τα παιδιά του δεν με έψαχναν, γιατί είχα ήδη ενημερώσει την κόρη του ότι θα λείπω μέχρι αργά και επιπλέον κανένας από τους λόγους για τους οποίους έλεγε ότι με έψαχναν δεν ήταν τόσο επείγων ώστε να διευθετηθεί μέσα στη νύχτα και ενώ δεν είχαν συμπληρωθεί ούτε δύο εικοσιτετράωρα από τον ξυλοδαρμό μου… Όσον αφορά στη δόση του δανείου υπήρχε ακόμα περιθώριο οκτώ ημερών να το τακτοποιήσει αυτό το ζήτημα, κάτι το οποίο γνωρίζω πολύ καλά, γιατί και με αυτό το θέμα ασχολούμαι και εγώ και αναφορικά με το δικαστικό σκέλος σε σχέση με την τράπεζα, αλλά και με τις προσπάθειες εύρεσης εξωδικαστικής λύσης με την τράπεζα. Ειδικότερα όταν έστελνε το συγκεκριμένο μήνυμα δεν υπήρχε καμία δόση δανείου. Υπήρχε μια πρόταση την Παρασκευή από την τράπεζα, την οποία ο κατηγορούμενος εκείνη τη στιγμή ούτε καν είχε αποδεχτεί.
Μάλιστα, πριν γίνουν τα επίδικα περιστατικά, το Σάββατο και μετά τις επιδείξεις της κόρης μου, πήγαμε σε καφετέρια εγώ, ο κατηγορούμενος και η αδελφή μου και συζητούσαμε το θέμα της τράπεζας και ειδικότερα την πρόταση που του είχε κάνει η τράπεζα μία με δύο ημέρες πριν. Εγώ ήμουν της άποψης ότι έπρεπε να δεχτεί την πρόταση και να καταβάλουμε κάποια χρήματα που είχαμε ήδη από τη δουλειά μας, ενώ έπρεπε να αποπληρωθεί πλήρως το δάνειο του σπιτιού όπου ζουν τα παιδιά του από τον πρώτο γάμο, πράγμα που ήταν εφικτό αν πουλούσε κάποια από τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα που είχε. Η κόρη του μάλιστα συμφωνούσε μαζί μου, ενώ ο ίδιος επέμενε ότι δεν γνωρίζω από οικονομικά και ότι η συγκεκριμένη πρόταση δεν τον συμφέρει, ενώ δεν ήθελε να πουλήσει και τα αυτοκίνητα. Η εν λόγω συνομιλία στο Viber εξυπηρετούσε άλλες σκοπιμότητες, τις οποίες εκείνη τη στιγμή λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόμουν δεν μπορούσα να αντιληφθώ. Πάντως όλα αυτά που έγραφαν μου προκαλούσαν αδιανόητη ταραχή και φόβο, γιατί αισθανόμουν ότι πάλι κάτι κακό πάνε να μου κάνουν. Λίγη ώρα αργότερα έγινε η εισβολή στο σπίτι μου με κλειδιά που τους έδωσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, και σχηματίστηκε η ποινική δικογραφία, αντίγραφα της οποίας υπάρχουν στη δικογραφία της ενδοοικογενειακής που έχετε ενώπιόν σας. Επισημαίνω ότι η κόρη του ουδέποτε είχε κλειδιά του σπιτιού μας, γι’ αυτό και σε όλα τα μηνύματα που σας έχω προσκομίσει με ρωτάει η ίδια αν είμαι εγώ στο σπίτι ή κάποιος άλλος προκειμένου να της ανοίξει και να μπει μέσα…».
Το χρηματοκιβώτιο
Σύμφωνα με τη Σοφία Πολυζωγοπούλου και όπως προκύπτει από άλλα μηνύματα, τα οποία προσκόμισε στην ανακρίτρια, από εκείνη τη στιγμή και μετά η μεσαία κόρη του ποινικολόγου άρχισε να της στέλνει προσβλητικά μηνύματα, «στα οποία εξηγούσε ουσιαστικά ότι η εισβολή έγινε προκειμένου να πάρουν τα χρήματα, τα οποία θεώρησαν ότι επειδή έφαγα ξύλο θα κράταγα, και τα σχετικά μηνύματα σας τα προσκομίζω. Επισημαίνω ότι τα χρήματα ήταν από την κοινή μας επαγγελματική δραστηριότητα και παρ’ όλα αυτά θα τα έδινα, μην έχοντας καμία πρόθεση να τα κρατήσω, εφόσον μου τα ζητούσαν. Άλλωστε ήταν το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή και για μένα προείχε η σωματική και ψυχική μου ανάρρωση. Με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει της απαντούσα καταλήγοντας να της πω ότι εύχομαι να πάρει από εμένα σαν παράδειγμα να μην ανέχεται τέτοιες συμπεριφορές και ότι δεν χρειάζεται να αγχώνεται για τα χρήματα…».
Εν συνεχεία, όπως λέει, κάλεσε τον δικηγόρο του κ. Λύτρα (σ.σ. τον Πέτρο Πανταζή) επισημαίνοντάς του ότι δεν χρειαζόταν να μπουκάρουν στο σπίτι με τα κλειδιά, «χρειαζόταν μόνο να μου ζητήσουν τα χρήματα, τα οποία και θα τους έδινα, ότι ήταν αδιανόητο που κανένας δεν σέβεται τη σωματική και ψυχική μου κατάσταση. Εγώ εξάλλου δεν είχα πρόσβαση στο χρηματοκιβώτιο, γιατί το κλειδί το είχε ο κατηγορούμενος. Επίσης δεν είχα κανένα λόγο να μη δώσω τα χρήματα για να καλυφθούν ανάγκες των ίδιων και των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων. Φαντάζομαι ότι είναι αυτονόητο ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα εξαρτώμενα σε όλα τα επίπεδα από αυτόν πρόσωπα όφειλαν να σεβαστούν τη σωματική και ψυχική μου κατάσταση εκείνη τη στιγμή και όχι να επιτείνουν την ήδη επιβαρυμένη μου ψυχολογία με εισβολές, τραμπουκισμούς, ύβρεις, ψέματα, όταν καν δεν έχουν συμπληρωθεί δύο μέρες από τον ξυλοδαρμό μου».
Μάλιστα, η 37χρονη δικηγόρος αποκάλυψε ότι μετά από ανταλλαγή email μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών, και παρουσία μαρτύρων, πήγε στο σπίτι η μεγάλη κόρη του ποινικολόγου, η οποία παρέλαβε το σύνολο των μετρητών με κλειδιά του χρηματοκιβωτίου που η ίδια έφερε στο σπίτι, «γιατί εγώ δεν τα είχα ποτέ και τα οποία η ίδια είχε πάρει, πριν επιστρέψω στο σπίτι μετά τον ξυλοδαρμό μου καθ’ υπόδειξη του πατέρα της, κάτι που μου ανέφερε η ίδια…».
«Ουρλιάζω στον ύπνο μου»!
Καταλήγοντας στην κατάθεσή της η κ. Πολυζωγοπούλου ανέφερε ότι για 12 ημέρες δεν είδε την 8χρονη κόρη της γιατί η εικόνα και η ψυχολογία της δεν της το επέτρεπε, αποκάλυψε ότι παθαίνει διαρκώς κρίσεις πανικού καθώς το βράδυ ξύπναγε και ούρλιαζε στον ύπνο της, και ότι μέχρι σήμερα έχει τρομερές ημικρανίες και ζαλάδες, με την ίδια να κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να σταθώ ψυχολογικά στα πόδια της κυρίως για το παιδί της.
Όπως προαναφέρθηκε, αποκάλυψε ότι από τις 18 Ιουνίου ο Απόστολος Λύτρας την απέκλεισε από τη συνομιλία που είχαν με τους συνεργάτες στο γραφείο, απέκλεισε την πρόσβασή της στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο του γραφείου, στο οποίο ήταν καταχωρισμένες τόσο υποθέσεις που χειρίζονταν από κοινού όσο και προσωπικές της υποθέσεις! «…Αναγκάστηκα να χρησιμοποιώ φίλους μου δικηγόρους για να μου παίρνουν τις αναβολές, οι οποίες αυτονόητα ήταν για λόγους υγείας. Επίσης, από εντολείς μου ενημερώθηκα ότι ήδη από τις 18.6.2024 τους ενημέρωναν από το γραφείο ότι δεν ανήκω στο δυναμικό τους. Με αυτούς τους τρόπους και με άλλους, με λασπολογίες που έχουν διαρρεύσει στα Μέσα, σε γνωστούς και σε φίλους επιχειρείται η επαγγελματική μου καταστροφή, όπως μου έλεγε ο Κριεμάδης, αλλά και η ηθική μου εξόντωση. Θέλω να πω ότι τα κίνητρά μου δεν είναι εκδικητικά, παρότι αυτό που έχω υποστεί είναι πολύ βαρύ. Για μένα είναι εξίσου βαρύ να διαχειριστώ το γεγονός ότι ο πατέρας του παιδιού μου είναι προσωρινά κρατούμενος. Το μόνο μου μέλημα είναι να επιτευχθεί η ασφάλεια η δική μου και του παιδιού μου και η ψυχική μας ηρεμία…», κατέληξε, ζητώντας από την ανακρίτρια να καλέσει ως μάρτυρα και τον ειδικό ψυχικής υγείας που επισκεπτόταν ο κατηγορούμενος.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ