Όταν παίρνει κανείς μια απόφαση, πρέπει να είναι έτοιμος να φέρει το βάρος των συνεπειών της, όσο δυσάρεστες κι αν είναι. Αυτό ισχύει για όλους, πολύ περισσότερο όμως για τον δικαστή, ιδίως όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει απ’ ευθείας το ίδιο το Σύνταγμα. Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες για την απόφαση υπ’ αρ. 2499/2012 του ΣτΕ, η οποία για πρώτη φορά στα χρονικά επέτρεψε την εγκατάσταση αιολικών πάρκων μέσα σε αναδασωτέες περιοχές. Πολλές και οι αναλύσεις και οι ερμηνείες, ιδίως από μη νομικούς. Σ’ αυτές θα ήθελα να προσθέσω και άλλη μία, αμιγώς νομική αυτή τη φορά.
Του Γεώργιου Χριστοφορίδη, Δικηγόρου, Προέδρου του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
Κάθε δικαστική απόφαση μιλάει από μόνη της και καθορίζει το νομικό πλαίσιο του μέλλοντός μας για πολύ χρόνο μετά την έκδοσή της. Αν είναι ορθή ή λανθασμένη, αυθαίρετη ή τεκμηριωμένη, διορατική ή κοντόφθαλμη, αμερόληπτη ή προϊόν συμβιβασμών προκύπτει από το περιεχόμενό της και μόνο. Και αυτό δεν εξαρτάται από το ποιος την επικαλείται, ποιος την κατακρίνει ή ποιος την υπερασπίζεται, αν είναι δεξιός ή αριστερός, φίλος ή αντίπαλος, εμβολιασμένος ή ανεμβολίαστος.
Ας μιλήσουμε λοιπόν νομικά για την 2499/2012 του ΣτΕ.
Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε ότι στο Σύνταγμα υπάρχουν δύο ειδών διατάξεις. Εκείνες που θεσπίζουν γενικές αρχές και κατευθύνσεις και αναθέτουν στο νομοθέτη και τη Διοίκηση να τις εξειδικεύσει προσαρμόζοντάς τις στις εκάστοτε συνθήκες και ανάγκες. Τέτοιες είναι κατ’ εξοχήν οι διατάξεις που αφορούν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Τέτοια είναι, ως ένα βαθμό, και η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά την προστασία των δασών. Θεσπίζει μεν κατ’ αρχήν την απαγόρευση μεταβολής του προορισμού των δασών, αφήνει όμως ρητά ένα στενό περιθώριο στο νομοθέτη για εξαιρέσεις «αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον». Στο νομοθέτη εναπόκειται, καθ’ ερμηνεία του Συντάγματος, να καθορίσει τις εξαιρέσεις αυτές και στο δικαστή, επίσης καθ’ ερμηνεία του Συντάγματος, να κρίνει αν ο νομοθέτης παραβίασε τα συνταγματικά όρια. Η νομοθεσία που επέτρεψε την εγκατάσταση αιολικών πάρκων μέσα στα δάση είναι μια τέτοια περίπτωση, για την οποία το ΣτΕ έχει αποφανθεί ότι είναι συνταγματική. Αν οι αποφάσεις αυτές ήταν ή όχι ορθές είναι μια μεγάλη συζήτηση, η οποία όμως δεν είναι του παρόντος.
Εκείνο που είναι του παρόντος σήμερα, λίγες μέρες μετά την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων δάσους και τις εξαγγελίες για την αποκατάστασή τους, είναι η ερμηνεία που έδωσε η 2499/2012 απόφαση του ΣτΕ σε μια άλλη, άκρως ειδική, συνταγματική διάταξη: το άρθρο 117 παρ. 3 που απαγορεύει τη χρήση των αναδασωτέων εκτάσεων για οποιοδήποτε άλλο προορισμό μέχρι την ολοκλήρωση της αναδάσωσης. Εδώ το Σύνταγμα δεν παρέχει τη δυνατότητα καμίας απολύτως εξαίρεσης. Το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ανήκει στην κατηγορία εκείνη των συνταγματικών διατάξεων που δεν περιέχουν νομικές έννοιες δεκτικές ερμηνείας, τελεολογικής, διαπλαστικής ή συνδυαστικής, ούτε αφήνει στο νομοθέτη περιθώριο εξειδίκευσης ή θέσπισης εξαιρέσεων. Αντίθετα ο συντακτικός νομοθέτης, έχοντας ήδη από το 1975 πλήρη επίγνωση της σημασίας της αναδάσωσης για την προστασία του δασικού πλούτου της Χώρας και των πολλαπλών κινδύνων που ελλοχεύουν στη διαδικασία αυτή, επεφύλαξε συνειδητά στις αναδασωτέες εκτάσεις διαφορετική και αυστηρότερη μεταχείριση από εκείνη των δασικών. Δεν του «ξέφυγε», ούτε παραλογιζόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφέρεται στα Πρακτικά της Ολομέλειας της Αναθεωρητικής Βουλής (Συνεδρίαση Θ΄/2.6.1975, σ. 1055 πρακτικών), ο λόγος θέσπισης της ειδικής διάταξης του άρθρου 117 παρ.3 του Συντάγματος, διά στόματος του εισηγητού της Κωνσταντίνου Τσάτσου, είναι ο «κίνδυνος μετατροπής των καταστροφεισών εκτάσεων με δασική βλάστηση είτε εις οικόπεδα είτε εις χωράφια…».
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αντίφαση ανάμεσα στα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, την οποία υποτίθεται ότι επεχείρησε να γεφυρώσει η 2499/2012 απόφαση του ΣτΕ. Υπάρχει ρητώς εκπεφρασμένη και συνειδητή διαφοροποίηση από τον ίδιο τον συντακτικό νομοθέτη. Κρίνοντας τα αντίθετα, η 2499/2012 απόφαση του ΣτΕ προκάλεσε δύο καίρια ρήγματα στην ελληνική έννομη τάξη.
Το πρώτο ρήγμα, ίσως μακροπρόθεσμα και το σημαντικότερο, είναι ότι για πρώτη φορά έγινε δεκτό ότι το Σύνταγμα μπορεί να ερμηνεύεται και ενάντια στο ίδιο του το γράμμα. Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο όχι μόνο για την ασφάλεια δικαίου, αλλά για τα ίδια τα θεμέλια του Κράτους Δικαίου. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τι θα συμβεί αν τέτοιου είδους ερμηνεία δοθεί και σε άλλες ρητές και αδιάστικτες συνταγματικές διατάξεις.
Το δεύτερο ρήγμα ήρθε σήμερα στο προσκήνιο με αφορμή τις πρόσφατες πυρκαγιές και τις χρήσεις που επιτρέπονται πλέον, τουλάχιστον σύμφωνα με την απόφαση αυτή, μέσα στις αναδασωτέες εκτάσεις. Γιατί δυστυχώς, η 2499/2012 του ΣτΕ δεν περιορίστηκε να κρίνει νόμιμη και επιτρεπτή την εγκατάσταση αιολικών πάρκων μέσα στις εκτάσεις αυτές. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τη μείζονα σκέψη, θα διαπιστώσει ότι η άρση της απαγόρευσης επεκτείνεται και σε κάθε «έργο το οποίο αποβλέπει την εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία». Οι λόγοι για τους οποίους η απόφαση περιέλαβε μια τέτοια κρίση είναι άγνωστοι αφού κάτι τέτοιο καθόλου δεν χρειαζόταν για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Οι κίνδυνοι όμως σήμερα είναι προφανείς και προ των πυλών.