Σε κατάσταση σοκ βρίσκεται η εκπαιδευτικός που κατήγγειλε ότι ο προϊστάμενός της τη βίασε μέσα στο αυτοκίνητό του μετά από βραδινή τους έξοδο στη Λάρισα. Μαζί με τη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε στις 11 Οκτωβρίου η 44χρονη μητέρα δύο παιδιών, προσκόμισε στην Εισαγγελία ένα φόρεμα στο οποίο υπάρχουν ίχνη βιολογικού υλικού (σπέρματος).
Tου ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΕΤΑΚΗ
Η μήνυση – ντοκουμέντο που κατέθεσε καθηγήτρια της Λάρισας για βιασμό από τον προϊστάμενό της
Όπως περιγράφει η γυναίκα, ζει ακόμα ένα μαρτύριο: «∆εν κοιμάμαι καλά και έχω ακόμα εφιάλτες. Εύχομαι σε καμία γυναίκα να μην της συμβεί κάτι τέτοιο, έστω και στο ελάχιστο. Με φτάνει στην απόγνωση η κατασυκοφάντηση που υφίσταμαι από τη σκόπιμη διαρροή ότι δήθεν έγινε κάτι μεταξύ μας συναινετικά. Μου είπε ότι δεν τον νοιάζει πώς νιώθω, γιατί μπροστά στο όνομά του η ψυχολογική μου κατάσταση είναι μηδέν…». Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, στην Εισαγγελία έχουν φτάσει τουλάχιστον 17 ανώνυμες καταγγελίες από γυναίκες οι οποίες υποστηρίζουν ότι ο συγκεκριμένος άνδρας τις έχει κακοποιήσει ή παρενοχλήσει σεξουαλικά.
Ο εισαγγελέας έχει καλέσει τη ∆ευτέρα τον προϊστάμενο για εξηγήσεις, ενώ του ζητά να δώσει και γενετικό υλικό, ώστε να διαπιστωθεί αν αυτό που βρίσκεται στο φόρεμα της γυναίκας ανήκει πράγματι στον ίδιο. Το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε από την πλευρά του εντολή για διενέργεια Πειθαρχικής και Προκαταρκτικής Εξέτασης.
«Ο εφιάλτης»
Η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» αποκαλύπτει τα βασικότερα σημεία από τη μήνυση που υπέβαλε η φιλόλογος και μουσικός. Όπως περιγράφει, όλα συνέβησαν στις 17 Σεπτεμβρίου 2021 όταν βρέθηκε με τον προϊστάμενό της εκτός εργασιακού χώρου, στο ίδιο αυτοκίνητο, και εκείνος απαίτησε να συνευρεθεί μαζί του. Συναντήθηκαν σε βραδινή έξοδο που είχαν κανονίσει με τον προϊστάμενό της αλλά και με δύο άλλες γυναίκες συναδέλφους της. ∆εν ήταν η πρώτη φορά που συνάδελφοι από την ίδια εργασία θα έβγαιναν μαζί, ενώ όπως αναφέρει η 44χρονη κάθε φορά η παρέα των εκπαιδευτικών ήταν διαφορετική, ανάλογα με το ποιοι μπορούσαν κάθε φορά. Η μηνύτρια είναι παντρεμένη με αξιωματικό του Στρατού.
Αναφερόμενη στον μηνυόμενο λέει ότι «τον θεωρούσαμε άνθρωπο φιλικό και πάντως ακίνδυνο για εμάς. Ήμασταν όλοι ανυποψίαστοι έναντι του και γι’ αυτό, όταν μπορούσαμε, δεν αρνούμασταν τις προσκλήσεις του για κάποιες εξόδους για φαγητό, καφέ ή τσίπουρο…».
Όπως αναφέρει η γυναίκα, ο προϊστάμενός της άρχισε να τη θωπεύει μέσα στο αυτοκίνητο: «Ξεκούμπωσε και κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του, βγάζοντας έξω τα γεννητικά του όργανα σε κατάσταση στύσης. Επαναλάμβανα διαρκώς μιλώντας του στον πληθυντικό και χωρίς να κοιτάω προς το μέρος του, ξεκάθαρα και κάθετα, πως δεν θέλω να συνεχίσει και να σταματήσει εκεί. Είχα παγώσει και ήμουν ανίκανη να αντιδράσω. Είχα κολλήσει στη γωνία του αυτοκινήτου πανικοβλημένη κοιτώντας διαρκώς κάτω φοβούμενη να μην προβεί σε κάτι περισσότερο και μην μπορώντας να πιστέψω πως βιώνω μια τέτοια κατάσταση. Βλέποντας την αδυναμία αντίδρασής μου, αυτός πίεσε πολύ δυνατά και έντονα δύο φορές το κεφάλι μου προς το πέος του, φωνάζοντας ‘‘έλα, μωρό μου, πάρ’ τον λίγο’’ και επαναλάμβανε όλο και πιο επιτακτικά τη φράση ‘‘λίγο, μωρό μου, λίγο’’. Επειδή αντιστεκόμουν, άρχισε να τραβά το χέρι μου προς τα γεννητικά του όργανα επαναλαμβάνοντας πάντα την ίδια φράση ‘‘λίγο, μωρό μου, λίγο’’. Εγώ πλέον ήμουν σε κατάσταση σοκ. Συνέχιζα να αντιστέκομαι και του έλεγα διαρκώς και κάθετα πως δεν θέλω, πως υπερβαίνει τα εσκαμμένα, πως είναι προϊστάμενός μου και πως θέλω να σταματήσει. Του επανέλαβα επίσης, κλαίγοντας, πως αν σταματήσει στο σημείο εκείνο θα θεωρήσω το συμβάν λήξαν.
Παρά τα παρακάλια και την αντίστασή μου, με ανάγκασε με τη χρήση βίας και χρησιμοποιώντας και τα δύο του χέρια να ακουμπήσω το πέος του με το χέρι μου. Όμως το χέρι μου είχα προλάβει να το σφίξω σε γροθιά και εκείνος το πίεζε πάνω στο μόριό του, έστω και έτσι. Κατάφερα να τραβήξω το χέρι μου και έντρομη προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, όμως ήταν κλειδωμένη. Του επανέλαβα κλαίγοντας πως δεν θέλω να σπάσουμε το επαγγελματικό πλαίσιο και πως, αν είχα αντιληφθεί πως με βλέπει διαφορετικά, δεν θα πήγαινα. Τον παρακαλούσα να με αφήσει».
Όπως λέει, ο προϊστάμενός της: «Επαναλάμβανε συνεχώς να μην είμαι μπουμπούνας. Μου είπε πως στη δουλειά δεν θα φανεί κάτι, πως ξέρει να τηρεί τα προσχήματα και να σέβεται την ιδιότητά του την ώρα εργασίας. Μου ζητούσε επίμονα να μάθει τι χρώμα εσώρουχα φοράω, προσφωνώντας με ‘‘μωρό μου’’ και άρχισε πάλι να λέει πόσο κ@@@νος είναι, πως τον έχω τρελάνει, πως θέλει να με σκίσει.
Προσπάθησε να με φιλήσει στο στόμα γυρνώντας μου το κεφάλι από τα μαλλιά, τα οποία και τραβούσε ταυτόχρονα. Επειδή δεν κατάφερε να με φιλήσει κανονικά στο στόμα, γιατί είχα σφραγίσει τα χείλη μου, τα φιλούσε από πάνω».
Η ίδια, σύμφωνα με την καταγγελία της, παρακαλούσε κλαίγοντας τον προϊστάμενό της να σταματήσει, αλλά εκείνος προσπαθούσε έχοντάς την ακινητοποιημένη να τη βιάσει.
«∆εν άκουγε ούτε παρακαλετό, ούτε κλάμα, ούτε ενδιαφερόταν για τις αντιδράσεις μου. Ήταν δοσμένος στη βίαιη ικανοποίηση των ταπεινών του ενστίκτων. ∆εν τον ενδιέφερε ότι εγώ δεν ήθελα, ότι μου προκαλούσε σωματικό και ψυχικό πόνο, ότι έκλαιγα. Μου έδωσε μάλιστα την εντύπωση ότι ίσως τον ερέθιζε και περισσότερο. Όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά συνέχισε να μου ασκεί βία και περιέγραφε τι ήθελε να μου κάνει. Έλεγε συνεχώς ‘‘θέλω να σου σκίσω το…’’, ‘‘να σου πετάξω τα μάτια έξω’’ (…)».
«Όταν τελείωσε ο βιασμός μου έμεινα αποσβολωμένη. Ήμουν σοκαρισμένη και αναρωτιόμουν τι είχε μόλις συμβεί. ∆εν μπορούσα να συνειδητοποιήσω όλα όσα είχαν προηγηθεί, ούτε να πιστέψω πώς συνέβη κάτι τέτοιο σε μένα. Ντρεπόμουν για ό,τι είχε συμβεί και πάνω από όλα ντρεπόμουν εμένα. Ούτε καν να παρηγορηθώ θεωρώντας τον εαυτό μου ‘‘τυχερό’’ μέσα στον ζόφο αυτόν, γιατί τον πρόλαβε το τυχαίο γεγονός της εκσπερμάτωσής του πριν καταφέρει να διεισδύσει στον κόλπο μου. ∆εν μπορούσα να διανοηθώ πώς ένας άνθρωπος που παρουσιαζόταν στο γραφείο σε όλους σαν περίπου πατέρας μας μπορούσε να υπακούει στα κατώτερα ένστικτά του και να με βιάσει με τέτοιον τρόπο. Και τα έβαζα και με τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν σε ποιο σημείο της επίθεσης δεν αντέδρασα σωστά και δεν κατάφερα να τον κάνω να σταματήσει. Έφταιγα εγώ; Ήθελα να τηλεφωνήσω στον σύζυγό μου, στους γονείς μου! Ήθελα να έρθουν να με πάρουν, αλλά ντρεπόμουν, ντρεπόμουν πολύ! ∆εν ήξερα τι να τους πω.
Στη μήνυσή της η 44χρονη λέει:
«Όσο έκανα αυτές τις σκέψεις, ο ίδιος είχε βγει έξω από το αυτοκίνητο και σκουπιζόταν. Μόλις ντύθηκε, μου ζήτησε να βγω κι εγώ έξω από το αυτοκίνητο, γιατί χρειαζόταν λίγη ώρα να πάρει αέρα από τις κ…ες και είχε έξω ωραίο αεράκι. Ψέλλισα ‘‘τι έγινε τώρα; Γιατί έγινε;’’. Εκείνος μου απάντησε κυνικά ‘‘σιγά, τι κάνεις, έτσι; ∆ε γ…με κιόλας! Εξάλλου είπες πως θα θεωρήσουμε πως δεν έγινε τίποτα και έτσι θα γίνει’’. Σκεφτόμουν συνεχώς πώς να αντιδράσω, πώς μπορώ να φύγω, αλλά επειδή δεν έβρισκα απαντήσεις σαν υπνωτισμένη, σαν να ήταν μία άλλη, σκούπισα αμήχανα το φόρεμά μου, γιατί είχε εκσπερματώσει επάνω μου, και βγήκα έξω από το αυτοκίνητο. Αισθανόμουν πως δεν είχα άλλη επιλογή.
Έκανα μηχανικά ό,τι μου είπε. Τον ακολούθησα. Εκείνος στεκόταν όρθιος και μου μιλούσε για άσχετα θέματα, τα οποία ούτε καν θυμάμαι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εγώ καθόμουν σε απόσταση κάτω στην άμμο κουλουριασμένη. Ήθελα να κάνω εμετό και θυμάμαι πως του απαντούσα σε ό,τι με ρωτούσε…».
«Παίζουμε ρόλους»
Η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι ο προϊστάμενός της της έλεγε πως ανάλογα με το πλαίσιο, οικογενειακό, επαγγελματικό κ.λπ., όλοι παίζουν ρόλους: Τον ρόλο του διευθυντή, τον ρόλο της υπαλλήλου, τον ρόλο του συζύγου, τον ρόλο του φίλου, ανάλογα με το ποιον συναλλασσόμαστε. Και ανάλογα και με την ώρα. Σχολίασε μάλιστα πως η ενασχόλησή του με την υποκριτική τέχνη τον βοήθησε να ανταποκριθεί στους εκάστοτε ρόλους. Οι μόνες στιγμές στις οποίες ο ίδιος είναι ο αληθινός του εαυτός είναι οι στιγμές σαν αυτές που προηγήθηκαν, σαν τις στιγμές που είμαστε μαζί. «Μόνο σε τέτοιες στιγμές είμαι εγώ…» ανέφερε.
«Ζωντανή – νεκρή»
Η 44χρονη είπε ότι ο φόβος την είχε κυριεύσει: «Ήθελα να φωνάξω ‘‘τι έκανες;’’. Να τον βρίσω. Να του πω πως με αηδιάζει και πως τον σιχαίνομαι. Πως δεν θέλω ούτε να τον ξαναδώ, ούτε να ακούσω τη φωνή του. Αλλά δεν μπορούσα. Το μόνο που έκανα ήταν να κάθομαι αποσβολωμένη, αμίλητη, ακίνητη στο αυτοκίνητο, όπως ακριβώς με είχε αφήσει, και το μόνο που ήθελα και ευχόμουν ήταν να γυρίσω σπίτι. Ένιωθα τόσο ντροπιασμένη όσο και βρώμικη».
Στον δρόμο τους σταμάτησε η Αστυνομία για έλεγχο. «Σκέφτηκα να πω κάτι. Αλλά φοβήθηκα. Τι θα μπορούσα να πω; Τι έκανα εκεί μαζί του; Το μόνο που αναρωτήθηκα δυνατά ήταν ‘‘τι κάνουν στην ερημιά και δεν είναι στον Αγιόκαμπο, που πάλι ερημιά είναι, αλλά όχι τόσο;’’. Οι αστυνομικοί το άκουσαν, απάντησαν ότι διέρχονται αυτοκίνητα λόγω βραδινής εξόδου από και προς την Αγιά. Ο φόβος με είχε κυριεύσει, ήθελα να κάνω εμετό και ένιωθα παραλυμένη» συνέχισε.
Ήμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ένιωθα ερείπιο. Σωματικά και ψυχικά. Οδήγησα με το ζόρι.
Η μηνύτρια έφτασε στο σπίτι της σκέτο ράκος. Ο σύζυγός της κατάλαβε ότι κάτι συνέβη: «Του είπα πως θέλω να κάνω εμετό, όπως κι έκανα, πως θα του μιλήσω σε λίγο. Μπήκα στο μπάνιο. Έβγαλα τα ρούχα μου με αηδία και άρχισα να πλένομαι σαν να ήθελα να καθαρίσω τη βρωμιά από πάνω μου». Όπως περιγράφει, ο σύζυγός της ξαναρώτησε τι συμβαίνει και εκείνη του είπε κλαίγοντας πως τα πράγματα δεν γίνονται χειρότερα «και για να καταλάβει περί τίνος πρόκειται του είπα ένα μόνο: ‘‘Ο διευθυντής κατέβασε το παντελόνι του και εκσπερμάτωσε’’, αποφεύγοντας να δώσω περαιτέρω λεπτομέρειες, παρά την επιμονή του».
Όπως αναφέρει η γυναίκα, και ο γυμναστής της που την είδε τις επόμενες ημέρες σε κακή ψυχολογική κατάσταση κατάλαβε ότι κάτι συνέβη και με τον τρόπο του την έκανε να μιλήσει για το περιστατικό που της στιγμάτισε τη ζωή. Την παρότρυνε μάλιστα να το αποκαλύψει και στον σύζυγό της που δεν ήξερε τι είχε συμβεί, όπως και έγινε.
Η φιλόλογος απέχει από την εργασία της και παρακολουθείται από ψυχολόγο. Η ίδια στη μήνυσή της αναφέρει: «Είμαι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και λίγες ημέρες μετά το συμβάν λαμβάνω ψυχιατρική υποστήριξη, ώστε να καταφέρω με κάποιον τρόπο να διαχειριστώ το αποτρόπαιο αυτό συμβάν. Ο σύζυγός μου με υποστηρίζει και, παρά το γεγονός ότι ήθελε να πάει και να εκδικηθεί ο ίδιος τον εγκαλούμενο, προσπαθεί να συγκρατηθεί και εκείνος, πράγμα ούτως ή άλλως δύσκολο, όταν βλέπει τη δική μου ψυχολογική κατάσταση. Η ζωή μας έχει διαλυθεί, καθώς εγώ νιώθω ζωντανή – νεκρή. ∆εν του επιτρέπω ούτε να με αγκαλιάσει, γιατί νιώθω βρώμικη και ατιμασμένη. Κλαίω κατά διαστήματα και σε ανύποπτους χρόνους, χωρίς προφανείς λόγους. Τα παιδιά μας με βλέπουν τόσο στενοχωρημένη και αναστατώνονται και εκείνα. Πρόκειται για μια κατάσταση που διαρκεί ήδη δύο εβδομάδες και είναι δυσβάσταχτη» τονίζει.
Η ίδια καταγγέλλει ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει έγκριση από την πλευρά του προϊσταμένου για μετακίνηση.
«Συναινετικό»
Ο προϊστάμενός της από την πλευρά του σε δηλώσεις του άφησε να εννοηθεί ότι όλα έγιναν με τη συναίνεση της 44χρονης. Όπως μάλιστα είπε, έμαθε για την καταγγελία της γυναίκας προς το πρόσωπό του «μέσα από site. ∆εν είμαι και στην καλύτερη κατάσταση με αυτό που έχει συμβεί σε μένα και στην οικογένειά μου. Από αυτά που διάβαζα κάποια στιγμή έλεγα δεν αφορούν εμένα, αλλά κάποιον άλλο. Μπορώ να κάνω εικασίες για τους λόγους που ήθελε να κάνει αυτό το πράγμα. Συναινετικά πήγαμε εκεί που αποφασίσαμε να πάμε…».
Θωµάς Παπαλιάγκας – ∆ικηγόρος καταγγέλλουσας: «Να µιλήσουν όσες τον κατήγγειλαν ανώνυµα»
Ο δικηγόρος της μηνύτριας καλεί τις 17 γυναίκες που έκαναν τις ανώνυμες καταγγελίες για τον ίδιο άντρα να μη διστάσουν και να μιλήσουν επώνυμα για ό,τι τους συνέβη: «Η εκπαιδευτικός βρίσκεται ήδη στην πέμπτη εβδομάδα αναρρωτικής άδειας και προσπαθεί να βρει τον εαυτό της». Όπως είπε, «η γυναίκα προσπάθησε να το ξεπεράσει μόνη της λίγες ημέρες, δεν άντεξε. Προσπάθησε να πάει στη δουλειά της, έσπασε, έκλαιγε».
Ο κ. Παπαλιάγκας υποστηρίζει ότι ο προϊστάμενος αρνείται να της εγκρίνει τη μετακίνηση σε άλλη υπηρεσία, «προφανώς θέλοντας να την ελέγχει».
Αλέξης Κούγιας – ∆ικηγόρος µηνυόµενου: «Αγωγή για προσβολή προσωπικότητας»
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο συνήγορος του προϊσταμένου αναφέρει μεταξύ άλλων πως ο εντολέας του «όχι μόνο αρνείται την οποιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά εις βάρος της καταγγελλούσης, αλλά αντί εγγράφων εξηγήσεων έδωσε εντολή στον κ. Κούγια και τους συνεργάτες του γραφείου μας να καταθέσουμε μήνυση και αγωγή αποζημιώσεως για προσβολή προσωπικότητος τόσο εις βάρος της καταγγελλούσης, αλλά και εις βάρος οιουδήποτε τον συκοφάντησε, δημοσιοποιώντας εντελώς παράνομα το περιεχόμενο της ψευδούς και συκοφαντικής μηνύσεως, για την τύχη της οποίας αρμόδιοι να αποφανθούν είναι μόνο ο εισαγγελέας που θα τη μελετήσει και οι δικαστές που θα την κρίνουν…».
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Θεσσαλονίκη: Αθώος, λόγω αμφιβολιών, ο 36χρονος για τη δολοφονία του μπάτλερ
Πέραμα: Οριστικοποιήθηκε ποιος ήταν οδηγός του Ι.Χ. στην φονική καταδίωξη