Είναι πρόδηλο, ότι ενόψει της οριστικής αποκρυσταλλώσεως του νομοσχεδίου, περί της συν-επιμέλειας, επικρατεί μία γόνιμη όσμωση εις τους κόλπους της κοινωνίας, μεταξύ των ειδικών επιστημόνων, νομικών, φορέων αλλά και εν γένει των πολιτών, προσβλέποντας εις τις διορθωτικές παρεμβάσεις εις το εν ισχύ Οικογενειακό δίκαιο, ως προς το ακανθώδες και ζέον τούτο ζήτημα, αποκαθιστώντας και ανορθώνοντας εγκατεστημένες ατέλειες του ήδη υπάρχοντος νομικού καθεστώτος, όπως αυτές έχουν εντοπισθεί εις την σημερινή νομολογία και πλήττουν εν τέλει το «αλώβητο» υπέρτερο συμφέρον των ανήλικων τέκνων, καθότι τα τέκνα αποκόπτονται αδικαιολογήτως εκ του του μη ασκούντος την επιμέλεια, με συνέπεια να αναφύεται το φαινόμενο της γονικής αποξένωσης.
Η αδικαιολόγητη, -χωρίς την συνδρομή βάσιμων νομικών λόγων- συστηματική, κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή παρεμπόδιση της επικοινωνίας των ασκούντων την επιμέλεια εναντίον των γονέων που δια δικαστικής αποφάσεως, νομιμοποιούνται να ασκούν ορισμένες ώρες και συγκεκριμένες ημέρες απρόσκοπτα το δικαίωμα της επικοινωνίας, συνιστά ανυπερθέτως έκφανση κακής ή άλλως καταχρηστικής ασκήσεως του λειτουργήματος της επιμελείας.
Έχει παρατηρηθεί επί τη πράξει ότι, ο γονεύς που ασκεί την επιμέλεια , ενίοτε, καθίσταται ηθικός αυτουργός προκλήσεως της αρνήσεως του τέκνου να ακολουθήσει τον γονέα κατά την ενάσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας, πειθαναγκάζοντας το με ψευδείς πληροφορίες, ή διαποτίζοντας το, τεχνηέντως και μεθοδευμένα, με αρνητικά συναισθήματα, με αποτέλεσμα, το ανυποψίαστο τέκνο να έχει ήδη, διαμορφώσει μία αναληθή αλγεινή πεποίθηση δια τον έτερο γονέα, με αποτέλεσμα, να αρνείται αναιτιολόγητα μεν, πλην όμως διαρρήδην δε την επικοινωνία με τον έτερο γονέα του.
Η ψυχοσυναισθηματική επιρροή που ασκεί ανυπερθέτως, ο ασκών την επιμέλεια προς τον τέκνο του κατά αυτόν τον τρόπο, συνιστά μια κακοποιητική συμπεριφορά, διότι η χειραγώγηση την οποίαν μετέρχεται δολίως αποτελεί, αδιαμφισβήτητα μία αντιπαιδαγωγική πρακτική η οποία αφενός, επιφέρει επαχθές αντίκτυπο εις την εύθραυστη ψυχοσύνθεση του ανηλίκου τέκνου και εξ ετέρου δε, ιδρύει το σύνδρομο αποξένωσης του παιδιού από τον έτερο γονέα, γεγονός το οποίο αντίκειται προδήλως και κατ’ αντικειμενική κρίση, εις το συμφέρον του παιδιού, όπου επιβάλλει την εξ ίσου και από κοινού συμβολή αμφότερων των γονέων προς την επικοινωνία, (ανεξαρτήτως του πεδίο αντιπαραθέσεως μεταξύ τους), δοθέντος ότι το καθήκον της επιμέλειας εκ του νόμου, δεν καταργεί την ευρύτερη έννοια της γονικής μέριμνας, εν άλλοις λόγοις δεν καταλύεται ο γονικός δεσμός, αλλά ούτε και λογίζεται συγκριτικά το δικαίωμα της επικοινωνίας, ως υποδεέστερο δικαίωμα, καθότι εδράζεται εκ των ων ούκ άνευ, εις τους δεσμούς αίματος του γονέα με το τέκνο.
Ως εκ τούτου λοιπόν, μία τέτοια αξιοκατάκριτη και αξιόμεμπτη συμπεριφορά, εκ μέρους του ασκούντος την επιμέλεια, ήτοι να παραβιάζει το διατακτικό δικαστικής απόφασης περί επικοινωνίας του έτερου γονέα, δύναται να κολασθεί μεταξύ άλλων, και με έγερση αγωγής εκ μέρους του «παθόντος» γονέως που ασκεί το δικαίωμα της επικοινωνίας, δια της οποίας ζητά ότι έχει υποστεί βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, (άρθρο 57, 59 Α.Κ, άρθρο 5 του Συντάγματος, 297,298,914,932 Α.Κ καθώς και 947 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ) εξαιτίας και συνεπεία κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή αδικαιολόγητης παρεμπόδισης της επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του, μία επιλήψιμη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, του ασκούντος την επιμέλεια γονέως, -λόγω της αποδεδειγμένα επανειλημμένης τελέσεώς της- η οποία τιτρώσκει τον πυρήνα του δικαιώματος της προσωπικότητας, θεμέλιο και έκφανση της δικαιώματος της επικοινωνίας του γονέα.
Ως εκ τούτου λοιπόν δια της αγωγής αυτής, ο γονεύς αυτός, αιτείται την άρση της παράνομης συμπεριφοράς και την παράλειψή της εις το μέλλον καθώς και τυχόν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποίαν αδίκως υπαίστη, εξαιτίας και συνεπεία, της από της αποξενώσεως του με το τέκνου του αλλά και της, εν γένει ψυχικής ταλαιπωρίας, διαταραχής και πικρίας την οποία βίωσε εκ του συνεχώς επαναλαμβανόμενου τούτου περιστατικού , μολονότι υφίστατο ενεργός δικαστική απόφαση η οποία κατοχύρωνε, εξ αντιθέτου, την αδιατάρακτη άσκηση του εν λόγω δικαιώματος με το τέκνο του.
Κατά συνέπεια λοιπόν, εφόσον ο γονεύς εξασφαλίσει μία τελεσίδικη δικαστική απόφαση, περί της άρσης και παράλειψης της προσβολής της προσωπικότητά του, συνεπεία παρεμπόδισης του δικαιώματος της επικοινωνίας, δύναται μετά αξιώσεων, προϊόντος του χρόνου, να προβεί και εις αναπροσαρμογή της τυχόν στρατηγικής του δια διεκδίκηση τυχόν και της επιμελείας λόγω της αποδεδειγμένης καταχρηστικής ασκήσεως εκ μέρους και της μητέρας, με την προβολή, μεταξύ άλλων και του δεδικασμένου το οποίο θα έχει εξασφαλίσει ρητώς, από την ενθέματι απόφαση.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω