Σύμφωνη με υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις η υπ’αριθμ. 2020/26863/2020 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών περί καθορισμού των ουσιαστικών προϋποθέσεων και των δικαιολογητικών για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από ομογενείς που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
- Με την υπ’ αριθμ. 1831/2021 απόφασή της, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε από το σωματείο «Πανελλήνια Συντονιστική Επιτροπή Επαναπατριζόμενων, Ελλήνων-Ποντίων» και φερόμενους ως ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση κατά της υπ’ αριθμ. 2020/26863/30.4.2020 απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών (Β’ 1761/8.5.2020). Με την τελευταία αυτή απόφαση καθορίσθηκαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις πολιτογράφησης και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από ομογενείς από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
- Το Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι ο καθορισμός της ιθαγένειας εκάστου προσώπου, ήτοι ο νομικός δεσμός του προς την πολιτεία στην οποία ανήκει, συνιστά ζήτημα εξόχως σημαντικό για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον, ότι το εν λόγω ζήτημα διέπεται κυριαρχικώς από τη νομοθεσία του Κράτους, η οποία προσδιορίζει, κατ’ αρχήν ελευθέρως, τόσο τους ουσιαστικούς όρους και τις προϋποθέσεις κτήσης της ιθαγένειας όσο και τη σχετική διαδικασία, χωρίς να περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο κατά τη ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων. Ειδικότερα, ο εθνικός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, δεν κωλύεται όμως από κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη να θεσπίσει ως ελάχιστο όρο και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας την ύπαρξη γνήσιου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία.
Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 108 παρ. 1 του Συντάγματος μέριμνα του Κράτους για τον απόδημο ελληνισμό, αποβλέπουσα στη διατήρηση και ενίσχυση των δεσμών του ελληνικού κράτους με τον απανταχού ελληνισμό, καταλαμβάνει όχι μόνο τους απόδημους έλληνες πολίτες που διαβιούν εκτός της ελληνικής επικράτειας αλλά και τους ομογενείς. Η διάταξη αυτή, έχουσα κατά βάση κατευθυντήριο χαρακτήρα, απευθύνει υπόδειξη στον νομοθέτη να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για το είδος και την έκταση της κρατικής μέριμνας για τις προαναφερθείσες κατηγορίες προσώπων, ενώ η σχετική εκτίμηση του νομοθέτη υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια. Ως ομογενής δε νοείται ο ανήκων στο ελληνικό γένος ή έθνος, ήτοι ο έχων ελληνική καταγωγή (αντικειμενικό στοιχείο) και ελληνική εθνική συνείδηση (υποκειμενικό στοιχείο), συναγόμενη κυρίως από τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τα οποία τον συνδέουν προς το ελληνικό έθνος.
- Το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς περί αντίθεσης των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 1-3 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3284/2004 Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, και των διατάξεων του άρθρου 1 περ. β’-δ’ της προσβαλλόμενης απόφασης προς τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 4 παρ. 3 και 108 παρ. 1 του Συντάγματος. Έκρινε ειδικότερα ότι από τις διατάξεις της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, με την οποία εξειδικεύθηκε και ολοκληρώθηκε η ρύθμιση του καθεστώτος που διέπει την πολιτογράφηση των ομογενών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, των οποίων η ιθαγένεια δεν δύναται να διαπιστωθεί βάσει της Σύμβασης της Λωζάννης περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών της 30ης Ιανουαρίου 1923, και της Σύμβασης της Άγκυρας της 10ης Ιουνίου 1930, συνάγεται ότι ο κανονιστικός νομοθέτης, συμμορφούμενος προς την υπόδειξη που περιέχεται στην ως άνω διάταξη του άρθρου 108 παρ. 1 του Συντάγματος, ρύθμισε το ζήτημα της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας στην εν λόγω κατηγορία ομογενών κατά τρόπο ευνοϊκότερο σε σχέση με τους αλλογενείς αλλοδαπούς.
Περαιτέρω, έκρινε ότι οι θεσπιζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 1 περ. β’-δ’ της προσβαλλόμενης απόφασης ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη διαπίστωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης των ανωτέρω ομογενών παρίστανται πρόσφορες, προκειμένου, σε συνδυασμό με την καταγωγή τους, να αποδειχθεί η ιδιότητά τους ως ομογενών. Τούτο δε, διότι η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών (βασική γνώση της ελληνικής γλώσσας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ποντιακή ή άλλη ελληνική διάλεκτος, γνώση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και της νεότερης ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, εξοικείωση με τους θεσμούς και τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος) παρίσταται, κατ’ αρχήν, κατάλληλη, προκειμένου να τεκμηριωθεί ο σύνδεσμος των ανωτέρω προσώπων προς το ελληνικό έθνος, η ύπαρξη γνήσιου δεσμού προς την ελληνική κοινωνία, η ένταξή τους σ’ αυτή και, τελικώς, η ύπαρξη στα εν λόγω πρόσωπα ελληνικής εθνικής συνείδησης, η οποία αποτελεί και τον καθοριστικό παράγοντα για τον προσδιορισμό της έννοιας του ομογενούς.
Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, η πολιτογράφηση δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικού δικαιώματος του ενδιαφερομένου, το οποίο γεννά αξίωση προς κτήση της ιθαγένειας, αλλά αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί, σε κάθε περίπτωση, ελευθέρως. Ο καθορισμός τόσο των ουσιαστικών όρων και προϋποθέσεων, όσο και της διαδικασίας απονομής της ιθαγένειας με πολιτογράφηση ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει ευρύτατα περιθώρια πολιτικών εκτιμήσεων και τον καθορισμό των προϋποθέσεων, των κριτηρίων και της διαδικασίας που θεωρεί πλέον πρόσφορα για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
- Το Δικαστήριο απέρριψε, εξάλλου τους ισχυρισμούς περί παραβίασης των Συνθηκών της Λωζάννης και της Άγκυρας, διότι, όπως έκρινε, με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1-3 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και της προσβαλλόμενης απόφασης θεσπίζεται, κατά παρέκκλιση από τις πάγιες διατάξεις του εν λόγω Κώδικα, ειδική διαδικασία για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τους ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση, των οποίων η ελληνική ιθαγένεια δεν δύναται να διαπιστωθεί βάσει των ανωτέρω διεθνών συνθηκών, και, ως εκ τούτου, η ειδική αυτή διαδικασία εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής των ανωτέρω διεθνών συμβάσεων.
- Περαιτέρω, κρίθηκε ότι νομίμως καθορίσθηκαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και η διαδικασία πολιτογράφησης των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, διότι το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος δεν επιβάλλει την άνευ ετέρου ρύθμιση του ζητήματος του ορισμού των προσόντων και των ιδιοτήτων που πρέπει να συντρέχουν σε ένα πρόσωπο, προκειμένου να θεωρηθεί ότι είναι έλληνας πολίτης, με τυπικό νόμο.
- Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας είναι σύμφωνη με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι αφορά το ειδικότερο – σε σχέση με τη βασική ρύθμιση που περιέχεται στα άρθρα 15 και 5Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας – ζήτημα του προσδιορισμού των ουσιαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν για την ασφαλή τεκμηρίωση ότι οι ανωτέρω ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση διαθέτουν ελληνική εθνική συνείδηση. Συνεπώς, εγκύρως παρέχεται με την ως άνω διάταξη εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εσωτερικών για τη ρύθμιση του ανωτέρω ζητήματος, η εξουσιοδότηση δε αυτή είναι ειδική και ορισμένη.
- Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος δεν ανακύπτει υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να απονείμει αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια σε ενήλικους ομογενείς προερχόμενους από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για τον λόγο ότι ανήκουν σε οικογένεια, μέλος της οποίας έχει ήδη πολιτογραφηθεί ως έλληνας πολίτης. Περαιτέρω, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θεσπίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχουν ως αυτόθροη συνέπεια τη διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών και τη απομάκρυνση των ανωτέρω ενηλίκων ομογενών από τη χώρα, η δε ενότητα της οικογένειας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κοινής ιθαγένειας των μελών της.
Συναφώς δε κρίθηκε ότι οι τιθέμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικές προϋποθέσεις δεν έχουν ως άμεση και αυτόθροη συνέπεια τον αποκλεισμό της δυνατότητας των ανωτέρω ομογενών να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., λόγω της διατάραξης που ενδέχεται να υποστούν οι σχέσεις των αλλοδαπών ενηλίκων, που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση, με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, που έχουν ήδη αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Εξάλλου, το ζήτημα της ύπαρξης κοινής οικογενειακής ζωής μεταξύ γονέων και ενήλικων τέκνων είναι πραγματικό και εξαρτάται από την ύπαρξη στενών οικογενειακών δεσμών μεταξύ τους, που εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.