Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας και επτά πανεπιστημιακοί καθηγητές και μάχιμοι δικηγόροι που δραστηριοποιούνται στον τομέα του Ποινικού Δικαίου, μετά από πρωτοβουλία της «Κίνησης Επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης» (ΚΕΔ), διατυπώνουν τις θέσεις τους για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με το οποίο επέρχονται τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το νομοσχέδιο θα είναι σε δημόσια διαβούλευση έως την εκπνοή του τρέχοντος Δεκεμβρίου.
Έτσι, στο πλαίσιο του καταστατικού της σκοπού η ΚΕΔ ζήτησε από τον υφυπουργό Δικαιοσύνης και τους καθ΄ ύλην αρμόδιους καθηγητές των Νομικών Σχολών και δικηγόρους, αλλά και από έναν εν ενεργεία εισαγγελέα Εφετών, να διατυπώσουν τις θέσεις-απόψεις τους επί του νομοσχεδίου.
Κατ΄ αρχάς η «Κίνησης Επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης» (ΚΕΔ) στην ανακοίνωσή της, ευχαριστεί όλους όσοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή της για να διατυπώσουν συμπυκνωμένα τις απόψεις-θέσεις τους επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης με το οποίο επέρχονται για 7η φορά μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Όπως αναφέρεται σχετικά, η προσπάθεια αυτή της ΚΕΔ αποσκοπεί στο να αναδειχθούν οι κρίσιμες διατάξεις του επίμαχου νομοσχεδίου και να τεθούν σε καλόπιστο διάλογο οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίες φιλοδοξούν να συμβάλλουν στην επιτάχυνση της Δικαιοσύνης και να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί για εκείνη.
Στην πρωτοβουλία αυτή της ΚΕΔ, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, αναλύει τη φιλοσοφία του επίμαχου νομοσχεδίου και σταχυολογεί συνοπτικά τις βασικές επιδιώξεις του, ενώ παράλληλα καταγράφει τις καίριες διατάξεις του. Ακολουθεί, ο πρόεδρος της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, ο οποίος καταθέτει τις θέσεις του επί των σημαντικότερων διατάξεων του εν λόγω νομοσχεδίου. Στη συνέχεια, αναλύουν και τοποθετούνται επί του περιεχομένου του νομοσχεδίου οι: Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Ευστάθιος Βεργώνης, Χρίστος Μυλωνόπουλος, Παναγιώτης Περάκης και Βασίλης Χειρδάρης.
Η ΚΕΔ, είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 2021 από τους Παναγιώτη Περάκη (δικηγόρο, DEA), Ελένη Τροβά (επ. καθηγήτρια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας, Δ.Ν., δικηγόρο), Βασίλη Χειρδάρη (δικηγόρο), Παναγιώτη (Τάκης) Τσιμπούκη (δημοσιογράφο) και Γιώργο Χατζηιωσήφ (οικονομολόγο), ως μια πρωτοβουλία της κοινωνίας των πολιτών για ν’ αναδειχθεί και ν΄ αντιμετωπισθεί επιτέλους αποτελεσματικά το μεγάλο θεσμικό πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή της Δικαιοσύνης, που προσβάλλει το κράτος δικαίου, δημιουργεί προβλήματα δίκαιης δίκης κι αποτελεί αντικίνητρο για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Παράλληλα, η ΚΕΔ σε ανακοίνωσή της δημοσιοποιεί τις θέσεις των επτά νομικών επί των προτεινόμενων τροποποιήσεων στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που έχουν ως εξής:
Ιωάννης Μπούγας, υφυπουργός Δικαιοσύνης
Η βραδύτητα της ρυθμούς της ελληνικής Δικαιοσύνης είναι, διαχρονικά, πανθομολογούμενη.
Η επιβάρυνση των δικαστηρίων της με εκκρεμείς υποθέσεις δεν αφορά βεβαίως μόνο της της της διαδίκους ή της συλλειτουργούς της Θέμιδος, αλλά επηρεάζει δυσμενώς τη γενική και ειδική πρόληψη των παραβατικών ή εγκληματικών συμπεριφορών.
Η ταχεία περάτωση των δικών κι η επιβολή των ποινών είναι δηλαδή αναγκαία, όχι μόνο για να περιοριστεί η ταλαιπωρία των πολιτών και το υψηλό κόστος που συνεπάγεται για την οικονομία της, αλλά κυρίως για την επιβολή σε σύντομο χρονικό διάστημα της τιμωρίας της τον δράστη ώστε να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων εγκλημάτων και την ανάσχεση της διάχυσης κλίματος ατιμωρησίας στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, για την πιο αποτελεσματική ειδική και γενική πρόληψη.
Η συντεταγμένη, δίκαιη και έγκαιρη αντίδραση της Πολιτείας, είτε με απαλλαγή του κατηγορουμένου εφόσον κριθεί αθώος είτε με την καταδίκη του δράστη που θα κριθεί ένοχος είναι επιβεβλημένη. Αν της η ποινή απέχει χρονικά κατά πολύ από το έγκλημα, εξασθενεί η μνήμη των πράξεων και γεγονότων που αποσυνδέονται έτσι από τον κολασμό του δράστη.
Σημαντικές παθογένειες αντιμετωπίζονται με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που έχει ήδη τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, σχετικά με της τροποποιήσεις των ποινικών κωδίκων.
Οι προτεινόμενες διατάξεις αποσκοπούν σε:
· περιορισμό των αναβολών, από κάθε αιτία, στη μία και πρόβλεψη παραβόλου υπέρ Δημοσίου, όταν το αίτημα αναβολής αφορά παράλληλη επαγγελματική υποχρέωση συνηγόρου,
· διεύρυνση των εγκλημάτων που παραπέμπονται της εκδίκαση, χωρίς τήρηση της χρονοβόρας ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων, στα «κοινώς επικίνδυνα» κακουργήματα (εμπρησμός δάσους, διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών) και των κακουργημάτων ειδικών ποινικών νόμων,
· ποινική διαπραγμάτευση, με πρωτοβουλία του Εισαγγελέα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και
· κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων με ενίσχυση των μονομελών συνθέσεων, με σκοπό την αποδέσμευση δικαστών και την αξιοποίηση της σε της δίκες.
Οι ανωτέρω αλλαγές συνιστούν απλώς το πρώτο βήμα της την επίτευξη του στόχου της επιτάχυνσης. Στο υπουργείο Δικαιοσύνης σχεδιάζεται ένα ευρύτερο πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων, που αναμένεται να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα απονομής δικαιοσύνης, με νέο Δικαστικό Χάρτη και αλλαγές της Κώδικες.
Κρίνεται, ακόμη, αναγκαίο να προβούμε σε μείζονες παρεμβάσεις για την ορθολογικότερη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού που υπηρετεί στη δικαιοσύνη, με αναλογική κατανομή ανθρωπίνων και υλικών πόρων για την εύρυθμη λειτουργία της και, τέλος, την αποδοτικότερη οργάνωση και διοίκηση των μεγάλων δικαστηρίων στην Ελλάδα.
Δημήτρης Βερβεσός, πρόεδρος της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Νέες αλλαγές στην ποινική νομοθεσία: μια ακόμα χαμένη ευκαιρία;
Το υπουργείο Δικαιοσύνης προωθεί, χωρίς συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ευρείας εκπροσώπησης, παραγνωρίζοντας, έτσι, το θεσμικό ρόλο του δικηγορικού σώματος ως επίσημου συμβούλου της Πολιτείας, εκτεταμένες αλλαγές στα βασικά ποινικά νομοθετήματα.
Η αυστηροποίηση, παρουσιάζεται ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, παρότι τα στατιστικά στοιχεία δεν ενδεικνύουν την αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ της αυστηροποίησης των ποινών και μείωσης της εγκληματικότητας.
Μια σοβαρή αντεγκληματική πολιτική προϋποθέτει μελέτη στατιστικών δεδομένων, ενίσχυση της πρόληψης, έγκαιρη εξιχνίαση των εγκλημάτων, σωφρονιστική μέριμνα, μελέτη της φέρουσας ικανότητας του σωφρονιστικού συστήματος, και, βεβαίως, αποτελεσματική κοινωνική πολιτική.
Στο βωμό της αυστηροποίησης εισάγονται αδόκιμες και αλυσιτελείς ρυθμίσεις, όπως επί παραδείγματι: ο κάθετος περιορισμός του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής στα πλημμελήματα· η μερική διατήρηση των άτοπων προϊσχυουσών ρυθμίσεων για την απαγόρευση αναστολής της ποινής στις εγκληματικές οργανώσεις η δυνατότητα· εξομοίωσης της ποινικής μεταχείρισης του δράστη της απόπειρας και του απλού συνεργού, με τον δράστη του τετελεσμένου εγκλήματος και τον φυσικό αυτουργό αντίστοιχα· η μείωση της επίδρασης των ελαφρυντικών περιστάσεων στην επιμέτρηση της ποινής κ.ο.κ.
Εξίσου προβληματικές είναι οι ρυθμίσεις του δικονομικού δικαίου, οι οποίες όχι μόνο δεν εξασφαλίζουν την πολυπόθητη επιτάχυνση, αλλά θίγουν θεμελιώδεις εγγυήσεις και δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ο εκτεταμένος περιορισμός της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, με την γενίκευση της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο, οδηγεί σε επιβάρυνση των πινακίων και μεγαλύτερες καθυστερήσεις, ενώ η έμφαση θα έπρεπε να δοθεί στην κατάλληλη διήθηση των υποθέσεων στο στάδιο της προδικασίας.
Η ενίσχυση της καθ’ ύλη αρμοδιότητας των μονομελών συνθέσεων αμβλύνει τα εχέγγυα ορθής δικαστικής κρίσης. Η ανάγνωση προανακριτικών καταθέσεων και η μη εμφάνιση αστυνομικών στο ακροατήριο παραβιάζει ευθέως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ο επιχειρούμενος περιορισμός των αιτημάτων αναβολής σε ένα, ασχέτως του λόγου της αναβολής, και η εισαγωγή σχετικού παραβόλου, αφ’ ενός δημιουργεί πρακτικά ζητήματα, αφ’ ετέρου στερεί από τον κατηγορούμενο την ορθή, κατ’ επιλογήν, εκπροσώπησή του.
Ο ποινικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να δρα εν θερμώ ούτε να εξυπηρετεί επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Για το λόγο αυτό, όπως έχει ήδη ζητήσει η Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί και να συζητηθεί από μηδενική βάση, με τη νομική κοινότητα της χώρας.
Ηλίας Αναγνωστόπουλος, ομ. καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Μεταρρυθμιστική βουλιμία
Το υπουργείο Δικαιοσύνης παρουσίασε ένα «βουλιμικό» νομοσχέδιο 102 άρθρων με «παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Ως σκοπός του αναφέρεται η ανακούφιση του «διαβρωτικού αισθήματος ατιμωρησίας που κυριαρχεί σήμερα στην ελληνική κοινωνία» και η ενίσχυση της προληπτικού και σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής.
Οι τιμωρητικού χαρακτήρα αλλαγές που προωθούνται στον Π.Κ. δεν στηρίζονται σε στατιστικά ή άλλα εμπειρικώς ελέγξιμα στοιχεία και ούτε συνοδεύονται από οποιαδήποτε επιστημονική τεκμηρίωση.
Αντιθέτως, τα υπάρχοντα δεδομένα διαψεύδουν τον ισχυρισμό περί ατιμωρησίας. Ο αριθμός των κρατουμένων στην Ελλάδα (106 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους) κινείται εγγύς του μέσου όρου της Ευρώπης και είναι υψηλότερος από αυτόν αρκετών χωρών της (π.χ. 93 στην Αυστρία, 90 στην Ιταλία, 89 στο Βέλγιο, 67 στην Γερμανία, 54 στην Ολλανδία), ενώ η χώρα μας πρωτεύει σε αριθμό ισοβιτών και μακροχρόνιων ποινών.
Μακροχρόνιες έρευνες έχουν καταδείξει εξάλλου ότι δεν υφίσταται «υδραυλική» σχέση μεταξύ της αύξησης των ποινών και της αποτροπής του εγκλήματος και ότι, αντιθέτως, η αποτρεπτική επίδραση των ποινών είναι κυρίως συνάρτηση της βεβαιότητας και ταχύτητας της επιβολής τους.
Αλλά και οι αλλαγές του Κ.Π.Δ. δεν θα φέρουν την πολυπόθητη επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, ενώ θα υποβιβάσουν την ποιότητά της.
Η παράκαμψη των δικαστικών συμβουλίων θα οδηγήσει σε αθρόα παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο και στην συμφόρηση των ήδη βεβαρημένων δικαστηρίων.
Ο δε δραστικός περιορισμός των πολυμελών συνθέσεων των δικαστηρίων θα μειώσει τις εγγυήσεις ορθοκρισίας και θα υποσκάψει την νομιμοποιητική βάση των δικαστικών αποφάσεων.
Ασύμβατες με την ΕΣΔΑ είναι ακόμη η αποδέσμευση των αστυνομικών από την υποχρέωση μαρτυρίας στο ακροατήριο και η αντικατάσταση των πενταμελών Εφετείων από τριμελή τα οποία θα κρίνουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των ομοιόβαθμων τριμελών Εφετείων.
Συνολικώς εκτιμώμενο, το νομοσχέδιο είναι άστοχο, οπισθοδρομικό και αντίθετο προς τις αρχές που πρέπει να διέπουν ένα σύγχρονο φιλελεύθερο ποινικό σύστημα.
Ευστάθιος Βεργώνης, Εισαγγελέας Εφετών Κέρκυρας
Αδιαμφισβήτητα το νομοσχέδιο έχει δύο σαφείς στόχους, έναν με την νέα διαμόρφωση του Ποινικού Κώδικα, και αυτός μάλλον συνίσταται στη επιδίωξη βελτίωσης της «αίσθησης δικαιοσύνης» στην Ελληνική κοινωνία, όχι τόσο με την αύξηση των ανωτάτων, αλλά και των κατωτάτων προβλεπομένων ποινών, αλλά και με την θέσπιση, κανόνων, κυρίως στο Γενικό Μέρος που υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε αλλαγή της ποινικής μεταχείρισης των καταδικαζόμενων, καθιστώντας πράγματι εξαίρεση την αναστολή, και κανόνα την επιβολή πραγματικής ποινής.
Το πραγματικό όμως διακύβευμα είναι ο δεύτερος στόχος που είναι η σύντμηση σε σημαντικό βαθμό, της διαδικασίας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, με τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το πρώτο θετικό στοιχείο είναι η αναγνώριση του ότι για την αμετάκλητη περαίωση μιας ποινική υπόθεσης απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός δικαστικών λειτουργών, και πράγματι προτείνεται η σοβαρή μείωση του αριθμού αυτού, κυρίως με την παραχώρηση μεγάλων αρμοδιοτήτων σε ολιγομελέστερες συνθέσεις, ενώ το δεύτερο η συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας, σε σημαντικό αριθμό κακουργημάτων.
Το πρόβλημα του μεγάλου αριθμού εισερχομένων στα ακροατήρια υποθέσεων, το οποίο πράγματι είναι η ρίζα της βραδύτητας, επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με την ανάθεση της πρωτοβουλίας της ποινική διαπραγμάτευσης και στον εισαγγελέα. Θα μπορούσαν όμως να γίνουν πιο αποφασιστικά βήματα στην κατεύθυνση της μείωσης των εισαγομένων υποθέσεων, όπως με την διεύρυνση και την ενίσχυση της ποινικής διαταγής.
Επίσης, θετικά θα συμβάλει και η αύξηση των ορίων του εκκλητού, για την άσκηση εφέσεων κατά αποφάσεων, αλλά θα μπορούσε να ενεργήσει καταλυτικά ο επιτρεπόμενος από το ΕΔΔΑ, δικαστικός προέλεγχος της βασιμότητας των ενδίκων μέσων.
Χρίστος Μυλωνόπουλος, καθηγητής Ποινικού Δικαίου, Ποινικής Δικονομίας και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Για την αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος
Μέτρα αποσυμφόρηση του ποινικού συστήματος θα μπορούσαν να είναι τα εξής:
· Ενίσχυση του θεσμού της αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης και της ποινικής διαταγής
· Δραστικές αποποινικοποιήσεις και αντικατάσταση των ποινικών κυρώσεων με διοικητικές
· Κυρίως, όμως πληρέστερη αξιοποίηση του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης.
Όπως έχω ήδη επισημάνει (Ειδικό Ποινικό 4η έκδ., 241), στη χώρα μας ισχύει το εξής παράδοξο: ενώ γνωρίζουμε το θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης, οι διατάξεις των άρθρων 381 και 405 του Ποινικού Κώδικα τον ακυρώνουν σε σημαντικό βαθμό.
Διότι προβλέπουν ότι ο δράστης πολλών περιουσιακών κακουργημάτων απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του αποδώσει το υλικό αντικείμενο της πράξης ή προβεί σε εντελή ικανοποίηση του παθόντος.
Για ποιόν λόγο, λοιπόν, να επιλέξει τη διαπραγμάτευση, που συνεφέλκεται και κάποια ποινή;
Μάλιστα τα εγκλήματα αυτά οδηγούν σε πολυπρόσωπες δίκες, με τεράστιο υλικό, προτάσεις και βουλεύματα χιλιάδων σελίδων και διαδικασίες που «μπλοκάρουν» τα δικαστήρια επί σειρά μηνών.
Παναγιώτης Περάκης, Δικηγόρος
Έξι βασικές επισημάνσεις στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, αφήνοντας τα υπόλοιπα στους πιο ειδικούς:
1. Οι συχνές αλλαγές δεν λειτουργούν υπέρ της ασφάλειας δικαίου,
2. Στο πεδίο της ποινικής, όπως και κάθε άλλης, Δικαιοσύνης προοδευτικό είναι το δίκαιο, δηλαδή η απαλλαγή του αθώου και η τιμωρία του ενόχου, με όλες τις διαδικαστικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και τον σεβασμό των δικαιωμάτων του υπόπτου και του κατηγορουμένου. Δίκαιο δεν είναι ούτε η χαλαρότητα ούτε η ατιμωρησία, που συνιστούν περιφρόνηση προς το θύμα και αδικία,
3. Τα κύρια ζητούμενα του ποινικού νόμου και του πλαισίου των ποινών, συμπεριλαμβανομένης της έκτισής τους, είναι η γενική και η ειδική πρόληψη. Στην χώρα μας είναι αναμφισβήτητη η αποτυχία και στα δύο, συνέπεια δε αυτής είναι η μη εφαρμογή θεσμών όπως η ποινική διαπραγμάτευση. Η κοινωνία δικαίως απορεί όταν τα 401 χρόνια εκτίονται σε 12, κι ευλόγως διαβρώνεται η εμπιστοσύνη της προς τη Δικαιοσύνη. Υπαρκτή συνεπώς η ανάγκη αλλαγών προς αυτή την κατεύθυνση,
4. Όσο αυξάνεται η χρονική απόσταση από την αξιόποινη συμπεριφορά τόσο δυσχεραίνεται η απονομή του δικαίου. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η καθυστέρηση λειτουργεί εις βάρος του θύματος και εις όφελος του δράστη. Αυτονόητη επομένως είναι η ανάγκη μέτρων, με σεβασμό όμως στο δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που περιλαμβάνει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο,
5. Οι καταδίκες της χώρας μας από το ΕΔΔΑ, πέρα από το ζήτημα του χρόνου, σχετίζονται κυρίως με τις απαράδεκτες συνθήκες των φυλακών, που προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα των κρατουμένων. Τι γίνεται μ΄ αυτό, όταν μάλιστα, με βάση τα προτεινόμενα, θ΄ αυξηθεί το πρόβλημα χωρητικότητας και
6. Ο θεσμός της κοινωφελούς εργασίας είναι πολύ σημαντικός, μέχρι σήμερα όμως λειτούργησε μεταξύ αδιαφάνειας, ρουσφετιού και εικονικότητας, γι αυτό και καλώς κατά τη γνώμη μου είχε αποφασιστεί το πάγωμά του. Χρειάζονται σοβαροί κανόνες και πλαίσιο αληθινού ελέγχου για την αποτροπή δημιουργίας εστιών ανισότητας και διαφθοράς στο πεδίο έκτισης των ποινών.
Ελένη Τροβά, Επ. Καθηγήτρια Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας, Δ.Ν., Δικηγόρος
Τέθηκε προς διαβούλευση το σχέδιο νόμου με θέμα «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας».
Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου εκκινεί με ένα πρώτο κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 ο σκοπός και το αντικείμενό του περιληπτικά.
Τα άρθρα αυτά δεν έχουν περιεχόμενο νομοθετικής διάταξης όπως αυτή νοείται κατά το ισχύον Σύνταγμα ούτε συνιστούν άρθρα με περιεχόμενο νόμου.
Ενδεικτικά το άρθρο 1 αναφέρει ότι σκοπός του παρόντος είναι η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα ποινικής Δικονομίας, ενώ το άρθρο 2 συνοψίζει το αντικείμενο του νόμου όσον αφορά το ίδιο ζήτημα κάνοντας ρητή μνεία ότι η αναφορές στις οποίες προβαίνει είναι ενδεικτικές (παρ. α).
Είναι προφανές ότι το περιεχόμενο των άρθρων αυτών δεν έχει κανένα κανονιστικό περιεχόμενο, η δε εξαγγελία του σκοπού του νόμου δεν αποτελεί στοιχείο της αιτιολογίας του η οποία προκύπτει πιθανώς από την εισηγητική έκθεση αυτού!
Η ρύθμιση αποτελεί εξάλλου κακή εφαρμογή του Εγχειριδίου Νομοπαρασκευαστικής Μεθοδολογίας το οποίο κάνει μεν αναφορά στις λεγόμενες διατάξεις σκοπού, πλην με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Το συγκεκριμένο εγχειρίδιο ειδικά αναφέρει ότι «Απαιτείται, πάντως, να καταβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή, προκειμένου να τίθενται διατάξεις σκοπού μόνο όταν πράγματι διευκολύνουν την ερμηνεία, εφαρμογή και εκ των υστέρων αξιολόγηση μιας νομοθετικής ρύθμισης, κατά τρόπο που απαιτεί συγκεκριμένα την ένταξή τους στο κείμενο του νόμου και όχι μόνο στην αιτιολογική έκθεση», αλλά αποτελεί και παραπλανητική ρύθμιση διότι δεν προκύπτει από αυτήν για ποιο λόγο προκαλείται επιτάχυνση της ποινικής δίκης μέσω των συγκεκριμένων ρυθμίσεων που προτείνει το σχέδιο νόμου, γεγονός το οποίο ούτως ή άλλως είναι αμφισβητούμενο από το περιεχόμενο των κατ’ ιδίαν διατάξεων.
Βασίλης Χειρδάρης, Ποινικολόγος
Μη επιτάχυνση, αυστηρότητα και μη δίκαιη δίκη η εικόνα των αλλαγών
Είναι η έβδομη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας μέσα σε 4 χρόνια!
Δεν πρόλαβε να δοκιμαστεί στην πράξη η εφαρμογή των νέων κωδίκων που ολοκληρώθηκαν μετά από μακροχρόνιες διαβουλεύσεις εξειδικευμένων επιτροπών και ο εκάστοτε υπουργός ανάλογα με το θέμα της πρόσκαιρης επικαιρότητας, τους αλλάζει για να ικανοποιηθεί το δημόσιο αίσθημα.
Η ασφάλεια δικαίου έχει καταρρακωθεί πλήρως από τις συνεχείς και αδικαιολόγητες τροποποιήσεις.
Η τελευταία τροποποίηση, που γίνεται χωρίς σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και τέθηκε σε διαβούλευση είναι σαρωτική και αλλάζει την ποινική νομοθεσία με βήματα ολοταχώς προς τα πίσω.
Μια γενική εικόνα των τροποποιήσεων είναι ότι:
α) Ενώ ο σκοπός του νομοσχεδίου είναι η επιτάχυνση της ποινικής δίκης το προβλεπόμενο αποτέλεσμα στην πράξη είναι το αντίθετο. Δεν επιταχύνονται οι δίκες χωρίς αναβολές αφού έτσι θα δικάζονται οι μη αναβληθείσες και θα αναβάλλονται οι επόμενες του πινακίου,
β) Η αυστηροποίηση των ποινών, της υφ΄ όρον απόλυσης και η έκτιση πλημμεληματικών ποινών θα γεμίσει τις ήδη υπεράριθμες φυλακές, θα αυξήσει τα κρατικά έξοδα και γενικά είναι αντίθετη με τα σύγχρονα σωφρονιστικά και στατιστικά δεδομένα,
γ) Υποβαθμίζεται η ποιότητα της απονομής της Δικαιοσύνης με διατάξεις που παρεμποδίζουν την πρόσβαση σε δικαστήριο, την αρχή της αναλογικότητας και που έρχονται σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ και την νομολογία του Στρασβούργου και
δ) Με το νομοσχέδιο η Δικαιοσύνη γίνεται τιμωρητική, φαλκιδεύοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και αυξάνοντας το κόστος του.
Η Δικαιοσύνη δεν είναι αγώνας ταχύτητας. Είναι δημιουργία συνθηκών δίκαιης δίκης για όλους σε εύλογο χρόνο. Δυστυχώς το νομοσχέδιο κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Τι κρίμα…