Η ιστορία της Ιρλανδής που είχε έρθει στην Ελλάδα για γαμήλιο ταξίδι και έχασε τον σύζυγό της.
Η ιστορία της Ηolohan Zoe Maria, από την Ιρλανδία, συγκλόνισε στη δίκη για τη φονική φωτιά στο Μάτι. Η γυναίκα τέσσερις ημέρες πριν την τραγωδία είχε παντρευτεί τον αγαπημένο της Μπράιαν και επέλεξαν την Ελλάδα για το γαμήλιο ταξίδι τους καθώς η ίδια είχε σπουδάσει στο κολέγιο αρχαία και είχε «εμμονή με την ελληνική ιστορία». «Ήταν το όνειρο μου να έρθουμε στην Ελλάδα και να δούμε όλα αυτά τα ιστορικά μέρη» εξήγησε στους δικαστές και ξεκίνησε να αφηγείται πώς τη μοιραία ημέρα και ενώ βρισκόταν με τον σύζυγο της μόλις μιάμιση μέρα σε μια βίλα στη Ραφήνα, έτρεξαν για να γλιτώσουν από τον εφιάλτη αλλά εκείνος δεν τα κατάφερε.
Η μάρτυρας κατέθεσε πως εκείνο το μεσημέρι ο σύζυγος της μίλησε για τελευταία φορά με την μητέρα του στην οποία ευχήθηκε για τα γενέθλια της. «Είπε στη μητέρα του ότι την αγαπούσε…Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε» είπε και περιέγραψε πως μια ώρα αργότερα είδαν τον κήπο να φλέγεται. «Αποφασίσαμε να τρέξουμε για τη ζωή μας γρήγορα» ανέφερε περιγράφοντας ότι φόρεσε μια λευκή ρόμπα πιστεύοντας πως θα την προστατεύσει από τη φωτιά και πήρε μαζί της τα διαβατήρια, τα πορτοφόλια τους και τα δαχτυλίδια γάμου.
Η νεαρή γυναίκα κατέθεσε πώς τους εγκλώβισε η φωτιά ενώ προσπαθούσαν να ανοίξουν χειροκίνητα την πόρτα του γκαράζ αφού είχε κοπεί το ρεύμα. Πήδηξαν τα κάγκελα, είπε, και τότε είδε πως «παντού είχε πιάσει μεγάλη φωτιά». «Γύρισα στον άντρα μου και του ζήτησα να υποσχεθεί ότι θα είμαστε και οι δύο καλά» είπε κλαίγοντας και συνέχισε λέγοντας πως εκείνος της το υποσχέθηκε αλλά δεν κατάφερε να τηρήσει την υπόσχεση του.
«Ήταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά»
«Αρχίσαμε να τρέχουμε και ήταν πολύ δύσκολο να βλέπουμε μπροστά μας. Υπήρχε καπνός και σκοτάδι αν και ήταν μέρα. Είχε μαυρίσει ο τόπος» περιέγραψε συμπληρώνοντας πως ήταν δύσκολο ακόμη και να αναπνεύσουν. Την ώρα που αναζητούσαν διέξοδο προς τη θάλασσα η μάρτυρας διαπίστωσε πως καιγόταν. «Σταματήσαμε και κατάλαβα ότι είχε πάρει φωτιά το φόρεμα μου και τα πόδια μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τον πόνο. Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του. Έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε. Είχα μακριά μαλλιά και είχαν πιάσει φωτιά και τα ρούχα μου και τα χέρια μου και το πρόσωπο μου. Ήταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά» κατέθεσε έντονα φορτισμένη ξαναζώντας τη φρίκη.
Η μάρτυρας ανέφερε πως συνάντησαν τέσσερα ή πέντε παιδιά που ήταν μόνα τους και τα πήραν στην αγκαλιά τους για να τα βοηθήσουν. «Συνεχίσαμε να τρέχουμε. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο σαν φάντασμα. Υπήρχαν τρία άτομα μέσα. Το σταματήσαμε. Βάλαμε τα παιδιά μέσα αλλά δεν υπήρχε χώρος για εμάς» περιέγραψε και συνέχισε κλαίγοντας με λυγμούς «Ζήτησα να ανοίξει το πορτ μπαγκάζ. Σκαρφαλώσαμε και μπήκαμε εκεί αλλά είμαστε πολύ μεγάλοι. Το αυτοκίνητο πήγαινε γρήγορα. Οι φλόγες έρχονταν πάνω μας, σαν να μας έφταναν. Το χέρι μου κόλλησε πάνω στο καπό. Είχε πιάσει φωτιά όλο το σώμα μου και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά συγκρούστηκε με ένα δέντρο και αυτό έπεσε κάτω πάνω σε εμάς στο πορτ μπαγκαζ. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσαν να τον κρατήσω πια χέρι με χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί;». Προσπάθησα να τον φωνάξω ήθελα να ακούσει πόσο πολύ τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει. Εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο Πορτ μπαγκάζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτό τον πόνο».
«Ήταν κόλαση»
Η γυναίκα συγκλόνισε περιγράφοντας τον πόνο που βίωσε: «Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα για το θάνατο μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς» είπε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στον εθελοντή πυροσβέστη που τη βοήθησε. «Ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιαν αλλά πιστεύω δε με κατάλαβε…». Η μάρτυρας κατέθεσε πως όλα έμοιαζαν σαν να ζούσε σκηνές από ταινία τρόμου. «Κοίταξα τα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχαν κολλήσει στο σώμα μου» περιέγραψε συγκλονισμένη η μάρτυρας στην κατάθεση της και μετέφερε μέσα από τα λόγια της την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. «Κατάλαβα ότι τα κομμάτια του φορέματος φλέγονταν ακόμα. Τα παπούτσια μου καίγονταν. Νόμιζα ότι έβραζα. Ζήτησα να μου βγάλουν ρούχα. Δυστυχώς, δεν καταλάβαινε η γυναίκα που ήταν δίπλα μου και άρχισε να μου ρίχνει νερό. Της είπα να μου κόψει τα ρούχα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, μετά το έκανε. Έβγαινε και δέρμα μαζί με το ύφασμα. Κατάλαβα ότι είχα καεί σε όλο το σώμα. Ήμουν αρχικά τόσο ζεστή και μετά τόσο κρύα. Δεν μπορούσα να ελέγξω σώμα μου. Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιαν. Πίστευα ότι κάποιος τον είχε σώσει κι αυτόν. Ένας άνθρωπος μου είπε ότι ήταν επικίνδυνο να γυρίσει κάποιος πίσω. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, κάποια στιγμή με κάλυψαν με σεντόνια και μου είπαν ότι θα με πάμε στο νοσοκομείο» κατέθεσε η μάρτυρας η οποία μίλησε για τις στιγμές που ζητούσε βοήθεια αλλά και τον άσχημο τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπισαν στο νοσοκομείο.
«Με πήγαν στο ασθενοφόρο, ο πόνος είναι τόσο ισχυρός, υπήρχαν δύο άτομα και τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δε γνωρίζω γιατί γέλαγαν και ένας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα. Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω. Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί. Παντού όλοι φώναζαν και έκλαιγαν και μύριζε καμένο δέρμα. Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως κι άλλοι. Ήταν κόλαση».
«Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω»
Η μάρτυρας μίλησε για τη στιγμή που διαπίστωσε πως είχε μαζί της την τσάντα με τα χαρτιά της αλλά και για τον άνθρωπο που ειδοποίησε την πρεσβεία της.
«Ζήτησα παυσίπονα. Νομίζω μίλησα με κάποιον. Κατάλαβαν ότι είχα ασφαλιστήριο υγείας επειδή το είχα δώσει σε αυτόν. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλο όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω. Ήμουν στο κρεβάτι και πόναγα. Πρέπει να ήταν νύχτα… Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω. Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρώγονταν. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο. Ήρθε μία γυναίκα από την Ιρλανδική πρεσβεία. Την αναγνώρισα. Αποδείχθηκε ότι ήμασταν μαζί στο κολέγιο …Της είπα τα πάντα. Είδα το σύζυγο μου να πεθαίνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Την παρακάλεσα να βρει τον Μπράιαν. Πήγε και βρήκε ένα γιατρό. Είχε γεμίσει το νοσοκομείο με κόσμο. Κατάλαβα ότι οι γιατροί προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν. Με είχαν ξεχάσει γιατί ήμουν πίσω από κουρτίνα» περιέγραψε η μάρτυρας η οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική για περίπου ένα μήνα, όπου υποβλήθηκε και σε πολλά χειρουργεία. Όπως είπε εκεί έμαθε πως βρέθηκε η σορός του συζύγου της αλλά και για το θάνατο του πατέρα της, λίγες ημέρες αργότερα, πίσω στην πατρίδα της. «Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιαν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά… Έχω κάνει 30 με 33 χειρουργεία» τόνισε η μάρτυρας, μεταξύ άλλων.
Η μάρτυρας ανέφερε πως ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να εργαστεί καθώς αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
«Είμαι ζωντανή και αυτό είναι ένα νέο ξεκίνημα. Μπορώ να περπατήσω .Δεν μπορώ να τρέξω … Τα κόκαλα μου έχουν γίνει σαν συντρίμμια. Κάποια στιγμή στην Ιρλανδία είπα στο γιατρό ότι ήθελα να αυτοκτονήσω. Έκανα θεραπεία για τρία χρόνια και με βοήθησε να βρω ένα λόγο για να ζω λέγοντας μου ότι αφού φάνηκα τόσο δυνατή σε τόσο δύσκολες καταστάσεις υπάρχει ένας καλός λόγος για να συνεχίσω να υπάρχω. Κανένας από τις ελληνικές αρχές δεν έχει επικοινωνήσει μαζί μου. Αν είχαμε μείνει στο σπίτι ίσως ο Μπράιαν να ήταν ζωντανός αλλά οι γιατροί μου είπαν ότι δεν γινόταν αυτό. Θα είχαμε πεθάνει και οι δύο από τους καπνούς. Φοράω το δαχτυλίδι του κάθε μέρα» είπε ραγίζοντας καρδιές.