Η πιο κάτω τοποθέτησή μου στο βασικό ερώτημα που μου τέθηκε για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (νοούνται εδώ τα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια) γίνεται σε γενικό επίπεδο, χωρίς δηλ. να έχουν καταστεί ακόμη γνωστές οι διατάξεις του νέου νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, περιλαμβάνει, δε, τρία σημεία, ίσως και τα ουσιωδέστερα στη δημόσια συζήτηση:
(α) Χρειάζεται η χώρα μας ιδιωτικά πανεπιστήμια; (β) Επιτρέπει η έννομη τάξη της χώρας μας τη λειτουργία τέτοιων πανεπιστημίων; και (γ) Πώς μπορεί να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην πράξη και χωρίς αυτή να αποβεί εις βάρος των δημόσιων πανεπιστημίων;
του Νέστορα Κουράκη, Καθηγητή Ποινικών Επιστημών, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμια Αθηνών και Λευκωσίας
Η απάντησή μου στα τρία αυτά ερωτήματα έχει εν συντομία ως εξής:
(α) Η Ελλάδα ασφαλώς χρειάζεται και ιδιωτικά πανεπιστήμια, ώστε να υπάρχει ένα στοιχείο συναγωνισμού με τα δημόσια πανεπιστήμια και να δοθούν έτσι κίνητρα για τη συνολική άνοδο του επιπέδου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Επίσης, με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα δοθεί στους μαθητές που επιθυμούν να επεκτείνουν τις σπουδές τους σε ανώτατο επίπεδο μια ακόμη δυνατότητα ευκαιρίας και επιλογής σπουδών, ενώ ταυτόχρονα θα σταματήσει η διαρροή φοιτητών στο εξωτερικό και η συνακόλουθη υπέρμετρη επιβάρυνσή τους με εκεί έξοδα διαμονής, αλλά και παρακολούθησης σπουδών ενίοτε αμφίβολης ποιότητας. Επιπρόσθετα, με τη λειτουργία στην Ελλάδα ιδιωτικών πανεπιστημίων, εφόσον αυτά θα έχουν και ξενόγλωσσα τμήματα, όπως συμβαίνει ήδη και με ορισμένα δημόσια πανεπιστήμια, διαγράφεται η προοπτική να εξελιχθεί η χώρα μας σε διεθνές κέντρο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και να ενισχυθεί έτσι το κύρος της. Από την άλλη όμως πλευρά, θα πρέπει το κόστος των σπουδών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια να είναι σε ανεκτό επίπεδο και, επιπλέον, να διασφαλισθεί (και αυτή είναι η έννοια του «μη κερδοσκοπικού» Α.Ε.Ι!), ότι τα κέρδη θα επενδύονται αποκλειστικά: (αα) για υποτροφίες φοιτητών που αριστεύουν ή και έχουν οικονομικά προβλήματα, (ββ) για έρευνα, ει δυνατόν, σε συνεργασία με καινοτόμες επιχειρήσεις και με βάση τις ανάγκες της χώρας σε νέα επαγγέλματα, και (γγ) για περαιτέρω ανάπτυξη των ίδιων των ιδιωτικών πανεπιστημίων, με δημιουργία νέων τμημάτων ή νέων μαθημάτων και με στελέχωσή τους από διδάσκοντες υψηλού κύρους .
(β) Η έννομη τάξη της χώρας μας είναι γνωστό ότι, μετά ιδίως την απόφαση υπ’ αρ. 3370/2011 της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας στην υπόθεση του «Βασικού Μετόχου» και τη συναφή ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 28, όπως αυτή θεσπίσθηκε το 2001, έχει «από την απορρέουσα, από το άρθρο 28 του Συντάγματος και την, υπό το άρθρο αυτό, ερμηνευτική δήλωση, υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που αποτελεί, άλλωστε, και την εκπεφρασμένη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη κατά τις συζητήσεις στην Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή (…)» (βλ. § 14 της προαναφερθείσας απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ).
Με δεδομένο, τώρα, ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ως βασική προϋπόθεση λειτουργίας της την ελευθερία των συναλλαγών και την ακαδημαϊκή ελευθερία, συνάγεται ότι οι δύο αυτές ελευθερίες πρέπει να γίνονται σεβαστές και από την ελληνική έννομη τάξη και συνεπώς να μην απαγορεύεται η λειτουργία πανεπιστημίων απλώς και μόνο διότι αυτά είναι ιδιωτικά, καθώς κάτι τέτοιο θα ερμηνευόταν ως δυσανάλογος και αδικαιολόγητος περιορισμός των ελευθεριών που προαναφέρθηκαν. Η απαγόρευση τέτοιων περιορισμών τεκμηριώνεται ειδικότερα από την ενωσιακή (αα) νομοθεσία και (ββ) τη νομολογία του ΔΕΕ.
Συγκεκριμένα, ως προς την (αα) ενωσιακή νομοθεσία, αναφέρονται εδώ, ως ιδιαίτερης σημασίας, το άρθρο 165 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. και το άρθρο 14 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Εξάλλου, ως προς την (ββ) ενωσιακή νομολογία, σημαντική θέση καταλαμβάνει η απόφαση υπ΄ αρ. C-78/18 από 18.6.2020 (διαθέσιμη στο διαδίκτυο), που ελήφθη με μείζονα σύνθεση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας. Γενικότερα για το θέμα βλ. και τη σημαντική επί του θέματος γνωμοδότηση Βενιζέλου – Σκουρή στην εφημ. «Τα Νέα» της 9-10.12.2023 (επίσης διαθέσιμη στο διαδίκτυο), όπου διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 §§ 5 και 8 Συντ., όπως ερμηνεύεται σε αρμονία προς το δίκαιο της Ε.Ε., δεν αντιτίθεται στην ίδρυση μη κρατικού/ ιδιωτικού πανεπιστημίου από ελληνικό ν.π.ι.δ. εμπορικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με στοιχεία διασυνοριακότητας που το εντάσσουν στο πεδίο της έννομης τάξης της Ε.Ε. Ανάλογης βαρύτητας είναι και η γνώμη του πρύτανη των συνταγματολόγων Καθηγητή Μανιτάκη, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ την 21.12.2023, ότι η απαγόρευση της σύστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων κατ’ άρθρο 16 § 8 εδ. τελ. Συντ. δεν περιλαμβάνει ερμηνευτικά τη λειτουργία στη χώρα μας πανεπιστημιακών τμημάτων ή παραρτημάτων που έχουν ήδη την έδρα τους σε άλλο κράτος-μέλος του εξωτερικού. Σημειωτέον ότι ανάλογη γνώμη είχε διατυπωθεί ήδη το 1998 από ισχυρή μειοψηφία του Συμβουλίου Επικρατείας στην υπ΄ αρ. 3457/ 1998 απόφασή του, με αντικείμενο τη δυνατότητα λειτουργίας στην Ελλάδα τμημάτων ή παραρτημάτων ομοταγών πανεπιστημίων της Ε.Ε.
(γ) Η μεγάλη πρόκληση στη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επιχειρείται στη χώρα μας είναι το πώς θα εφαρμοσθεί στην πράξη η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων, δηλ. (αα) τι είδους έλεγχος θα υπάρξει στη λειτουργία τους και (ββ) τι μέτρα θα ληφθούν για παράλληλη ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη μου, προς αντιμετώπιση των δύο αυτών ζητημάτων:
(αα) Επιβάλλεται εν πρώτοις ένας πράγματι αυστηρός και ολοκληρωμένος κρατικός έλεγχος, από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, στη λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων, όπως άλλωστε και των δημόσιων. Για παράδειγμα στην Κύπρο, όπου τώρα εργάζομαι, η ένταξη ακόμη και ενός νέου μαθήματος στο πρόγραμμα του πανεπιστημίου προϋποθέτει την υποβολή στην αρμόδια αρχή, ήτοι στον Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (σε συντομογραφία: ΔΙΠΑΕ), μιας πλήρως αιτιολογημένης πρότασης, με λεπτομερές διάγραμμα ύλης του μαθήματος, Οδηγό Μελέτης για τους Φοιτητές, βιογραφικά σημειώματα των καθηγητών που θα το διδάξουν, ώστε να προκύπτει η ειδίκευσή τους στο αντικείμενο, κ.λπ. Επίσης, σε ορισμένες χώρες όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνεκτιμώνται κατά την μετέπειτα αξιολόγηση του μαθήματος και θέματα ομαλής διεξαγωγής του, όπως π.χ. το εάν ο καθηγητής απαντά εγκαίρως στα τυχόν ημαίηλ των φοιτητών του (τα θέματα αυτά αξιολογούνται με βάση το γενικότερο κριτήριο: ικανοποίηση φοιτητών/ student satisfaction). Είναι προφανές ότι εάν η εδώ αρμόδια Αρχή συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντά της όπως έως τώρα, η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα γίνει και αυτή προβληματική, με αντίστοιχο υποβιβασμό της ποιοτικής της στάθμης. Κυρίως απαιτείται εδώ η βελτίωση του ατελούς νομοθετικού πλαισίου το οποίο καλείται να εφαρμόσει η ενλόγω Αρχή και, ενδεχομένως, η υιοθέτηση, στη θέση της υπάρχουσας νομοθεσίας, λεπτομερέστερων και αυστηρότερων διατάξεων, όπως αυτές του προαναφερθέντος κυπριακού ΔΙΠΑΕ, στο μέτρο βέβαια που αυτές μπορούν να εναρμονισθούν με το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων κατ΄ άρθρο 16 § 5 Συντ.
(ββ) Είναι αναγκαία, κατά δεύτερον, η λήψη μέτρων για την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου, έτσι ώστε οι διδάσκοντες σε αυτό να έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να ασκούν το λειτούργημά τους χωρίς οικονομικούς περισπασμούς και χωρίς, επομένως, τον κίνδυνο να δελεασθούν από τους τυχόν υψηλότερους μισθούς των ιδιωτικών πανεπιστημίων, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε εν τέλει στη στελεχιακή αποδυνάμωση των δημόσιων πανεπιστημίων. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό, ότι όχι μόνον είναι πολύ χαμηλοί οι μισθοί των διδασκόντων στα δημόσια πανεπιστήμιά μας, αλλά και ότι δεν παρέχεται, λόγω νομοθετικής εξίσωσης των ομοειδών μισθών, κανένα απολύτως κίνητρο στους διδάσκοντες για να επιδείξουν διδακτικό ζήλο και συγγραφική/ ερευνητική παραγωγικότητα, ιδίως μετά και την προαγωγή τους στην πρώτη βαθμίδα. Αντιθέτως, στο εξωτερικό οι μισθοί είναι κατά κανόνα υψηλοί αλλά και διαπραγματεύσιμοι για τον κάθε διδάσκοντα, ανάλογα με τις επιδόσεις του και με το εάν του προσφέρεται θέση από άλλο πανεπιστήμιο με υψηλότερο μισθό.
Συμπέρασμα: Η παρούσα μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι, φρονώ, προς την ορθή κατεύθυνση και δεν θα κινδυνεύσει από τον έλεγχο του Συμβουλίου Επικρατείας ως προς τη συνταγματικότητά της. Θα πρέπει ωστόσο να καταβληθεί προσπάθεια ώστε η μεταρρύθμιση αυτή να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική ενδυνάμωση των διδασκόντων στα δημόσια πανεπιστήμια και, επιπλέον, να περιβληθεί με εγγυήσεις αυστηρής εφαρμογής της στην πράξη, ώστε να μην παραμείνει «στα χαρτιά» (law in books), όπως συνήθως συμβαίνει με τις μεταρρυθμίσεις (με ή χωρίς εισαγωγικά) στη χώρα μας.