Σάρκα και οστά παίρνει η νέα υπερεισαγγελία, προϊόν συνένωσης της Οικονομικής εισαγγελίας και της εισαγγελίας Διαφθοράς. Το σχέδιο νόμου με τις τροποποιήσεις στον Κώδικα Δικηγόρων και τις λοιπές Διατάξεις που κατατέθηκε στην Βουλή, βάζει “τέλος” στην παρουσία της Ελένης Τουλουπάκη ως επικεφαλής της εισαγγελίας Διαφθοράς. H απομάκρυνση της κας Τουλουπάκη γίνεται, όπως αναμενόταν, με εύσχημο τρόπο παρότι κατηγορούμενη για την υπόθεση Νοvartis, καθώς στο σχέδιο Νόμου αναφέρεται ρητά ότι “η θητεία των υπηρετούντων Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς, των αναπληρωτών τους, των συνεπικουρούντων αυτούς εισαγγελικών λειτουργών, καθώς και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει τους ως άνω εισαγγελικούς λειτουργούς λήγει αυτοδικαίως από την τοποθέτηση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος”.
Η νέα υπερεισαγγελία, το θέμα της οποίας έτρεξε όπως είχε αποκαλύψει η εφημερίδα “ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ” με γρήγορους ρυθμούς, θα στεγάζεται στο Εφετείο Αθηνών ενώ αναμένεται να συσταθεί 15 ημέρες μετά τη δημοσίευση του νομοσχεδίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Πως θα λειτουργεί
Στην νέα υπερεισαγγελία αναμένεται να υπηρετούν (με τριετή θητεία) τέσσερις εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς Εφετών οι οποίοι θα έχουν ισάριθμους αναπληρωτές. Επικεφαλής του νέου Τμήματος αναμένεται να ορισθεί ο αρχαιότερος εισαγγελέας. Παράλληλα προβλέπεται ότι οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος θα ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ενώ τις εργασίες του Τμήματος θα συνεπικουρούν έξι (6) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, από τους οποίους οι πέντε (5) επιλέγονται από την Ολομέλεια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και ο ένας (1) από την Ολομέλεια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
Επιπλέον το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι το νέο γραφείο θα επικουρείται από επαρκή αριθμό επιστημονικού προσωπικού το οποίο θα τοποθετηθεί μετά από πράξη του επικεφαλής του Τμήματος.
Ποιες υποθέσεις θα χειρίζονται
Η νέα υπερεισαγγελία αναμένεται να χειρίζεται όλες τις υποθέσεις που χειριζόταν η εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και η εισαγγελία Διαφθοράς. Συγκεκριμένα θα ενεργούν έρευνες για “τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης κάθε είδους φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α’ του άρθρου 13 ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και β) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ίδιων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου”.
Σημειώνεται ότι η ένωση των δυο εισαγγελιών αποτελούσε ένα πάγιο δικαστικό αίτημα και αποτελούσε βασική προτεραιότητα για τον νυν υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα.