Δίκη Ελένης Τοπαλούδη: Τη δική τους εκδοχή για το βιασμό και τη στυγερή δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη το Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο, αναμένεται να δώσουν σήμερα ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείο της Αθήνας, οι δυο κατηγορούμενοι της υπόθεσης, ένας 24χρονος με καταγωγή από τη Ρόδο και ο 23χρονος συγκατηγορούμενος του αλβανικής καταγωγής.
Σε πρώτο βαθμό οι δυο κατηγορούμενοι είχαν καταδικασθεί σε ισόβια για την άγρια δολοφονία της κοπέλας και επιπλέον σε 15ετή κάθειρξη για το βιασμό της. Μετά την ολοκλήρωση των απολογιών, το δικαστήριο θα μπει σε «τροχιά» έκδοσης απόφασης με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στο εάν δικαστές και ένορκοι θα αναγνωρίσουν κάποιο ελαφρυντικό στους δυο κατηγορούμενους, κάτι που αν συμβεί θα οδηγήσει σε μείωση των ποινών που τους είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως.
Κατά την προηγούμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου, είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της εξέτασης μαρτύρων, με τον πατέρα του κατηγορούμενου Ροδίτη να καταθέτει για τον γιο του: «Ήταν ζωηρό παιδί, δεν φορούσε κράνος με το μηχανάκι αλλά ο μεγαλύτερος μου φόβος ήταν τα ναρκωτικά, για τις παρέες του ήμασταν σε κόντρα δεν μου άρεσαν..». Ακόμη, ο ίδιος ανέφερε πως ο γιος του παρασύρθηκε. «Μου είπε ότι δεν φταίει, το μόνο που μου είπε είναι ότι οδήγησε. Όταν τον επισκέφθηκα στη φυλακή, μου είπε: «ισόβια για μια οδήγηση;». Το μόνο που έκανε λάθος είναι ότι δεν αντέδρασε. Εγώ πιστεύω ότι έμπλεξε ήταν η κακιά στιγμή, γνωρίζω το παιδί μου. Εμπλέξει με κακές παρέες δεν είχε βούληση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας προκαλώντας την αντίδραση της πολιτικής αγωγής, η οποία σημείωσε μεταξύ άλλων πως ο πατέρας του κατηγορούμενου στο πρωτόδικο δικαστήριο είχε δηλώσει άγνοια για το αν ο γιος του ήταν χρήστης ναρκωτικών ενώ τώρα με την κατάθεσή του στο Εφετείο υποστηρίζει ότι ανησυχούσε για αυτό.
Το πινγκ – πονγκ των ευθυνών
Σήμερα, πρώτος στο βήμα για να απολογηθεί αναμένεται να ανέβει ο 24χρονος Ροδίτης, ο οποίος κατά την απολογία του σε πρώτο βαθμό είχε περιγράψει ένα άγριο έγκλημα που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια του μέσα στο εξοχικό του σπίτι στη Ρόδο αλλά ο ίδιος δεν είχε, όπως υποστήριξε, καμία συμμετοχή σε αυτό πέραν του ότι δεν προστάτεψε την άτυχη φοιτήτρια! «Δεν τη βίασα, δεν την σκότωσα, δεν έκανα τίποτα κακό στην Ελένη» είχε αναφέρει ο κατηγορούμενος επιρρίπτοντας τα πάντα στον 23χρονο συγκατηγορούμενό του, αλβανικής καταγωγής. Εκείνος, όπως είχε αναφέρει, χτύπησε και μαχαίρωσε την 21χρονη φοιτήτρια και μόνος του την πέταξε στα βράχια. Ο 24χρονος υποστήριξε πως όλα ξεκίνησαν όταν ο συγκατηγορούμενος του εξοργίστηκε με τη νεαρή φοιτήτρια και άρχισε να τη χτυπάει «με το σίδερο στο κεφάλι» επειδή εκείνη τον μείωσε για τον ανδρισμό του. «Έπιασε το μαχαίρι και την κάρφωνε στο λαρύγγι. Την πήγε στο μπάνιο και την κοπανούσε στο νιπτήρα. Της έλεγε «θα σου σπάσω το σβέρκο». Μετά την πέταξε μέσα στην μπανιέρα. Την έκανε κρύο μπάνιο, αφού της έβγαλε ότι ρούχα φόραγε. Την σήκωσε και την κατέβασε από τις σκάλες μόνος. Του έλεγα σταμάτα, «μην το κάνεις αυτό». Του είπα να την πάμε στο νοσοκομείο, κάποιο σφάλμα έγινε και την πήγε στα βράχια. Την χτύπησε στα βράχια. Την κατέβασε 100 μέτρα κάτω και της τράβηξε μια σπρωξιά και την πέταξε κάτω. Δεν τον βοήθησα…», είπε χαρακτηριστικά στην απολογία του ο κατηγορούμενος.
Από την πλευρά του ο 23χρονος νεαρός αλβανικής καταγωγής, είχε υποστηρίξει κατά τη δική του απολογία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι είχε δεσμό με την φοιτήτρια. Επέστρεψε δε όλες τις κατηγορίες στον Ροδίτη και ισχυρίστηκε πως εκείνος «άρχισε να μαχαιρώνει την Ελένη και να την χτυπάει με το σίδερο».
Δίνοντας τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα ο 23χρονος, περιέγραψε ως εξής όλα όσα έγιναν αφού πήραν την κοπέλα από το σπίτι της και πήγαν στο εξοχικό σπίτι του Ροδίτη στους «Πευκούς»: «…Ξεκινήσαμε για το σπίτι της Ελένης. Στάθμευσα και της έστειλα μήνυμα ότι φτάσαμε. Η Ελένη με ρώτησε «ποιοι φτάσατε;». Της είπα δεν μου είπες να φέρω κι έναν φίλο μου; Και μου είπε εντάξει».
Σε ό,τι αφορά στο γεγονότα που διαδραματίστηκαν μέσα στο σπίτι του Ροδίτη, ο 23χρονος, υποστήριξε ότι ο συγκατηγορούμενός του εξοργίστηκε με κοπέλα όταν εκείνη του είπε «άντε τελείωνε» μειώνοντας έτσι τον ανδρισμό του. Όπως περιέγραψε, ο συγκατηγορούμενος του «άρχισε τότε να την χαστουκίζει, να τη χτυπάει, να την κλοτσάει». Συνεχίζοντας ο κατηγορούμενος είχε καταθέσει: «…Δεν ήξερα ποιον να υποστηρίξω, την κοπέλα ή το φίλο μου. Μετά έφυγε και γύρισε με ένα μαχαίρι. Άρχισε να την μαχαιρώνει και την πέταξε κάτω με δύναμη. Έπιασε το σίδερο από δίπλα και άρχισε να την χτυπάει. Τον έσπρωξα και μου είπε: «Εσύ να κάτσεις στη γωνία». Φοβήθηκα για τη ζωή μου. Μετά έκανε γύρους μέσα στο δωμάτιο. Η Ελένη ήταν λιπόθυμη. Πήγα κοντά της και συνήλθε. Την πήγα στο μπάνιο. Ήθελε να κοιτάξει το πρόσωπο της στον καθρέπτη και δεν την άφησα. Μπήκε στο ντους. Έπιασα ένα σεντόνι και το έριξα πάνω της. Κατεβήκαμε κάτω και ο Μανώλης άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Η Ελένη κάθισε τη θέση του συνοδηγού».
Ακόμη, ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του είχε υποστηρίξει ότι είχε ζητήσει από τον 24χρονο να μεταφέρουν την κοπέλα στο νοσοκομείο αλλά εκείνος, όπως είπε, δεν του απάντησε. «Κατευθυνόμασταν στο νοσοκομείο αλλά είδα ότι μπήκε σε έναν χωματόδρομο και κατάλαβα ότι δεν πάει στο νοσοκομείο. Βγήκε έξω και μου είπε: «Εγώ θα την τελειώσω γιατί αυτή θα με κλείσει φυλακή». Την πήρε στον ώμο του και γύρισε μετά από δέκα λεπτά και μου είπε: Εντάξει Αλβανέ τελείωσε μπες μέσα τώρα».