Κατάλυση της ανεξαρτησίας των δικαστών

ξυλοδαρμό
Αντίθετη με τον πειθαρχικό έλεγχο ανακριτή και εισαγγελέα που χειρίστηκαν την υπόθεση του δικηγόρου Απ. Λύτρα δηλώνει η πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, επικαλούμενη την ανεξαρτησία της κρίσης των δικαστικών λειτουργών.
Σε ανακοίνωση που υπογράφεται μόνο από την πλειοψηφία της ομάδας του προέδρου Χρ.Σεβαστίδη,  επισημαίνεται το ανέλεγκτο της κρίσης των δικαστικών λειτουργών, ενώ αφήνεται να διαφανεί ότι με τις πειθαρχικές διώξεις αλλοτριώνεται η προσωπική πεποίθηση και η γνώμη των λειτουργών που γνωρίζουν και χειρίζονται μία δικαστική υπόθεση.
Ειδικότερα η ανακοίνωση των Χριστόφορου Σεβαστίδη, Εφέτη, Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη, Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκη, Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη, Χρήστου Φαρσαλιώτη, Πρωτοδίκη, Μιχαήλ Τσέφα, Πρόεδρου Πρωτοδικών, Ζαχαρία Παλιούρα, Ειρηνοδίκη, Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρου Πρωτοδικών, έχει ως εξής:
Η ουσιαστική κρίση δικαστών και εισαγγελέων δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο
Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος « Η δικαιοσύνη
απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που
απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την
παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται
μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο
109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το
δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει
κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ.
1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως
δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση,
δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια
ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των
αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της
δικανικής κρίσης». Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022
απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν
επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για
την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που
ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την
πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε
βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης
σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν
πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να
κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του
κατηγορουμένου. Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή
κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο
ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης
νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά
περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται
αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία
δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με
ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η
κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε
είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες
τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα
μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την
αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά
εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των
περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται
να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς
θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση
ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο
στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιας
δημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του
υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της
προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν
25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως
θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να
μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη.

Γίνετε συνδρομητές στο «Δικαστικό Ρεπορτάζ», το κορυφαίο μηνιαίο περιοδικό για τη Δικαιοσύνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ.

Ακολουθήστε μας στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλες τις ειδήσεις