Η παθογένεια της Δικαιοσύνης δεν έγκειται αποκλειστικά και μόνον εις την ακηδεμόνευτη απονομή της ή εις την κόλουρη λειτουργική ανεξαρτησία της, κατά παρέκκλιση του αδιάστικτου γράμματος του άρθρου 26 του Συντάγματος.
Ωστόσο όμως η Δικαιοσύνη πλήττεται και από την ανίατη λοιμική της κομματοκρατίας, η οποία συνιστά ασφαλές τεκμήριο σήψης και προκεχωρημένης αποσύνθεσης καθότι υπονομεύει κατ’ ουσίαν την υγιή αντίληψη δια μια δίκαιη κοινωνία, η οποία συνακολούθως καθίσταται άρρηκτα συνυφασμένη με την εξυγίανση των θεσμών.
Εις επίρρωσιν όμως των ως άνω η Δικαιοσύνη συνιστά μείζονα έκφανση της Ελλαδικής Κρατικής αβελτηρίας καθότι ευρίσκεται εις τον πυρήνα αυτού και το στηρίζει ανυπερθέτως, τούτο δε εξάλλου αντανακλάται εις την σοβούσα νοοτροπία των Δικαστικών λειτουργών.
Ασφαλώς η «παραδοσιακά» διαχρονική τοιαύτη διαβρωτική κατάσταση, συνιστά ανυπερθέτως ένα πασίδηλο γεγονός το οποίο κατατρύχει εκ βάθρων τον θεσμό της Δικαιοσύνης δίχως τούτο να σημαίνει ότι οι δικαστές ως πρόσωπα δεν είναι αξιόλογοι ή δεν έχουν όραμα την ορθή απονομή της δικαιοσύνης με αποκλειστικό γνώμονα την λυσιτελή και τελέσφορη ρύθμιση των αναφυομένων βιοτικών σχέσεων.
Εντούτοις όμως πέραν από την προσφιλή μερίδα των επίορκων δικαστών, υπάρχει και μία έτερη μερίδα, η οποία έχει αλλοτριωθεί πλήρως από την συνθλιπτική αντίληψη της Δικαιοσύνης ως απλώς μία γραφειοκρατική προέκταση του ευρύτερου δημοσίου τομέα, με αποτέλεσμα ένιοι δικαστές, να επιλαμβάνονται των υποθέσεων όχι με κράτιστο γνώμονα την έκδοση, εν τω μέτρω του δυνατού, ορθοτόμων αποφάσεων, εμπνεόμενοι υπό του οράματος προσφοράς εις το κοινωνικό σύνολο και μεταρρύθμιση της κοινωνίας επί τα βελτίω, διότι δια μέσου των δικαστικών αποφάσεων, καίτοι δια μέσου της «ιεράς» αυτής διαδικασίας εκδόσεων αποφάσεων, ο δικαστής δύναται να καταστεί ανατρεπτικός και επαναστάτης.
Τούτο δε συμβαίνει, διότι με ορισμένο ρηξικέλευθο σκεπτικό, δύναται να επιβάλλει ορισμένες καινοφανείς αποφάσεις, χαράσσοντας ανατρεπτικές κατευθυντήριες γραμμές ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένεκεν και συνεπεία τοιούτου του τολμηρού «ακτιβισμού», ένα θετικό προηγούμενο δεδικασμένο το οποίο θα επιδρά θετικά ως οιονεί εφαλτήριο αντίστασης προς την καθεστωτική αντίληψη περί ορισμένων ακανθωδών ζητημάτων του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Τηρουμένων των αναλογικών υπάρχουν και δικαστές οι οποίοι ουδόλως εμφορούνται από όραμα δια την κοινωνία αλλά επί μάλλον και μάλλον, επιλαμβάνονται μίας υποθέσεως με νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου, δηλαδή επιδιώκουν όχι να δώσουν μια καίρια λύση, αλλά να εντοπίσουν το παραμικρό σχολαστικό δικονομικό ελάττωμα καίτοι ιάσιμο, ίνα αποδιώξουν και απεκδυθούν της υποθέσεως μη ενδιαφερόμενοι δια την προσπάθεια εις την οποία έχει αποδυθεί ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος και ο εντολέας του δια την προπαρασκευή ενός δικαστηρίου προσβλέποντες εις την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης.
Μια πρόσθετη κατηγορία είναι οι ιδεολήπτες και προκατειλημμένοι Δικαστές, οι οποίοι παραγκωνίζουν τα αμιγώς ορθολογιστικά κριτήρια κρίσης μιας υπόθεσης και αποφαίνονται με γνώμονα τις υποκειμενικές αντιλήψεις τις προσωπικές του πεποιθήσεις.
Τούτο συμβαίνει διότι δεν ενδιαφέρονται δια την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων αλλά δια την επίδειξη ισχύος προς τους πολίτες δίχως όμως να ίστανται εις το ύψος των περιστάσεων.
Ωσαύτως άξιο μνείας εν προκειμένω καθίσταται και η έλλειψη κατανόησης ορισμένων σπουδαίων ζητημάτων περί της κοινωνίας λ.χ η στέρηση της επικοινωνίας του τέκνου εκ των γονέων του και δη κατ’ εξακολούθηση γεγονός το οποίο συγκροτεί ανυπερθέτως βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του θιγόμενου, στοιχειοθετεί ασφαλώς κακή άσκηση της επιμέλειας διότι ενισχύει την γονική αποξένωση προκαλώντας αποδεδειγμένα δομικές ισορροπίες, περαιτέρω τον Νόμο περί των όπλων, ή εις τα τροχαία ατυχήματα, ορισμένοι δικαστές δεν έχουν εμπεδώσει θεμελιώδεις έννοιες επί του πραγματικού δια να κάνουν προσηκόντως την χρήση του Νόμου εκδίδοντας μία άτοπη απόφαση, με αποτέλεσμα, μη κατανοώντας βιωματικά τις πράξεις αυτές καθ’ αυτές, να αποφαίνονται κατά τέτοιο τρόπο ούτως ώστε δια την έκδοσης υπό αυτών, των επίμαχων δικαστικών αποφάσεων, να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα εξ όσων επιδιώκουν να λύσουν.
Εν κατακλείδι, ουδείς στέφεται κακόβουλα έναντι ουδενός, εις τον αντίποδα, άπαντες επιδιώκουμε, εισφέροντας ο καθείς υπό τα ιδικό του καλειδοσκόπιο, να εισφέρει προς την βελτίωση του κοινωνικού συνόλου καταδεικνύοντας ορισμένες πλημμέλειες κατά το έργο της Δικαιοσύνης αλλά κατά περίσταση στηλιτεύοντας και ορισμένες δόλιες συμπεριφορές οι οποίες τιτρώσκουν το κύρος της Δικαιοσύνης δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα επί της βάση της Κοινωνικής πραγματικότητας.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς