Χάρης Κατσιβαρδάς: Η αιφνίδια έκρηξη της πανδημίας και η συνακόλουθη παγίωση της, ως μία ασύμμετρη απειλή-έναν αόρατο εχθρό, καθότι ο ιός τούτος καθίσταται αντικειμενικά ιδιαίτερα επικίνδυνος δια την υγεία του ανθρώπου, ανεξαρτήτως ηλικίας, πλην όμως ανέτρεψε άρδην, τις μέχρι πρότινος ελευθερίες μας.
Πέραν όμως αμιγώς του υγειονομικού αλλά και των πολιτικών προεκτάσεων του επίμαχου ιού, η εν θέματι πανδημία, ανέδειξε και λοιπές αθέατες πλην ακανθώδεις πτυχές, ιδίως εις τον εργασιακό εν γένει χώρο, όπου, εις το βωμό της προσχηματικής και καταχρηστικής προβολής, περιστολής διασποράς του ιού, η εργοδοτική πλευρά, υπό την ανοχή ή κατά το μάλλον ή ήττον, την εθελοτυφλία της κυβερνήσεως, κατέλυσε υπούλως, παν οχυρό προστασίας δια τους εργαζομένους, ακροποδητί.
Είναι πρόδηλο, ότι, η δια του νόμου, εξάρτηση της εκτέλεσης των συμβατικών καθηκόντων απάντων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσεως της συμβατικής εργασιακής σχέσης, εκ της λήψεως υγειονομικών μέτρων εις καθολικό επίπεδο, ή την επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού προς ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, διάνοιξε την κερκόπορτα, δια την διάπραξη σωρείας αυθαιρεσιών, υπό των εργοδοτών, εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η νεοπαγής αυτή πραγματικότητα εξοβέλισε τις παραδοσιακές δικαϊκές αρχές όπως την υπερημερία παράνομης απόκρουσης της αυτοπρόσωπης και προσήκουσας προσφερόμενης εργασίας του εργαζομένου, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητάς του εργοδότη, κατ’ άρθρο 657 και 657 του Α.Κ, άλλως η επί αδικαιολόγητη επί μακρόν άρνηση αποδοχής της προσήκουσας παρεχόμενης της εργασίας του η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, εξομοιώνεται με μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και συνιστά σιωπηρή απόλυση, η εγκυρότητάς της οποίας εξαρτάται εκ της προσήκουσας καταβολής της νομίμου αποζημιώσεώς του.
Σμφώνως προς το άρθρο 5 παράγραφος 3 του Ν. 3198/1955 η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 200, 288, 323 και 349 του Α.Κ, προκύπτει ότι για να είναι έγκυρη η καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου απαιτείται κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου προς τον απολυόμενο και η καταβολή της αποζημιώσεως να γίνουν συγχρόνως.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ποια είναι η γυναίκα που κατήγγειλε τον Θάνο Κοντογιώργη για βιασμό – Κατασκευασμένη η καταγγελία λέει ο δικηγόρος του
Έγκλημα στα Γλυκά Νερά: Τι αποκάλυψε για τον συζυγοκτόνο η Αγγελική Νικολούλη (Βίντεο)
Πλην όμως σήμερον, υπάρχουν εγκλωβισμένοι επί μακρόν, πάμπολλοι εργαζόμενοι, οι οποίοι είτε τελούν εις αναστολή λόγω ότι αρνούνται να υποβληθούν εις αυτοδιαγνωστικούς ελέγχους δια λόγους συνειδήσεως (δεν αξιολογώ την ορθότητα ή μη εν προκειμένω), ή άλλως έχουν απολυθεί, μολονότι η φύση της εργασίας του, δεν επιβάλλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, παρά ταύτα όμως η εργοδοτική πλευρά (ασκώντας καταχρηστικά το δικαίωμα εις την επιχειρηματική οικονομική ελευθερία τους κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος) προβαίνουν ανέλεγκτα και ανενδοίαστα, εις την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του εργαζομένου, με την δικαιολογία ότι επιβάλλουν καθολικά και ανεξαιρέτως τον υποχρεωτικό εμβολιασμό εις την επιχείρησή τους, καίπερ τούτο δεν καθίσταται νομοθετικώς επιβλητέο, θίγοντας όμως εις τον αντίποδα, αυτόχρημα κατάφωρα, το δικαίωμα αυτοκαθορισμού εις την υγεία του εργαζομένου (κατά το άρθρο, 5 παράγραφος 2 του Συντάγματος) το δικαίωμα εις την σωματική τους ακεραιότητα (άρθρο 7 παρ. 2), και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρο 5 παράγραφος 1) ως προς την ρητή συναίνεση προς μία ιατρική πράξη.
Επί τη πράξη, το μείζον ζήτημα καθίσταται ότι αφενός, ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας, εκόντες άκοντες, ευρίσκεται επί μακρόν εις ένα μετέωρο εργασιακό καθεστώς, ήτοι εις έναν μακροχρόνιο εγκλωβισμό αναστολής της εργασίας τους, άνευ αποδοχών-ασφάλισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, συνάμα δε, αδυνατούν να αναζητήσουν αλλαχού εργασία ένεκεν του καθεστώτος αναστολής και εξ ετέρου οι εργοδότες, απολαμβάνουν προνομιακά και αζημίως αυτήν την νομοθετικά αλυσιτελή κατάσταση εις βάρος των εργαζομένων, διότι έχουν προβεί προς νέες προσλήψεις και συνεχίζουν απρόσκοπτα και αδιατάρακτα την επιχειρηματικής του δράση.
Φρονώ ότι άπαντες οφείλουμε, με την θεσμική μας ιδιότητα, να εγκύψουμε προς το καινοφανές τούτο κοινωνικό ζήτημα, εκδηλώνοντας ευαισθησία και αλληλεγγύη προς τους συμπολίτες μας προκειμένου να διαρρηχθεί ο γόρδιος αυτός δεσμός, ως προς την εργασία τους, τόσο νομικά ή ίσως με την επιδίωξη νομοθετικής παρέμβασης.
Χαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
[1] Ως εκ τούτου επί άκυρης καταγγελίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ακύρως απολυθέντος μισθωτού και οφείλει εις αυτούς τους μισθούς μέχρι έγκυρης καταγγελίας ή επαναπροσλήψεως (Α.Π 1420/90 Τμήμα Β’, 1093/93 Τ.μ Β’), διότι ο εργοδότης, μη καταβάλλοντας την νόμιμη αποζημίωση, ούτως ώστε να προκαλέσει την απόσβεση της ενοχής, προκαλεί δια της εν λόγω συμπεριφορά του, την απόλυτη ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασής του εργαζομένου, κατά άρθρο 5 παράγραφος 3, (εφόσον, ως είρηται ανωτέρω, κατέβαλλε, προς την την νόμιμη αποζημίωσή μου ως καταβολής νοείται και η δημόσια κατάθεση του προσήκοντος ποσού, παρλ. Βλαστό, όπου π.π, σελ 1308 επ ΑΠ 585/1988 Νο Β 37, 1418 Α.Π. 1104/87 ΕΕΔ 47, 302).
Περαιτέρω εκ της θεωρίας εάν η σύμβαση εργασίας καταγγελθεί ακύρως, διότι λ.χ δεν καταβλήθηκε η προσήκουσα αποζημίωση απόλυσης, θεωρείται ως μη γενόμενη κατ’ άρθρο 180 του Α.Κ, οπότε ο εργοδότης αρνούμενος να δεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ακύρως απολυθέντος εργαζομένου, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται σε καταβολή του μισθού του εργαζομένου κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του Α.Κ για όλο το διάστημα της υπερημερίας και υποχρεούται σε καταβολή του μισθού του εργαζομένου, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του Α.Κ, για όλο το διάστημα της υπερημερίας του μέχρι άρσεως αυτής ακόμη και μετά την τυχόν, άσκηση της, μέχρι άρσεως αυτής ακόμη και για την μετά την , τυχόν άσκηση αγωγής περί επιδικάσεως των μισθών υπερημερίας, χρόνον σύμφωνα, με το άρθρο 69 περ. α’ Κ.Πολ.Δ, χωρίς ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε πραγματική προσφορά, εργασίας αφού ο εργοδότης με την καταγγελία του δεν την αποδέχεται (ΑΠ 711/1989, 1335/1979).