Αναμφισβήτητα, ένα εκ των θεμάτων που κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο και απασχολεί όχι μόνο τον νομικό κόσμο αλλά και όλους τους πολίτες, είναι το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των πολιτών, άνω των 60 ετών, ως μέτρο αντιμετώπισης της εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Στο παρόν άρθρο δεν παρατίθεται η προσωπική άποψη του γράφοντος, αλλά αποτελεί ένα εγχείρημα, στο οποίο αποτυπώνονται οι δύο όψεις του νομίσματος, και στην προκειμένη περίπτωση του «συνταγματικού νομίσματος», ώστε να παρασχεθεί στον αναγνώστη πλήρης και σαφής εικόνα του ζητήματος.
Το κομβικό λοιπόν ερώτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη και άπτεται του αντικειμένου του συνταγματικού δικαίου είναι το εξής: Είναι συνταγματικό το μέτρο αυτό ή όχι; Με άλλα λόγια επιτρέπει το Σύνταγμά μας, ως ο υπέρτατος εθνικός νόμος, να εφαρμοστεί η υποχρεωτικότητα ή όχι;
Η μία όψη, όπως πηγάζει από το πνεύμα του Συντάγματος, είναι ότι το Δημόσιο Συμφέρον, ως δικαιολογητικός παράγων, τον οποίο επικαλείται η κρατική – εκτελεστική εξουσία, κάθε φορά που πρέπει να περιοριστεί κάποιο δικαίωμα ή κάποια δικαιώματα, επιτρέπει τον περιορισμό αυτό. Άρα από τη μία πλευρά η επίκληση του Δημοσίου Συμφέροντος, η οποία εν προκειμένω προβάλλεται ως η προστασία της ανθρώπινης ζωής ως υπέρτατου αγαθού, δικαιολογεί κατ’ εξαίρεση την επιβολή περιορισμών των δικαιωμάτων.
Η άλλη όψη, η οποία, ομοίως, πηγάζει από το πνεύμα του Συντάγματος, είναι αντίθετη από την πρώτη και διακρίνει να προκύπτουν αρκετά προβλήματα, ως προς την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Προβλήματα, τα οποία πλήττουν και παραβιάζουν αριδήλως συγκεκριμένες Συνταγματικές επιταγές και δικαιώματα. Παράδειγμα αποτελεί στην περίπτωση που εξετάζεται, η ελευθερία και το δικαίωμα του ατόμου να διαθέτει το σώμα του όπως επιθυμεί, δικαίωμα το οποίο απορρέει από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (αξία του ανθρώπου) αλλά και από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας). Βέβαια και τα δύο αυτά δικαιώματα δεν προστατεύονται εν λευκώ. Με άλλα λόγια υπόκεινται σε περιορισμούς. Για παράδειγμα το δικαίωμα του ατόμου να διαθέτει το σώμα του όπως επιθυμεί, δεν σημαίνει ότι μπορεί να ασκεί αυτό το δικαίωμα καταχρηστικά και σε βάρος της υγείας των άλλων. Κατ’ επέκταση το κράτος έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει τη δημόσια υγεία (άρθρα 5 παρ. 5 και άρθρο 21 του Συντάγματος). Σύμφωνα με την δεύτερη όψη, δεν είναι αναγκαία η θέσπιση ενός οριζόντιου μέτρου, όπως αυτό της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, καθώς αυτό αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος). Αυτός ο χαρακτήρας της δεσμευτικότητας επιφέρει παραβίαση του σκληρού πυρήνα του δικαιώματος (διάθεση του σώματος), πράγμα ανεπίτρεπτο βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Η θέση που προβάλλεται ουσιαστικά υπό το πρίσμα αυτό της δεύτερης διάστασης είναι ότι μπορούν να ληφθούν έτερα μέτρα, ηπιότερα, ώστε να αντιμετωπιστεί η έκρυθμη αυτή κατάσταση, όπως για παράδειγμα περιορισμός των μετακινήσεων, αναστολή εργασιακής σχέσης των ανεμβολίαστων ατόμων, τα οποία, εκ της φύσεως της εργασίας τους, έρχονται σε άμεση επαφή με τους πολίτες. Βέβαια στην περίπτωση αυτή τίθεται και το ζήτημα, αν σε μια ευνομούμενη πολιτεία θα έπρεπε να προβλέπεται ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για αυτές τις κατηγορίες, ώστε να μην περιέλθουν εις την εσχάτη ένδεια, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Είναι προφανές λοιπόν ότι υπάρχει μια σύγκρουση δικαιωμάτων, η οποία έγκειται στη σύγκρουση του Δημοσίου Συμφέροντος, υπό την έκφανση της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Ποιο από τα δύο αυτά δικαιώματα θα υπερισχύσει;
Η απάντηση δεν παρέχεται de facto και δεν είναι απόλυτη. Καταρχήν θα υπερισχύσει η Δημόσια υγεία (Δημόσιο Συμφέρον) και θα πρέπει να επιβληθούν μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Η απάντηση αυτή δίδεται υιοθετώντας τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη όψη. Η διαφορά έγκειται στην άρνηση και αντίθεση της θέσπισης και υιοθέτησης οριζόντιων μέτρων. Δηλαδή ναι, πρέπει να προστατευθεί η δημόσια υγεία ως υπέρτερο αγαθό του ατομικού δικαιώματος. Ωστόσο αυτό μπορεί να γίνει με την υιοθέτηση άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως προανεφέρθησαν και όχι απαραίτητα μέσω της λήψης ενός οριζόντιου και απόλυτου μέτρου, όπως αυτού της υποχρεωτικότητας.
Από την πλευρά της η Πολιτεία υποστηρίζει ότι προβαίνει στη λήψη και εφαρμογή αυτού του οριζόντιου μέτρου, ακριβώς για να προφυλάξει την υγεία των πολιτών της. Τόσο των εμβολιασμένων όσο και των ανεμβολίαστων. Ουσιαστικά το Κράτος εφιστά την προσοχή στους μη εμβολιασμένους, λέγοντάς τους ότι το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας, η μεταφορά στα νοσοκομεία και η κατάληξη στις μονάδες εντατικής θεραπείας αφορά αυτούς. Με τη λήψη αυτού του οριζόντιου μέτρου, το κράτος θα αποσυμφορήσει και το Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Αυτά είναι μερικά εκ των επιχειρημάτων του κράτους, τα οποία θα σταθμιστούν σε σύγκριση με το προσβαλλόμενο ατομικό δικαίωμα, αυτό της αυτοδιάθεσης του ατόμου.
Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον και πρέπει να αναφερθεί είναι το ζήτημα του καταναγκασμού, της «οιονεί ποινικής κύρωσης», αν μπορεί να τεθεί έτσι και έγκειται στο ζήτημα του προστίμου των 100€. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα ενός συνταξιούχου με χαμηλό εισόδημα, πχ. 500€ μηνιαίως στον οποίο επιβάλλεται αυτό το οριζόντιο μέτρο. Θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτός ο άνθρωπος ότι το κράτος του στερεί τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Αυτό ακριβώς αφορά τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα του δικαιώματος, ο οποίος είναι απαραβίαστος! Αν επιφέρουμε όμως μια αλλαγή στο παράδειγμά μας και αντί για 500€, ο συνταξιούχος λαμβάνει 3.000€ το μήνα, τότε αυτός αν του επιβληθεί ένα πρόστιμο της τάξεως των 100€ δεν έχει να χάσει και πολλά. Άρα τίθεται και ζήτημα προσβολής της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος). Το Κράτος και το Νομοθετικό Σώμα έχουν υποχρέωση και ευθύνη να εξετάσουν και να επεξεργαστούν αυτούς τους παράγοντες.
Καθίσταται αντιληπτό λοιπόν ότι και οι δύο αυτές όψεις ερμηνείας, συνάδουν και βρίσκουν έρεισμα στο ίδιο το Σύνταγμα, παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνονται αντικρουόμενες. Αυτό που με δυο λόγια προβάλλεται μέσω της δεύτερης διάστασης είναι ότι ναι μεν πρέπει να προστατευθεί το Δημόσιο Συμφέρον, αλλά όχι με τη λήψη του οριζόντιου μέτρου της υποχρεωτικότητας, αλλά μέσω άλλων ηπιότερων μέτρων, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, τα οποία μπορούν να επιτελέσουν τον ίδιο σκοπό και να επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι την προάσπιση και προστασία της Δημόσιας Υγείας. Βέβαια και στις περιπτώσεις αυτές παραβιάζονται έτερα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην εργασία, ή το δικαίωμα στην μετακίνηση, ωστόσο αυτά τα δικαιώματα, βάσει της ερμηνείας τους Συντάγματος, επιδέχονται πιο εύκολα περιορισμούς, από το δικαίωμα της διάθεσης του σώματος, καθώς πρόκειται για ένα δικαίωμα αμιγώς προσωπικό με ιδιαίτερα σκληρό πυρήνα.
Ολοκληρώνοντας, ας αναφερθεί ότι καταρχήν τα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά και δικαιώματα καλύπτονται υπό τον μανδύα της λεγόμενης τυπικής ισοδυναμίας. Δηλαδή κανένα δικαίωμα δεν υπερέχει έναντι κάποιου άλλου. Αυτός ο κανόνας όμως κάμπτεται νομολογιακά και κατ’ εξαίρεση, θεωρείται ως υπέρτατο αγαθό η προστασία της ανθρώπινης ζωής. Αυτό είναι και το βασικό επιχείρημα, που υιοθετεί η πρώτη διάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί κάποια στιγμή από το Ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου αναμένεται να προσφύγουν πολίτες για να αποφανθεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επί της συνταγματικότητας του οριζοντίου αυτού μέτρου. Το ΣτΕ τότε θα πρέπει να κάνει αυτό που προανεφέρθη, ήτοι να σταθμίσει τα δύο αυτά συμφέροντα, της προστασίας της δημόσιας υγείας αφενός και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης αφετέρου και να αποφανθεί αν εν τέλει δικαιολογείται ή όχι, η παραβίαση και ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος για λόγους προστασίας δημοσίου συμφέροντος
Νίκος Γ. Σταύρου, Δικηγόρος & Πολιτικός Επιστήμων
Υποψήφιος Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου