Αθώα κρίθηκε η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την καταδίκη του πρώην μητροπολίτη Αμβρόσιου για ομοφοβική ανάρτησή του το 2015.
Η καταδίκη του πρώην μητροπολίτη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου αφορούσε ομοφοβικό κείμενο που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του τον Δεκέμβριο του 2015 με αφορμή την ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης με τον τίτλο «ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΚΕΦΑΛΙ! Ας μιλήσουμε έξω από τα δόντια ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ».
Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όπου με χθεσινή απόφαση η Ελλάδα κρίθηκε αθώα. Συγκεκριμένα διευκρινίστηκε ότι η καταδίκη του πρώην μητροπολίτη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και από τον Άρειο Πάγο για την ομοφοβική ανάρτησή του δεν παραβίασε την ελευθερία της έκφρασής του.
To βασικό επιχείρημα του Αμβρόσιου ήταν ότι το κείμενο της ομοφοβικής του ανάρτησης δεν αφορούσε τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα αλλά τους πολιτικούς που ψήφισαν το σύμφωνο συμβίωσης. Η τοποθέτηση Αμβρόσιου είχε προκαλέσει πληθώρα αντιδράσεων και στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Το σκεπτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση Αμβρόσιου
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο συμφώνησε με τα συμπεράσματα των ελληνικών δικαστηρίων ότι τα περισσότερα από τα σχόλια Αμβρόσιου «είχαν ως στόχο ομοφυλόφιλους γενικά». Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θεώρησε ότι τα δικαστήρια είχαν αξιολογήσει προσεκτικά τα αποδεικτικά στοιχεία και είχαν προβεί σε στάθμιση αυτών, η οποία είχε λάβει υπόψη το δικαίωμα του προσφεύγοντος για την ελευθερία της έκφρασης. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι «τα δικαιώματά του στην ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύονται από το Σύμβαση δεν είχαν παραβιαστεί, καθώς οι απόψεις του ήταν ικανές να προκαλέσουν διακρίσεις και μίσος».
Τα συμπεράσματα αυτά ενισχύθηκαν από τρεις παράγοντες:
– πρώτον, «ο κ. Λενής, ανώτερος αξιωματούχος της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχε τη δύναμη να επηρεάζει όχι μόνο το εκκλησίασμά του αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους που ακολουθούσαν τη θρησκεία αυτή, δηλαδή την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού»
– δεύτερον, «διέδωσε τα σχόλιά του στο διαδίκτυο, το οποίο είχε καταστήσει το μήνυμά του εύκολα προσβάσιμο»
– τρίτον, «τα σχόλια είχαν ως στόχο τους ομοφυλόφιλους και το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι κοινότητες σε σχέση με το φύλο και το σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν ειδική προστασία από τον λόγο που προκαλεί μίσος και διακρίσεις, λόγω της περιθωριοποίησης και θυματοποίησης που εξακολουθούν να υφίστανται. Σημείωσε επίσης τα χαμηλά επίπεδα αποδοχής της ομοφυλοφιλίας και την κατάσταση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στο εθνικό πλαίσιο, όπως προσδιορίζεται σε διεθνείς εκθέσεις. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ήταν τόσο σοβαρές όσο και οι διακρίσεις λόγω φυλής, καταγωγής ή χρώματος».
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε υποθέσεις που αφορούν το άρθρο 10 της Σύμβασης γινόταν παραπομπή στο άρθρο 17 (απαγόρευση της κατάχρηση δικαιωμάτων) εάν ήταν άμεσα σαφές ότι «οι δηλώσεις επεδίωκαν να χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης για σκοπούς σαφώς αντίθετους προς τις αξίες που η Σύμβαση επεδίωκε να προωθήσει».
Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εμπλοκή του άρθρου 17 της Σύμβασης αποφασίζεται αν οι επίμαχες παρατηρήσεις φτάνουν στο σημείο «να αρνούνται στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα την ανθρώπινη φύση τους, και συνδυάζονταν με υποκίνηση σε βία».
«Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη διατύπωση των δηλώσεων του άρθρου, το πλαίσιο στο οποίο είχαν δημοσιευθεί, την δυνατότητα να οδηγήσουν σε επιβλαβείς συνέπειες και τους λόγους που διαπίστωσαν τα ελληνικά δικαστήρια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις αποσκοπούσαν στο να εκτρέψουν το άρθρο 10 της Σύμβασης από τον πραγματικό του σκοπό. Επιπλέον, οι παρατηρήσεις σχετίζονταν άμεσα με ένα ζήτημα που είχε μεγάλη σημασία στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, την προστασία της αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης αξίας ανεξάρτητα από τη σεξουαλική τους προσανατολισμού του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ήταν ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης και την απέρριψε», καταλήγει.
Η αντικειμενική δικαιοδοσία, που ονομάζεται επίσης δικαιοδοσία ratione materiae, είναι μια νομική θεωρία σύμφωνα με την οποία ένα δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει και να αποφασίσει μόνο υποθέσεις συγκεκριμένου τύπου.